«Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθη φωτοφανῆς λαμπηδών».
Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, το πεπερασμένο και υποδουλωμένο στον ορθολογισμό και εγωκεντρισμό μυαλό μας να ερμηνεύσει πλήρως και να κατανοήσει επαρκώς το μέγεθος και τη δύναμη της μετάνοιας. Εκπλήσσεται και απορεί ο άνθρωπος όταν ακούει ότι χάρη στη μετάνοια η πόρνη έγινε Οσία. Το βέβαιο είναι ότι ο κάθε αμαρτωλός διαβάζοντας τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας θα λάβει θάρρος και ίσως ποθήσει τη μετάνοια. Η μετάνοια είναι η ευκαιρία που δίνει ο άνθρωπος στον εαυτό του αναγνωρίζοντας τα λάθη του να κάνει «τερματισμό» των λαθών και «επανεκκίνηση» στην εν Χριστώ ζωή.
Την τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής η Εκκλησία, μάς αποστέλλει την τελευταία και επείγουσα κλήση, κτυπά για τελευταία φορά το καμπανάκι της σωτηρίας μας πριν από τις ιερές μέρες του Πάθους και της Ανάστασης. Κλήση απελευθέρωσής μας από τον «ιό» της αμαρτίας υπενθυμίζοντας το σίγουρο «φάρμακο» όλης της ψυχοσωματικής μας υγείας, τη μετάνοια. Μας καλεί έστω και τώρα, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουμε, να αλλάξουμε δηλαδή τρόπο σκέψης και κατ’ επέκταση τρόπο πράξης.. Να μην πούμε ότι τώρα είναι αργά, πέρασε ο καιρός και δε γίνεται τίποτε. Γι’ αυτό η Εκκλησία προβάλλει ένα πρόσωπο που βίωσε συγκλονιστικά τη μετάνοια και θεωρείται πρότυπο μετανοίας, τη μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Σύμφωνα με το συναξάρι, «Ἐτάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν». Όσον αφορά το πρόσωπό της, δύσκολα διακρίνουμε το ιστορικό κομμάτι από τον θρύλο. Αξίζει όμως να δεχτούμε με απλότητα ότι η αποδοχή των λαθών της και ο πόθος για σωτηρία την ανέδειξε σε υπόδειγμα μετανοίας, σύμβολο συντριβής και μεταστροφής.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία έζησε τον 6ο αιώνα. Δωδεκαετής έφυγε από τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια, ζώντας επί 17 χρόνια άσωτη ζωή. Από περιέργεια θέλησε να βρεθεί στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού. Όταν όμως θέλησε να μπει στον ναό της Αναστάσεως και να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, ένοιωσε κάποια αόρατη δύναμη να εμποδίζει την είσοδό της στον ναό. Τέσσερις φορές προσπάθησε αλλά μάταια. Αυτό το γεγονός τη συγκλόνισε και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά το σκοτεινό της παρελθόν αλλά και το γεγονός ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να βγει από αυτό: Η «ηρωική έξοδος» από το λάθος και το πάθος και η έναρξη νέας ζωής. Υποσχέθηκε λοιπόν στην Παναγία ότι αν της επιτρέψει την είσοδο στο ναό, να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της με μετάνοια στην έρημο, κατακαίγοντας τα πάθη της και απαρνούμενη τη μέχρι τότε ζωή της. Έτσι έγινε το θαύμα. Μετά την είσοδο και την προσκύνηση έφυγε για την έρημο και έζησε εκεί 47 χρόνια μετανοίας.
Η μεγαλύτερη αμαρτία στην πατερική σκέψη είναι η απόγνωση, γιατί έτσι παύουμε να διατηρούμε την ελπίδα της μετανοίας και κατά συνέπεια τη δυνατότητα της σωτηρίας. Πρώτο και σημαντικό βήμα για τη ριζική μεταστροφή είναι η επίγνωση του εαυτού μας, η βαθύτερη ανθρωπογνωσία, η διάκριση του καλού από το κακό, η αυτοκριτική και η παραδοχή ότι ό,τι φρονούμε και πράττουμε δεν είναι το σωστότερο. Ακολουθεί η μετάνοια ως απελευθέρωση από τα γήινα, ποταπά και χθαμαλά πάθη μας, τον εγωκεντρισμό ,τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, την πωρωμένη συνείδηση, την αυτοδικαίωση, την αυτοαποθέωση, την κατάκριση. Όντως «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Για τον χριστιανό όμως είναι ζητούμενο αλλά και δυνατότητα που πραγματώνεται με την ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση του Θεού για μεταστροφή. Είναι όχι μόνο η λύτρωση από κάθε κοινωνικό κακό και ο αγώνας για την επικράτηση της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της ισότητας, της αγάπης αλλά και η ψυχοσωματική ακεραιότητα του ανθρώπου από τον θάνατο. «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμα μας είναι κενό και μάταιη η πίστη μας», όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή. Σωτηρία είναι η χαρά, ο έρωτας για το φως του Θεού που φωτίζει κάθε άνθρωπο και διανοίγει τους οφθαλμούς, για να δει στο πρόσωπο του συνανθρώπου του, τον ίδιο τον Χριστό. Σωτηρία δεν είναι η απλή συγχώρεση των παραπτωμάτων, αλλά η οντολογική ανακαίνιση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης και επιτυγχάνεται με τη συσσωμάτωση του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Το περιεχόμενο της πίστης των Χριστιανών δεν είναι θεωρητικό αλλά βιωματικό. Όταν γνωρίζουμε το περιεχόμενο της πίστης και στη ζωή μας δεν πράττουμε σύμφωνα με αυτό, είμαστε «αντίχριστοι», δηλαδή «ασθενείς» και η μετάνοια αποτελεί τη μοναδική θεραπεία. Διαχρονικό υπόδειγμα μετάνοιας είναι η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Μια γυναίκα απόλυτα υποδουλωμένη στα εγωκεντρικά πάθη της ματαιοδοξίας, της άνετης ζωής και της σωματικής ηδονής. Είναι κάθε άνθρωπος τυφλωμένος από τον εγωκεντρισμό του, που δεν μπορεί να δει την εσταυρωμένη αγάπη και τη σταυρική ανάσταση του Χριστού. Η Μαρία αρχικά δεν μπόρεσε να προσκυνήσει τον Σταυρό του Χριστού, που είναι έκφραση αγάπης του σταυρωμένου «εγώ». Η ακτινοβολία όμως της σταυρωμένης αγάπης άνοιξε και φώτισε τα τυφλωμένα από τον εγωκεντρισμό μάτια της ψυχής της και έτσι «τον Σταυρόν ποθήσασα, του Κυρίου θεάσασθαι».
Εκείνο όμως που οδήγησε τη Μαρία στα Ιεροσόλυμα δεν ήταν κάποιος ένθεος πόθος, ένα τάμα. Το κίνητρό της ήταν πολύ πεζό και πολλές φορές αξιοκατάκριτο, η απλή περιέργεια. Και το χειρότερο, η περιέργεια της συνοδευόταν από την προσπάθεια «επέκτασης» της αμαρτωλής δραστηριότητας της και όχι κάποιο μεταφυσικό βάθος. Αυτή όμως η επίσκεψη μετατράπηκε από τον Θεό σε «καιρό», δηλαδή σε «θεόσταλτη ευκαιρία» μετανοίας. Συνειδητοποιεί την αθλιότητα της ζωής της και μετανοεί. Με ένα φαινομενικά παράδοξο τρόπο για τον απλό άνθρωπο, ο Θεός έκλεισε την πόρτα εισόδου στο ναό μόνο στη Μαρία. ακριβώς γιατί ερχόταν χωρίς διάθεση αλλαγής της ζωής της,. Η απαγόρευση λειτούργησε θετικά. Τη συγκλόνισε και την οδήγησε σε μετάνοια. Μόλις πήρε την απόφαση για αλλαγή τρόπου ζωής, αμέσως ανοίχθηκε η είσοδος και γι’ αυτή.
Η Εκκλησία, ως «ὧδε μένουσα πόλις» (επίγεια πολιτεία) καλεί τους πάντες και αποδέχεται τους πάντες, όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, με μόνη προϋπόθεση να μετανοήσουμε, να αποκαταστήσουμε την σχέση μας με τον παραδείσιο τρόπο ζωής, δηλαδή την αγαπητική σχέση με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Άλλωστε στους ναούς έτσι προσερχόμαστε ή πρέπει να προσερχόμαστε, ως αμαρτωλοί που έχουμε ανάγκη σωτηρίας. Η Εκκλησία δεν κάνει διαχωρισμό των ανθρώπων σε αμαρτωλούς και μη. Τους μικρόψυχους διαχωρισμούς κάνει η σκληροκαρδία εκείνων που κομπάζουν όπως οι Φαρισαίοι για την ευσέβεια τους. «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», μας υπενθυμίζει διακριτικά ο Απόστολος Παύλος. Ο Θεός δεν προσφέρει τη χάρη του «μαγικώ τω τρόπω». Ζητά την ανταπόκριση του ανθρώπου, η οποία εκφράζεται ως μετάνοια. Ας μην ξεχνάμε ότι η κόλαση ορίζεται από τους αγίους μας ως σχέση με τον Θεό αλλά σε κατάσταση αμετανοησίας. Αντίδοτο των λανθασμένων επιλογών μας είναι η μετάνοια. Αυτή αποτελεί το κλειδί που μας οδηγεί εντός του Παραδείσου, στην «επουράνια αιώνια πολιτεία».
Η άσωτη ζωή της Μαρίας δεν της αποκλείει τη συνάντηση με τον αναστημένο Κύριο. Όπου και αν βρίσκεται κανείς, άμα κυριευθεί από θεϊκό πόθο και θερμή πίστη όπως εκείνη, μπορεί να πορευθεί προς αυτήν τη συνάντηση. Η θεοποιός πορεία αρχίζει από τη στιγμή που ο άνθρωπος αποσπά τον νου του από ό,τι εφήμερο και μεταθέτει τον έρωτά του από τα κτίσματα στον Κτίση. Όσο χαμηλά κι αν έχει πέσει κάποιος, δεν πρέπει να απογοητεύεται και να σκέπτεται ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Στο αναστάσιμο σάλπισμα της σωτηρίας μας, στον Κατηχητικό λόγο του Ιωάννου Χρυσοστόμου βρίσκεται η λύση. «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε». Άλλωστε τα μάτια του Θεού δεν είναι ίδια με τα ανθρώπινα. Ό, τι φαίνεται κοντά στον Θεό για τους ανθρώπους, μπορεί να είναι πολύ μακριά από τον Θεό και ασφαλώς δεν νοιώθει κοντά του τους «καθωσπρέπει» ανθρώπους με την εξωτερική ευσέβεια και τη βεβαιότητα του δικαιωμένου. Νομίζουμε ότι αξίζουμε την αγάπη του Θεού όπως οι προσευχόμενοι Γραμματείς και Φαρισαίοι «οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας», σκληρόκαρδοι και αμετανόητοι, ενώ ο Χριστός βλέπει κοντά στον Θεό τους τελώνες και τις πόρνες.
Προφανώς ο μικρόψυχος άνθρωπος αγανακτεί με τα λόγια του Χριστού ότι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» και την «άδικη» θεία δικαιοσύνη. Απαριθμώντας τη μη παράβαση από μέρους του των θείων εντολών και ιδίως των αρνητικών («ου κλέψεις, ου μοιχεύσεις ,ου ψευδομαρτυρήσεις . ..») θεωρεί ότι επάξια βρίσκεται κοντά στον Θεό και του αξίζει «μόνιμο στασίδι» και στο ναό και στον Παράδεισο. Και είναι βέβαιος ότι δεν δικαιούται κανένας αμαρτωλός να είναι κοντά του και κοντά στον Θεό. Γιατί όμως ο Χριστός βλέπει τους τελώνες και τις πόρνες πιο κοντά στον Θεό παρά τους «δίκαιους»; Γιατί αναγνωρίζουν ότι είναι «εξόριστοι» και θα αισθανθούν την ανάγκη να επιστρέψουν, ενώ οι «δίκαιοι» πιστεύουν στη δικιά τους αυτοδικαίωση και δεν υποτάσσονται στη δικαιοσύνη του Θεού. Γιατί πιστεύουν ότι οι καλές τους πράξεις τους οδηγούν δικαιωματικά στη Βασιλεία του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί δίκαια πρέπει να παραμείνουν μακριά τους, μήπως τους μεταδώσουν τον «ιό» της αμαρτίας και της απωλείας. Είναι εκείνοι που ήταν έτοιμοι να λιθοβολήσουν τη μοιχαλίδα, ακούγοντας όμως τη ρήση «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλλέτω…» άρχισαν να φεύγουν και μάλιστα πρώτοι οι γεροντότεροι. Οι ίδιοι που αυτοανακηρύσσονται θεματοφύλακες της πίστης και των θεσμών και που «σταυρώνουν» και «λιθοβολούν» τυφλωμένοι από τον ηθικισμό τους ως «μίασμα» την αστεφάνωτη δασκάλα του διηγήματος του Παπαδιαμάντη «Χωρίς στεφάνι». Η οποία «ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε». «Κ᾽ ἔπλυνε κ᾽ ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν χρόνον». «Αλλά δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾽ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια». «Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ». «Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ διά τι θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα». Είμαστε όλοι εμείς που δίνουμε σημασία στους τύπους και όχι στην διαβεβαίωση του Χριστού ότι η ανυπόκριτη αγάπη και προσφορά είναι το κριτήριο εισόδου στη Βασιλεία Του και όχι μόνο η ηθική μας πρόοδος. Αυτοί που βλέπουν τον Θεό είναι εκείνοι που θεωρούν τους εαυτούς τους ανάξιους γι’ αυτήν την τιμή. Είναι εκείνοι που παρά την ανηθικότητα τους μετανόησαν και έγιναν σύναιμοι, σύσσωμοι και συσταυρωμένοι με τον Χριστό .Η αγάπη, η δίψα και η επιθυμία της αμαρτωλής ψυχής μάς οδηγούν στη σωτηρία. Η Εκκλησία δεν είναι ένας χώρος που δικαιούνται στασίδια μόνο οι δίκαιοι, είναι θεραπευτήριο ψυχών, γιατί βλέπουμε πρώην «δαιμονισμένους» να μεταμορφώνονται με την δική τους θέληση και τη χάρη του Θεού και να μπαίνουν στον ναό «ιματισμένοι και σώφρονες».
Η ζωή του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από χαρές και λύπες, αισιοδοξία και απελπισία από πτώσεις και αναστάσεις. Πληθώρα γεγονότων και αλλαγών αναγκάζουν τον άνθρωπο να τα διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ευεργετώντας τον ίδιο αλλά και το σύνολο της κοινωνίας. Στον προσωπικό μας αγώνα αναζητούμε πρότυπα που θα μας ενισχύσουν και θα μας πείσουν να συνεχίσουμε την προσπάθεια. Ένα τέτοιο πρότυπο στη ζωή μας είναι και η οσία Μαρία η Αιγυπτία. Η ζωή της και ειδικά η μεταστροφή της στέλνουν μηνύματα ελπίδας και αισιοδοξίας , ιδιαίτερα τώρα σε καιρούς πανδημίας και πληθώρας νέων απαγορεύσεων, καινοφανών εντολών και πειρασμών. Μία από τις μεγαλύτερες πόρνες που πέρασε από τη γη, γίνεται αιώνιο πρότυπο μετανοίας. Η μετάνοιά της την αξίωσε από πρώην πόρνη να βρεθεί στη χορεία των παρθένων, στη συνοδεία της Παναγίας, σύμφωνα με τις θαυμαστές οράσεις των αγίων. Ενώ της είχε γίνει συνήθεια η ζωή μέσα στην αμαρτία, από περιέργεια πήγε να προσκυνήσει, να επιτελέσει «τα θρησκευτικά της καθήκοντα» και να «επαναπαυθεί» ότι πήρε άφεση αμαρτιών, όπως αρκετοί εσφαλμένα νομίζουμε ότι η απλή επίσκεψη στον ναό σβήνει τις αστοχίες μας. Συγκλονίστηκε όμως νοιώθοντας την αμαρτωλότητά της λόγω της απαγόρευσης εισόδου στον ναό. Ερμήνευσε την εμπόδιση «σημείο», ένδειξη της θείας κλήσης για μετάνοια. Συγκλονίστηκε και πήρε τον μονόδρομο της μετανοίας, αλλάζοντας τα δεσμά της πορνείας με τα δεσμά της μετανοίας. .Η πρόσκαιρη εμπόδιση εισόδου στον ναό ήταν η αιτία της μόνιμης εισόδου μέσω της συντριβής και της ριζικής αλλαγής στον ουράνιο Παράδεισο.
Στη σημερινή λόγω πανδημίας κατάσταση που ζούμε, με τους κλειστούς ναούς, ίσως είναι πια καιρός για την προσωπική μας μετάνοια. Είναι ίσως καιρός του «ποήσαι τω Κυρίω», δηλαδή όχι μια απλή υπενθύμιση αλλά η κατάλληλη και πρόσφορη χρονική περίοδος που μας δίνει ο Θεός, για να ξυπνήσουμε από τον πνευματικό μας λήθαργο, αναλογιζόμενοι μήπως και εμείς ζούμε, πιστεύουμε και εκκλησιαζόμαστε μόνο από συνήθεια και περιέργεια, και δεν είναι αιτία και αφορμή να τραυματιστεί πάλι το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, από διχοστασίες, «σταυροφορίες» και έριδες. Κουρασμένοι από τον εγκλεισμό μας και τους περιορισμούς, εξακολουθούμε να αμπαρώνουμε τις καρδιές μας, γεμάτοι οργή και θυμό εναντίον όσων διαφωνούν με τις απόψεις μας. Αγνοούμε την Παύλειο ρήση ότι «το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Θεού» και οφείλουμε να τον διατηρούμε ευπρεπισμένο και καλλωπισμένο, πεντακάθαρο από πάθη .Όταν λέω πως «πηγαίνω στην εκκλησία», σημαίνει πως «πάω σε σύναξη πιστών, έτσι ώστε μαζί τους να συστήσω την Εκκλησία, για να είμαι αυτό που έγινα κατά την ημέρα του βαπτίσματος, μέλος του Σώματος του Χριστού», με την πλήρη και απόλυτη έννοια του όρου.
Αισθανόμαστε «δεδιωγμένοι» ένεκα της πίστεως μας από «άθεους αυτοκράτορες» και πρέπει να ανακαλύψουμε νέες κατακόμβες και «κερκόπορτες» για να μπούμε στου ναούς, εξακολουθώντας να μολύνουμε το σώμα μας, τον προσωπικό μας ναό, με πάσης μορφής ψυχώσεις και νευρώσεις. Αγανακτούμε για τη χρήση μάσκας και την τήρηση αποστάσεων, μη σκεπτόμενοι πόσοι και σε τι βαθμό «μασκοφόροι» υποκρισίας είμαστε και πόσο μακριά είμαστε από τον Θεό και τους συνανθρώπους μας. Αντί να συνέλθουμε και λόγω πανδημίας να οδηγηθούμε σε «ψυχικό συνωστισμό», χωριζόμαστε σε «καλούς» χριστιανούς που αψηφούν τις συνοδικές και πολιτειακές αποφάσεις και σε «κακούς» που απέχουν όμως από τις λατρευτικές συνάξεις χάριν της αγάπης τους για τον πλησίον μέχρι να περάσει η καταιγίδα ή το αντίστροφο, ανάλογα με το τι θεωρεί θεάρεστο ο καθένας μας. Η μετάνοια και η υπακοή είναι σ’ αυτήν τη δύσκολη φάση σωτήρια όπως και για τη Μαρία στην έρημο.
Η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα είναι μοναδική ευκαιρία να έρθουμε «εις εαυτόν» αναγνωρίζοντας τα λάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Το φαινόμενο ύπαρξης αντιφρονούντων και αρνητών των αποφάσεων της Εκκλησίας και της Πολιτείας και μάλιστα με φανατισμό, επικαλούμενοι προφήτες και αγίους, βάζοντας στο στόμα τους λόγια προσαρμοσμένα αναλόγως τι θέλουν να πολεμήσουν, σπέρνει τη διχόνοια. Καμιά αναστάτωση, καμιά σύγχυση στο μυαλό και στην καρδιά δε συνάδει με τη Θεία κλήση «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε…» Καρδιές συντετριμμένες και όχι οργισμένες θα ελκύσουν τη χάρη του Θεού. Ελπίζουμε όλοι ότι σύντομα οι θείες λειτουργίες θα πάψουν να τελούνται «κεκλεισμένων των θυρών». Πόσο σύντομα όμως τα «τυφλωμένα» μάτια της ψυχής μας θα δουν τα λάθη μας και συντετριμμένοι θα μετανοήσουμε, θα μετατρέψουμε τις καρδιές και τα σπίτια μας σε εκκλησιές, ώστε να επιστρέψουμε στους ναούς περισσότερο μετανοημένοι και άγιοι και όχι σκληρόκαρδοι και άγριοι;
Η αμαρτία ως λανθασμένη επιλογή είναι ασθένεια που πρέπει να θεραπευτεί και όχι παράβαση εντολών που πρέπει να τιμωρηθεί. Αν ο Θεός τιμωρούσε τους αμαρτωλούς και δεν τους έδινε «καιρό» μετανοίας, ο κόσμος όλος θα καταστρεφόταν. Η μακροθυμία του Θεού καταδικάζει όχι μόνο την ένοχη πράξη αλλά ακόμα και την ένοχη επιθυμία, δικαιώνει όμως τον μετανοημένο αμαρτωλό. Όπως επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος, «το να πέσει κάποιος είναι ανθρώπινο. Το να εμμένει όμως στην πτώση είναι σατανικό». Η μακροθυμία του Θεού μετέβαλε τον τελώνη Ματθαίο σε Ευαγγελιστή, τον διώκτη Παύλο σε «πρώτον μετά τον Ένα» και Απόστολο των Εθνών, τη μετανοημένη πόρνη Μαρία σε Οσία και τον έστω και την ύστατη στιγμή μετανιωμένο ληστή σε πρώτο ένοικο του Παραδείσου « βαλὼν κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου». Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία είναι διαχρονικό ζωντανό παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας και δείχνει τον δρόμο της μεταμέλειας για κάθε άνθρωπο. Αποδεικνύει περίτρανα ότι είμαστε όλοι καλεσμένοι στο αναστάσιμο τραπέζι της σωτηρίας μας, «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες». Αυτό είναι το μεγαλείο και η ειδοποιός διαφορά του χριστιανισμού.