51-e1507548787919Ως εκ θαύματος επέζησε η αγαπημένη μας «Καλόγρια» το σωτήριο έτος 1972, Απρίλιο μήνα, όταν λαλεί ο κούκος στα βουνά κι η γη βγάζει χορτάρι. Η αγάπη μας για εκείνη αλλά και ο υπερβάλλων ζήλος μας για την ταχύτερη ανάρρωση και γαλακτοφορία της, λίγο έλειψε να γίνουν οι αιτίες που θα την κατέτασσαν… «εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως».

Τον υποβοηθούμενο δύσκολο τοκετό, ακολούθησε επιλόχειος πυρετός, ανορεξία, δυσκολία στήριξης και βάδισης. Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης ο πατέρας μας ζήτησε πρώτες βοήθειες από τη μητέρα του. Η γιαγιά μου, η Γιάννω, το γένος Γκορτσά, βαθειά θρησκευόμενη αλλά και αποδεχόμενη   μαγγανείες και διάφορα άλλα …γιατροσόφια, θυμιάτισε και ξεμάτιασε την ασθενή λεχώνα. Έκαμε τάμα λειτουργιά στον Άγιο -μεγάλη η χάρη Του- κατηγορώντας τον πατέρα μου ότι κακώς την αγόρασε από το Μοναστήρι και αγνόησε την προγονική ρήση «βακούφκου πράμα (ζώο) μακριά απ τν Ζάμπουρντα, προυκουπή δεν φτιάχν». Ταυτόχρονα τον συμβούλευσε να απευθυνθεί για περαιτέρω εκτίμηση και αντιμετώπιση της κατάστασης σε εξειδικευμένο ιατρό.

   Την εποχή εκείνη τα θέματα υγείας, ευζωίας και απόδοσης των παραγωγικών ζώων, επιμελείτο αμισθί ο συγχωριανός μας οραματιστής κτηνοτρόφος και κορυφαίος ζωοτέχνης, γόνος του γενεαλογικού δένδρου των Ντινογκαραβελαίων, γνωστών για τον έρωτά τους στις επιστήμες, την ποίηση, το τραγούδι, τη μουσική, τη φύση, τα ζώα και τα πολυπληθή και βελτιωμένης φυλής κοπάδια τους. Ήταν μεγαλύτερος αδερφός του ενάρετου και έγκριτου ιατρού καρδιολόγου Ηλία Γκαραβέλα, ο οποίος τη δεδομένη χρονική στιγμή υπηρετούσε ως αγροτικός ιατρός στην όμορη, όμορφη και φιλόξενη Δεσκάτη. Αδελφές τους ήταν οι χαριτόβρυτες Μαριγούλα, Ελπινίκη και Κωνσταντινιά, οι οποίες δικαίως καμάρωναν και λάτρευαν τους προκομμένους αδελφούς τους.

   Ο Γιαννακούλης έμαθε τα πρώτα γράμματα… στο γνωστό σχολείο του Χατζηκώστα και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές   σπουδές στον Πετρωτό-Τρύπες, με συμφοιτητές νέους και νέες των οποίων οι γονείς διατηρούσαν ποιμνιοστάσια στην κτηνοτροφική ζώνη δυτικά του χωριού. Η «Πανεπιστημιούπολη», αποτελούμενη από είκοσι πέντε και πλέον αναγνωρισμένες ισότιμες «σχολές», εκτείνετο από Σμίξη-Παρασκευάς έως Πάδη και από Σιπιτός- Φασολοκήπια έως Παδόπολη, έχουσα ως φυσικό βορειοδυτικό όριο τον Αλιάκμονα ποταμό. Στο ειδυλλιακό τοπίο δέσποζε, όπως και επί των ημερών μας, το Καλλίστρατο όρος με το Ασκηταριό και τη μονή του Οσίου Νικάνορος, Του οποίου η χάρις πολλάκις έσωσε ανθρώπους και ζώα από επιδημικές νόσους. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες της εποχής, άπαντες επέδειξαν ζήλο και έφεση στις σπουδές, ιδιαιτέρως δε στα μαθήματα της ζωολογίας, της φυτολογίας και της οικιακής οικονομίας.  

Ο Γιαννακούλης, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, μαζί με τον θείο μου, Γιαννάκο Ν. Κούσια, και τον Θύμιο, γιο του Αχιλλέα Μπούντα, αποτελούσαν μέλη της ομάδας «των μεταρρυθμιστών- εκσυγχρονιστών νέων αγροτοκτηνοτρόφων», όταν ακόμη «οι αγροτικές επιδοτήσεις» και «τα σχέδια βελτίωσης» ήταν άγνωστες λέξεις στο χωριό. Εισηγήθηκαν την κατάργηση της ανώφελης και ίσως επιζήμιας νυχτερινής βόσκησης των ζώων για τους παγερούς χειμερινούς μήνες, του πολυτραγουδισμένου «σκάρου». Τόνισαν την αναγκαιότητα της χρήσης συμπληρωμάτων διατροφής τουλάχιστον για τα εγκυμονούντα και γαλακτοφόρα ζώα ως ενισχυτικά της φυσικής βόσκησης . Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό κατά το οποίο οι δυο πρώτοι, «φυλάκισαν» επί σαρανταοκτάωρον το ποίμνιον τους, ώστε να αναγκασθεί να τραφεί εντός της στάνης με την άγνωστη έως τότε συμπυκνωμένη ζωοτροφή ονόματι «Πούλπα». Ο δε Θύμιος με τον Γιαννακούλη ήταν οι πρώτοι ιδιοκτήτες και χρήστες «στρούγγας… χωρίς σκεπή, πόρτες και παράθυρα»! Με τη φράση αυτή η ομάδα «των μικρών εξερευνητών» που συμμετείχα, προσπάθησε να ορίσει το κτήριο που για πρώτη φορά κατάπληκτοι αντικρίσαμε στα Γαβριά. Απορούσαμε, μάλιστα, με ποιον τρόπο εισέρχονται οι ιδιοκτήτες στη συγκεκριμένη τσιμεντένια κατασκευή. Επρόκειτο, βέβαια, για τσιμεντένια δεξαμενή αποθήκευσης νερού για την άρδευση του αγροκτήματος του διορατικού Θύμιου, που τόσο πρόωρα έφυγε από τη ζωή. Οι δύο άνδρες, όπως και άλλοι συγχωριανοί μας, πειραματίστηκαν επιτυχώς και στις δυναμικές καλλιέργειες, ετήσιες και πολυετείς, πέραν της μονοκαλλιέργειας των σιτηρών. Τέλος, για τη μεγαλύτερη απόδοση των χωραφιών προχώρησαν στη συμπληρωματική λελογισμένη χρήση λιπασμάτων εκτός της κοπριάς. 

   Ο πατέρας μας γνωρίζοντας τις …επιστημονικές γνώσεις του αεικίνητου και πολυπράγμονα Γιαννακούλη, ακολούθησε τη συμβουλή της γιαγιάς μας και έσπευσε προς αναζήτηση του. Τον περίμενε στο τυροκομείο, ερχόμενο από την κτηνοτροφική του μονάδα στην Ποταμιά. Του εξέθεσε το περιστατικό και εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως στην πρόσκληση του πατέρα μας.

Έφτασαν μαζί στο στάβλο μας. Μετά από ενδελεχή εξέταση της ασθενούς, η διάγνωση ήταν: «Καταβολή δυνάμεων λόγω ελλείψεως ασβεστίου, φωσφόρου και σιδήρου της λεχώνας, κατόπιν δυσκόλου τοκετού συνεπεία υπερμεγέθους εμβρύου». Συνέστησε σιτηρέσιο πλούσιο σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία με συμπυκνωμένη ζωοτροφή, που ο ίδιος θα προμηθευόταν από τα Σέρβια, και «πενθήμερον κατά στάβλον νοσηλείαν» της ασθενούς. Τέλος επεσήμανε την ανάγκη επανεκτίμησης της κατάστασης μετά την παρέλευση του πενθημέρου.

   Κατά τη δεύτερη επίσκεψή του, διαπίστωσε τη βελτίωση της κατάστασης της λεχώνας και έδωσε συμπληρωματικές οδηγίες. Για τη γαλακτοφορία συνέστησε αγρωστώδη ξηρά τροφή σε μικρές ποσότητες και πρότεινε καθημερινή ολιγόωρη έξοδο από τον στάβλο για βόσκηση σε αυτοφυή βλάστηση και σύνθεση βιταμίνης D από τον ανοιξιάτικο ήλιο.

   Την αναχώρηση του… ιατρού ακολούθησε το καθημερινό βραδινό οικογενειακό συμβούλιο. Έντονη ήταν η χαρά μας αλλά και η ανακούφιση για την βελτίωση της υγείας της. Ο πατέρας μας ζήτησε πιστή τήρηση των οδηγιών του Γιαννακούλη και παρουσίασε τον προγραμματισμό της επόμενης ημέρας. «Αύριο, πρώτα ο Θεός, εγώ με τον Γιώργο θα απουλήκουμι   τα γιλάδια   για βουσκή, όπους κάνουμι κάθι μέρα. Ο Κώστας και ο Νίκος, αφού τς απουλήκ ου δάσκαλους, θα βγάλν μια γύρα τν Καλουγριά να πάρει λίγου πρασνάδα κι να ηλιαστεί». Ο Τάκης, ως συνήθως, ήταν ελεύθερος κτηνοτροφικών …δραστηριοτήτων, επικαλούμενος το σμικρόν της ηλικίας του και αυτοδικαιολογείτο θρασύτατα. « Ίστι οι δυο σας. Τί με θέλτι κι μένα;». Ο μόνιμος συνήγορός του φρόντισε… να βάλει νταϊάκ(στήριγμα). «Καλά λέει του πιδάκ! Τί κουβαλιέστι όλοι κουντά στα γιλάδια, σαν τς Δημάδες κάναν κιρό στα γίδια! Ίλιωσαν τα δάχτυλα μ να σας πλένου τα παντιλόνια μι τς λάσπες κι τς κουπριές!»

   Την επόμενη ημέρα, ο Νίκος και εγώ όπως και οι υπόλοιποι μαθητές -πλέον των διακοσίων- του ολοκαίνουργιου τότε εξατάξιου δημοτικού, αφού απελευθερωθήκαμε από την ημερήσια παιδαγωγική «επιτήρηση» των δασκάλων, ήμασταν ελεύθεροι πλέον να ασχοληθούμε ο καθένας, αναλόγως φύλου, ηλικίας, ενδιαφερόντων και επαγγέλματος των γονέων μας, με τις εξωσχολικές απογευματινές «δημιουργικές δραστηριότητες» της εποχής.

   Εμείς υλοποιήσαμε το πρόγραμμα «Βοήθεια στον ..στάβλο», συνοδεύοντας την Καλόγρια στη πρώτη της έξοδο από το…μαιευτήριο. Με βήματα αργά την οδηγήσαμε στο πλησίον της κτηνοτροφικής μονάδας μας αγρόκτημα, ιδιοκτησίας Γιώργου Γκαραβέλα, γνωστού με το επαγγελματικό παρωνύμιο «Βλάχος». Τότε συλλάβαμε ένα «ευφυές», κατά την παιδική μας αντίληψη, σχέδιο ταχείας αποκατάστασης της υγείας της. Αρχίσαμε να θερίζουμε, παρανόμως βέβαια, το τριφύλλι, τροφή ιδιαιτέρως γαλακτοφόρα και αγαπητή στα ζώα. Για να αποφύγουμε τα βλέμματα του αγροφύλακα και των γειτόνων, την οδηγήσαμε στον διάργο, στα όρια με το κτήμα του Κώστα Τζιμπούκα. Κρυμμένοι από την πανύψηλη βλάστηση και εκμεταλλευόμενοι το… ύψος μας, «σερβίραμε» στις χούφτες μας το χλωρό τριφύλλι στην Καλόγρια. Εκείνη το καταβρόχθιζε με περισσή λαιμαργία και εμείς περιχαρείς για την όρεξή της συνεχίσαμε το… σερβίρισμα.

Κάποια στιγμή σταμάτησε να τρώει. Ήμασταν σίγουροι ότι ολοκλήρωσε το πλούσιο γεύμα της λόγω κορεσμού και τη μεταφέραμε σε μέρος ηλιόλουστο για να συνθέσει βιταμίνη D, πιστοί στις οδηγίες του πατέρα μας. Ανακουφισμένοι που φέραμε εις πέρας το τολμηρό σχέδιό μας, ξαπλώσαμε στην πρασινάδα απολαμβάνοντας τον ήλιο και το θαυμαστό έργο των χειρών μας…

   Γρήγορα όμως μας έζωσαν τα φίδια, σαν είδαμε την κοιλιά της Καλόγριας να έχει φουσκώσει σα… νταούλι. Είχαμε λησμονήσει πως το χλωρό τριφύλλι προκαλεί τυμπανισμό, «άγκωμα» στην ποιμενική διάλεκτο, σύμπτωμα ικανό να αποδειχθεί θανατηφόρο για τα ζώα και η Καλόγρια δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η κατάσταση έχρηζε άμεσης δράσης και ως μεγαλύτερος έσπευσα, πλήρης αγωνίας και φόβου, στην οικία ζεύγους συγχωριανών μας, εξειδικευμένων στην παροχή πρώτων βοηθειών σε ανθρώπους και ζώα.

     Ασθμαίνοντας, φώναξα την οικοδέσποινα, γνωστή και για τις «ιατρικές» της γνώσεις, που προθύμως παρείχε σε πάσης φύσεως… περιστατικά.

Κουμπάρσα, κουμπάρσα! Είναι μέσα ο κόμπαρος;

Γιατί; Τι επαθέτι, ρα καψουπαίδ, κι είσι έτς αναδρουμουμένους;

Η Καλόγρια φούσκωσε, απάντησα σχεδόν κλαμένος.

Ποια καλουγριά , ρα παιδάκι μ; Είσι μι τα καλάς ή σι πάτσι κανά ίσκιουμα κι δεν ξέρς τι λες;

Στο κατώφλι πρόβαλε ο άντρας της, δεινός χειριστής της …καθαρεύουσας, φημισμένος για τις πάσης φύσεως ξυλουργικές και οικοδομικές εργασίες, εμπειροτέχνης εργολάβος δημοσίων και ιδιωτικών έργων με ειδίκευση στις πισίνες, αλλά και διπλωματούχος… πρώτων βοηθειών.

       -Τι έγινε, βρε μπαγάσα κομπαράκο;

       - Μαστοραντώνη, μια γελάδα μας φούσκωσε! Μπορείς να ‘ρθεις ή έχεις δουλειά;

       -Τι δλιά να έχ, πρόφτασε την απάντηση η πάντα ετοιμόλογη και δυναμική Στεργιανή. Θα παέν στου λάκκου να πλύν ή σάμπως θα μι φασκιώς του κούτσκου;

     -Περίμενε ένα λεπτό να πάρω τα σύνεργα μου, είπε πρόθυμα ο κόμπαρος.

Όντως, ξεπρόβαλε κρατώντας ένα μπουκάλι λάδι και ζήτησε από τη Στεργιανή να του φέρει λίγο ξύδι.

       - Λέλεμ, Αντών, που το παένς τόσου λάδ; Σμιθιροί καρτιρούμι κι θα φκιάξ πίτις;

       -Μπρε, γυναίκα! Κάνε τι σου λέω! Με το λαδόξυδο θα ξεφουσκώσει η αγελάδα!

       -Πάρτι   κι ένα μαχαίρ να την κόψτι λίγο ταφτιά κι του νούρου.

       -Ουρά, λέγεται, μπρε ζουλάπω! Κι άσε τις συμβουλές! Εσύ είσαι ορθοπεδικός! Πάμε,

       Κωστάκη! Να περάσουμε κι απ’ τον πατέρα μου να πάρουμε μια σακοράφα.

   Ο μπαρμπα- Κώστας ο Παλιούρας, γνωστός και για το πηγαίο χιούμορ του, παράλληλα με την κατασκευή περίτεχνων ξύλινων ειδών οικιακής χρήσης, διατηρούσε στο ισόγειο της οικίας του εργαστήριο σαγματοποιίας, πλησίον της έως σήμερα σωζομένης δημοσίας «Βρύσης του Γούλα».Υποκατάστημα κατείχε και στο διάσημο για τα πλούσια και αρίστης ποιότητας κοιτάσματα μαρμάρων βιομηχανικό χωριό Τρανόβαλτο. Αντίστοιχο εργαστήριο είχε και ο μπαρμπα- Βαγγέλης Μάρκος, συστεγασμένο με το συνοικιακό του παντοπωλείο. Παραπλεύρως σώζεται έως και σήμερα η οικογενειακή επιχείρηση «λιχνίσματος σιτηρών και οσπρίων», γνωστή με την επωνυμία «Το Ευάερο Μανησιώτκου Αλώνι». Ο μπαρμπα-Κώστας μας προμήθευσε τη σακοράφα, τη χοντρή βελόνα που χρησιμοποιούσε για να ράβει τα σαμάρια των υποζυγίων, και με πλήρη «ιατρικό εξοπλισμό» πήραμε τον δρόμο για τον …τόπο του παρ’ ολίγον «εγκλήματος εξ... αφελείας».

   Εν τω μεταξύ, η Αγία Παρασκευή, «γειτόνισσα» και προστάτιδα μας, οδήγησε τα βήματα του συγγενή και γείτονα μας Χρήστου Τσιντζιλίδα στο χωράφι όπου ο Νίκος και η Καλόγρια περίμεναν τη σωτηρία… Ο Χρήστος, έμπειρος κτηνοτρόφος, έσπευσε να εφαρμόσει την πατροπαράδοτη μέθοδο αντιμετώπισης του «αγκώματος». Χάραξε τις άκρες των αφτιών και της ουράς, για να ανακουφιστεί το ζώο με τη διαφυγή του αίματος.

   Όταν φτάσαμε στο χωράφι εγώ και ο κόμπαρος, η κατάσταση της Καλόγριας είχε ήδη «σταθεροποιηθεί». Ο Μαστοραντώνης με τη βοήθεια του Χρήστου προχώρησε στην …επιστημονική αντιμετώπιση του περιστατικού. Την πότισαν με το δραστικό διάλυμα «όξους και ελαίου» και προχώρησαν στην παρακέντηση της, αφού αποστείρωσαν τη σακοράφα με το τσακμάκι του Χρήστου, ο οποίος ακινητοποίησε την παθούσα. Με χειρουργικές κινήσεις ο Μαστοραντώνης την τρύπησε στο λαγγόνι, για να απελευθερωθούν τα εγκλωβισμένα αέρια που βασάνιζαν το δύστυχο ζώο. Ο Νίκος και εγώ παρακολουθούσαμε κατάπληκτοι τις μεθόδους των δύο ανδρών, που στα παιδικά μας μάτια φάνταζαν επίγειοι θεοί.

   Τα αποτελέσματα της επέμβασής τους έγιναν αμέσως ορατά προς γενική ανακούφιση όλων των εμπλεκομένων…

Τότε οι δύο άνδρες μας ανέκριναν διερευνώντας τα αίτια της παρ’ ολίγον ζωοκτονίας. Όταν τους εξηγήσαμε το «ευφυές» μεν, αποτυχημένο δε σχέδιο μας, εκείνοι χαμογέλασαν με συγκατάβαση. «Είδατε τι κάματε; Κι εκλεψέτι κι θα εστελνέτι τν Καλόγρια στου λάκκου!», είπε ο μπαρμπα-Χρήστος, για να συμπληρώσει ο Μαστοραντώνης με το γνωστό του ύφος . «Μπρε μπαγάσικα! Θα παθαίνατε σαν τη γριά με την κότα, που ήθελε η κότα της να γεννάει κάθε μέρα δύο αυγά και την μπούκωνε σιτάρι. Και στο τέλος έσκασε απ’ το πάχος και έχασε κι αυγά και κότα μαζί!».

   Ανατρέχοντας στο παρελθόν, αισθάνομαι δέος και υπερηφάνεια που «σπούδασα» και εγώ με τη σειρά μου κοντά στους συγχωριανούς μου της εποχής εκείνης, άνδρες και γυναίκες. Άνθρωποι χωρίς τίτλους σπουδών, με ήθος και αξιοπρέπεια, που μοχθούσαν καθημερινά για «τον άρτον τον επιούσιον» και επινοούσαν μεθόδους και τεχνικές, για να αντιμετωπίσουν ανυπέρβλητα εμπόδια και δυσκολίες, στηριζόμενοι στο μυαλό, στα χέρια τους και στον ζήλο τους να δημιουργήσουν ένα καλύτερο αύριο για τους ίδιους, τα παιδιά τους και τον τόπο τους. Και, το σημαντικότερο, τον πλούτο των γνώσεων και των εμπειριών τους τον μοίραζαν απλόχερα, χωρίς να αποσκοπούν σε οικονομικό ή άλλο όφελος παρά μόνο στο γενικό καλό. Άλλωστε, γνώμονας των ανθρώπων αυτών ήταν η αλληλοϋποστήριξη, η ανιδιοτελής προσφορά και εν τέλει η «απροϋπόθετη αγάπη προς τον πλησίον».

 51-e1507548787919

(φωτο, αρχείο google)