“Κάθε πρωί, πρώτα θα δεις τον γείτονα και μετά τον ήλιο», λέει η λαϊκή ρήση. Από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, κάθε ξημέρωμα, η ίδια πάντα μαγευτική εικόνα από τη βορεινή πλευρά του πατρικού σπιτιού.
Κοιτώντας κατάματα, η «ουπανή» Βίγλα του χωριού μου με τα «βιοκλιματικά» στο παρελθόν μαντριά. Απέναντί της, τα Κελιά και στο βάθος η Σημαία, το επιβλητικό κωνικό ύψωμα. Στη βάση των Κελιών, η συρματαριά, το στενό μονοπάτι στην απότομη βραχώδη πλαγιά, η μοναδική προσηλιακή δίοδος από την Κοκκινόπετρα για τα Γκουτζιομητράθκα, «την πολιτεία» των χειμαδιών των Γκουτζιομητράδων. Στο τέλος της δεξιάς κίνησης του βλέμματος, εμφανίζονται μπροστά μου οι «γείτονες», το ιστορικό χωριό των Λαζαράδων. Στα παιδικά μου μάτια εκεί ήταν το ..τέλος του κόσμου. Η ματιά μου δεν μπορούσε να απλωθεί πιο μακριά.
Ένα θαύμα της φύσης το χωριό εκείνο. Πρώτα εκεί έβλεπα τις ακτίνες του ήλιου να ξεκινούν το ταξίδι τους το ξημέρωμα, αφού στο χωριό μου τις έκρυβε η Γκανατσιόλα, που ήταν εμπόδιο στην πορεία τους. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα απορούσα γιατί στο χωριό μου ο ήλιος βασίλευε τόσο νωρίς, ενώ στους γείτονες φεγγοβολούσε για αρκετή ώρα ακόμη. Στις επίμονες ερωτήσεις προς τους μεγαλύτερους, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. «Εκεί είναι άλλος …Θεός». Είχα βάλει στόχο μόλις μεγαλώσω να επισκεφθώ τους γείτονες, για να εξηγήσω δια ζώσης το μυστήριο. Ένα όμως απόγευμα Νοεμβρίου, ατενίζοντας συνεπαρμένος από το σπίτι μας την επιβλητική Βουνάσια, έλυσα τον γρίφο. Το βουνό ήταν η αιτία της «πρόωρης» δύσης του ηλίου στο πανέμορφο χωριό μου. Στα πανύψηλα έλατα στα Φουνκά κρυβόταν ο ήλιος. Έπρεπε να περιμένω τα τέλη Γενάρη, για να κατέβει ο ήλιος και να κρυφτεί πίσω από την Παλιουριά, δύοντας συνάμα σε Ελάτη και Λαζαράδες. Από εκείνο το απόγευμα ήξερα το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το χωριό μου θα έβλεπε τον ήλιο λίγες ώρες μόνο όπως η… Φιλανδία.
Ηλιόλουστος πεδινός τόπος, πραγματικά ευήλιος και ευάερος οι Λαζαράδες… Το λιώσιμο του χιονιού πάντα ξεκινούσε πρώτα από εκεί. Αντίθετα, τα ανεμοσούρια του χωριού μου έλιωναν, μόνο όταν γυρνούσε ο καιρός μπουνάτσα και θερμές αέριες μάζες έφθαναν από τη Σαχάρα. Το καλοκαίρι από τον ζάμπουρα και τα νταβάνια τα κοπάδια μας σταλνούσαν από τις δέκα το πρωί, ενώ εκεί έβοσκαν μέχρι το μεσημέρι εξ αιτίας της αρχότης. Τους ζήλευα τους τυχερούς μου γείτονες που ο …άλλος Θεός τούς ευνόησε τόσο πολύ. Προφανώς και εκείνοι μας καλοτύχιζαν ατενίζοντας το ελατοσκέπαστο βουνό μας, αλλά και τις καταπράσινες ρεματιές του με την ποικιλία της βλάστησης.
Τις πρώτες λαμπρές σελίδες της ιστορίας των Λαζαράδων τις έμαθα από την αγράμματη αλλά όχι ανιστόρητη γιαγιά μου Ελευθερία. «Ιγώ, πιδούλιμ καλό, γράμματα δεν ξέρου, γινίθκα του ’12 μι τουν πόλιμου. Στς Λαζαράδις, απ’ ό,τα μολογούσι η μάνα μ, χτυπήθκε, Αη Δημήτρη μήνα, ου στρατός μας με τς Τούρκ. Οι Έλληνις νίκσαν κι ήρθι η λεφτιριά. Γι’ αυτό ιμένα κι τν Ζήκινα, που γινήθκαμι εκείνις τς μέρις, μας έβγαλαν του όνουμα αυτό, γιατί ήρθαμι μαζί μι τν λεφτιριά.». Άλλος ένας λόγος, όταν πήγα σχολείο, να ζηλεύω τους Λαζαριώτες μαθητές. Στο χωριό μας ούτε σπουδαία μάχη έγινε, για να γραφτεί το όνομα του στην πρόσοψη του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, ούτε γιορτή κάναμε, για να γλυτώσουμε το μάθημα…
Επτάχρονος, βρέθηκα μαζί με τον πατέρα μου για πρώτη φορά στη γραφικότατη κοιλάδα με τα ψηλά δέντρα και την πυκνή βλάστηση και αντίκρισα «το ποτάμι»! Έτσι λέγαμε στο χωριό μου τον Αλιάκμονα. Ήταν καλοκαίρι και φορούσα, θυμάμαι, κοντό παντελονάκι και σαντάλια, τα οποία, όπως ήταν φυσικό, δε με προστάτεψαν από τον βαθύ πόνο που μου προξένησαν οι βατσινιές , τα παλιούρια, τ’ ασπράγκαθα και οι παλαμονίδες. Την τραυματική εμπειρία, ωστόσο, γιάτρεψε μια νέα ιστορική ανακάλυψη. Περιδιαβαίνοντας, βρέθηκα μπροστά σε πέτρινα θεμέλια. Ο ξεναγός πατέρας μου μού εξήγησε ότι αυτά ήταν τα απομεινάρια από καλύβες στις οποίες έμεναν άνθρωποι και ζώα που καλλιεργούσαν το μετόχι αυτό, τη Λογγά, πριν οι Ελατιώτες πρόγονοι μας το αγοράσουν από το Μοναστήρι. Οι σκεπές τους είχαν γκρεμιστεί από τον στρατό, για να γίνει με τα ξύλα η γέφυρα στον Πόρο, από την οποία πέρασε ο νικηφόρος στρατός μετά την μάχη των Λαζαράδων με κατεύθυνση προς την Κοζάνη. Αμέσως το εθνικό μου φρόνημα τονώθηκε και ένιωσα περήφανος που κάτι πρόσφερε και το χωριό μου στον απελευθερωτικό αγώνα της Μακεδονίας και θα έμενε η Λογγά και ο Πόρος στην ιστορία.
Στη Λογγά είχα και την πρώτη γνωριμία με Λαζαριώτες λόγω των κτηνοτροφικών μου «ασχολιών» ήδη από την παιδική μου ηλικία. Η αγάπη μου για τη φύση και τα ζώα ήταν τέτοια που σχεδόν ικέτευα τον πατέρα μου να με παίρνει μαζί του, ιδίως τα καλοκαίρια. Έτσι από τέλη Ιουνίου γυρνούσα Σεπτέμβρη στο χωριό για το σχολείο, καμαρώνοντας για τις εμπειρίες και τις γνωριμίες με ανθρώπους πέρα… από το χωριό μου. Αναφέρομαι κυρίως σε κτηνοτρόφους που κατέβαζαν τα κοπάδια τους να ξεδιψάσουν στο ποτάμι. Όταν πρωταντίκρισα δυο απ’ αυτούς, δεν ήξερα αν έβλεπα μπροστά μου τον Κολοκοτρώνη ή τον φουστανελοφόρο άγιο που ’βλεπα στον αριστερό τοίχο της «τρανής» εκκλησιάς του χωριού. Πρώτη φορά έβλεπα βοσκούς με φουστανέλες! Ο πατέρας με προσγείωσε στην πραγματικότητα.
«Αυτοί που βλεπς είνι μια ζουή τζουμπαναρέ, γδάρδις πιο πουλύ. Είνι μιγάλου σνάφ κι τς λεν Γκουτζιομητράδις. Η κλήρα τς κρατάει απ’ του Μόκρου. Ιπιδί όμους πήραν αφτόν τουν τόπου για χειμαδιό στα κουπάδια τς, ήρθαν κι έφκιασαν σπίτια κι στ Λαζαράδις. Τα πουλλά μαντριά που βλέπουμι κατάματα απ’ του χουριό μας είνι θκατς, γι’ αφτό κι του μέρους αυτό του λέμι «στα Γκουτζιουμητράθκα». Είνι αναμιταξύ τς αδέρφια, ου Γκουντούλας, ου Λιατσιουγιώρς κι έχν κι άλλουν αδιρφό, τουν Λιατσιουγιάν. Έφκιασαν ικί τα μαντριά, γιατί είνι προυσηλιακός ου τόπος κι σκώνητι αγλήγουρα του χιόν απ’ τα πουρνάρια κι τα κέδρα. Ιδώ ξιχιμάζν τα γίδια, κανούτα τα πλιότιρα, απ’ τς Αγιουκατιρίντς μέχρι τν άνοιξ που σώνιτι του ξυφύλ κι τσιτών οι ζέστις. Του καλουκέρ τα πηγέν στου κλαδί, πρώτα σι μέρους που του λεν «Παλημάνα», απού εικί που ξικινάει ου λάκους τ Καλουέρ. Μιτά , αλλάζν πάλι γρέκ, όπους κι ’μεις μι τα γιλάδια, κι τα παέν στ Τσίκρα, στ Ράχ τ Ζήκου κι κατάματα στουν Κόκκινου τουν Νόχτου. Μέχρι να χαλάσ του κλαδί φτάν μέχρι όλις τα ράχις κι στα τσκάρια, στν Ημιρουγκουρτσιά, στν Μπατσά κι στουν Θιλόλακα. Στρούγγις φτιάχν χαμπλά στου λάκκου στα Παπακουστάθκα, που λέμι ιμείς κι αυτοί του λεν «Σμίξ. Του χινόπουρο που θα πάμι τα γιλάδια στου κλαδόι θα τς ανταμώσουμι πάλι.
- Φέτους γιατί δεν τα ’φυγαν ακόμα για του κλαδί, ρώτησα με απορία.
-- Τα γαλάρια τα σήκουσαν απ’ ιδώ τα πιδιά, οι γνέκις κι τα αγγόνια. Αυτοί που βλέπουμι είνι οι τρανοί που βουσκούν τα κατσίκια, για να απουκουπούν, κι τα τραϊά χώρια απ’ τς γίδις. Σι κάμπουσου κιρό θα τα μασν απού ’δω, για να τα σμίξν μι τα γαλάρια.
Σε λίγο τους ανταμώσαμε. Μετά τη γνωριμία μας κι ενώ εγώ περιεργαζόμουν τα σιγκούνια τους, με ρώτησε ο ένας τους. «Ξέρς, ψυχουγιέ, που είνι η ανάβρα να πιταχτείς να μας φέρς κρύου νιρό στα φτσέλις;». Η λέξη «ανάβρα», «του μπγιάδ», που λέμε στο χωριό μου, ήταν η πρώτη… ξένη λέξη που έμαθα από εκείνους. Με τα χρόνια πλούτισα το λεξιλόγιό μου και με άλλους «διεθνείς» ποιμενικούς ιδιωματισμούς Λαζαράδων και Λιβαδερού: Αλαταριά, μαντρινιά, αγρέκ, μασγγάλια, γκιούμια, βιρός, ζγκούλα, σκφούνια, κασούλα, κατούνια, μαλλιότου, μπραγάτσα, και βέβαια η μοναδική στα λεξικά ντοπιολαλιάς τους λέξη «γιαστραμένους» και κυρίως η προστακτική «γιαστράψ» που τουλάχιστον εγώ, παρά τα εντατικά μαθήματα… ορθοφωνίας που πήρα, αδυνατώ να την προφέρω σωστά.
Μαθητής πλέον της τρίτης δημοτικού, είχα την πρώτη συνάντηση και «υψηλή» γνωριμία με τους μαθητές του δημοτικού σχολείου των Λαζαράδων. Τα προηγούμενα χρόνια, ως γνήσιοι βουνίσιοι, ετήσια ημερήσια εκδρομή πηγαίναμε στον φυσικό μας χώρο, στο βουνό και συγκεκριμένα στη «Λιμνιώτικη Βρύση». Από εκείνη τη χρονιά όμως επικράτησε να γίνεται τέλη Μαΐου κοινή ημερήσια εκδρομή των σχολείων Ελάτης και Λαζαράδων στο πλατανοσκέπαστο ρέμα της Ποταμιάς. Ήταν η ημέρα αυτή από τις πλέον χαρούμενες της πολύπαθης σχολικής ζωής, καθώς ήταν η μοναδική ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τον «έξω» κόσμο, γνωρίζοντας παιδιά και δασκάλους από το γειτονικό ιστορικό χωριό.
Την ίδια χρονιά, καλοκαίρι του 1970, τα ζώα μας σταλνούσαν (μεσημεριανή ξεκούραση) στο ρέμα του Καλόγηρου, στο σημείο που ενώνεται με τον «Λάκκο της Σκάλας», φυσικά όρια και τα δύο με τους Λαζαράδες. Εκμεταλλευόμενοι την απουσία του πατέρα μας, αποφασίσαμε με τον μεγάλο μου αδερφό μου, τον Γιώργο, να «επισκεφτούμε» τους γείτονες… Σκεφτήκαμε να βγάλουμε τα ζώα για βοσκή έξω από τα σύνορα του χωριού, κινώντας τα προς τις Βαμβακιές, χορτολιβαδική έκταση τότε, πλούσια σε στριβάδια, αγαπημένη τροφή των αγελάδων. Εκεί θα αφήναμε τα ζώα κι εμείς θα τραβούσαμε, για να δούμε επιτέλους από κοντά τους Λαζαράδες.
Ενώ τα ζώα αγαλλιασμένα, ευφραίνονταν-όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο μπαρμπα-Γιώργος Σαμαράς καταβροχθί-ζοντας τα στριβάδια, ανηφορίσαμε κατά το χωριό γεμάτοι αγωνία, αφού γνωρίζαμε πως ήμασταν σε… ξένα χωρικά ύδατα! Η αγωνία μας έγινε φόβος, όταν συναντηθήκαμε με έναν άγνωστο ηλικιωμένο άνδρα-ποτέ δεν έμαθα το όνομά του- ο οποίος κρατούσε από το καπίστρι τα δυο μουλάρια του. Ακολούθησε ανάκριση.
- Τι τα θέλτι ιδώ τα γιλάδια; Δεν ξέρτι ότι του μέρους ιτούτου είνι Λαζαριώτκου;
-Μας ..έφυγαν, γιατί απουκιμήθκαμι, δικαιολογήθηκε ο αδερφός μου.
-Σι ποιον τα λέτι αυτά, βρε λουρίδια; ανταπάντησε χαμογελώντας.
«Παλπανούλια μας λέν, όχι λουρίδια!», πετάχτηκα εγώ σαν δικηγόρος αγράμματος.
-Ξέρου τίνους ίστι. Κι τουν πατέρα σας γνουρίζου κι τον μπαρμπα σας τουν Βασίλ, που αγουράζ αρνιά κι κατσίκια για καναράδις. «Λουρίδια» σας πιργιλούμι ισας τς Λουζιανίτες, ιπιδίς οι παππούδες σας τα παλιά τα χρόνια κρέμασαν έναν καλόγιρου με λουριά από το πλατάν ιδώ ουπχάτ στουν λάκκου κι γι’ αυτό του λέτι «στουν Λάκκου τ καλουέρ». Κι σας έδουσε ουργή να μην προυκόψτι!
Τον κοιτάζαμε με τα μάτια ορθάνοιχτα, σα να βλέπαμε το δράμα να εκτυλίσσεται μπροστά μας, καθώς πρώτη φορά ακούγαμε τη θλιβερή αυτή ιστορία!
Ο άγνωστος συνέχισε τον δρόμο του κι εμείς τη δική μας πορεία. Τρέχοντας φτάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού, μα δεν προχωρήσαμε πιο πέρα, καθώς ξέραμε καλά πως ήμασταν «παράνομοι» κι εμείς και τα ζώα μας. Σφεντόνα, επιστρέψαμε στις Βαμβακιές. Αυτή ήταν η πρώτη αλλά όχι τελευταία γνωριμία με τους Λαζαράδες. Από τότε πολλές φορές περάσαμε τη… μεθόριο, χωρίς ποτέ κανείς να μας μαλώσει. Ακόμα και οι αγροφύλακες των Λαζαράδων έδειχναν κατανόηση και ανοχή, αναγνωρίζοντας ότι οι συνεχείς «παραβιάσεις» δεν αποσκοπούσαν στην… κατάληψη των εδαφών τους αλλά στην εξασφάλιση της βόσκησης των ζώων και εν τέλει στη δική μας επιβίωση.
Καθώς μεγάλωνα, οι συναντήσεις μου με Λαζαριώτες πλήθυναν. Οι περισσότερες γίνονταν στη Χούνη, το άλλο φυσικό όριο με τους αγαπημένους μας γείτονες. Το απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς φαράγγι, μάρτυρας προαιώνιων γεωλογικών μεταβολών, άφηνε άφωνο και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη με τις συνεχείς εναλλαγές του τοπίου, πριν πέσει και αυτό θύμα… της ανάπτυξης. Απότομες πλαγιές με πουρνάρια, γαβριά, θραψιά, σφυντάνια, παλιούρια και αναρίθμητες κρανιές από τις οποίες οι άντρες έκοβαν κλουτσόξυλα, τα παιδιά φούρκες για τις σφεντόνες, ενώ οι γυναίκες, στο τέλος του καλοκαιριού, μάζευαν τον καρπό για να φτιάξουν το τοπικό μας λικέρ, το «κρανάτο». Στο κούφωμα του πανύψηλου επιβλητικού βράχου, δίπλα στην πηγή της Στέρνας, καταφεύγαμε, για να προφυλαχθούμε από βροχές και κρύα τις παγωμένες μέρες του χειμώνα. Λίγα μέτρα πορείας και το φαράγγι πλαταίνει, σα να ανοίγει την αγκαλιά του. Τώρα πια δεν υπάρχουν όμως τα ημεράδια, οι τρεις θεόρατες αιωνόβιες βελανιδιές με τους χοντρούς κορμούς, που μάταια προσπαθούσαμε να αγκαλιάσουμε με τα παιδικά μας χέρια! Η αγκαλιά του φαραγγιού κλείνει σφιχτά και οδηγεί σε πέρασμα στενό σαν τις Συμπληγάδες πέτρες, που μοσχοβολούσε από τα αυτοφυή αρωματικά φυτά. Στα δεξιά, τα μετέωρα βράχια που οι μόνοι επισκέπτες τους είναι τα πουλιά και τα όρνια. Στα αριστερά, όμως, βρίσκαμε τα μονοπάτια, για να ανέβουμε στα «μπαλκόνια» του φαραγγιού, τα περίφημα «ανώια», από τα οποία κρέμονταν πανέμορφα λουλούδια αυτοφυή σαν φυσικές ζαρντινιέρες. Από εκεί θαυμάζαμε τον Καλλίστρατο με τον Άγιο Νικάνορα, τον Αλιάκμονα και την κοιλάδα της Λογγάς που απλώνονταν στα πόδια μας.
Τις ομορφιές και τον φυσικό πλούτο της Χούνης μοιραζόμασταν ειρηνικά με τους γείτονες μας κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους, ξυλοκόπους, ακόμη και απλούς περιηγητές και λάτρεις της φύσης. Έτσι ήρθε η στιγμή να γνωρίσω εκεί και τη νεότερη γενιά των Γκουτζιομητράδων, τον μπαρμπα-Νάτσιου και τον μπαρμπα-Αντρέα, με τους οποίους, παρά τη διαφορά ηλικίας, είχα ένα ιδιαίτερο δέσιμο συνεχίζοντας επάξια την πατρογονική μας φιλία. Ίσως γιατί σ’ αυτούς έβλεπα τους παππούδες μου-που δυστυχώς δεν πρόλαβα να γνωρίσω καλά- ή επειδή αυτοί ήταν οι κηδεμόνες και καθοδηγητές μου στην αντιμετώπιση των «ποιμενικών δυσκολιών». Την ίδια αγάπη και φιλία είχα και έχω με τα παιδιά τους, τον Νικόλα και τον Γιάννη αντίστοιχα.
Ο Νικόλας, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός μου, μοναδικός τώρα εν ενεργεία κτηνοτρόφος της «δυναστείας» των παλιών Γκουτζιουμητράδων, με εντυπωσίαζε για το ανεμοδαρμένο και ηλιοκαμένο πρόσωπο του, απόδειξη της διαρκούς πάλης του με τα στοιχεία της φύσης, και τα μονίμως πρησμένα από το άρμεγμα χέρια του. Απέδιδε τέλεια τις λέξεις «γιαστραμένους» και «γιαστράψ», όπως ο Γάλλος της Σορβόνης το «Bοnjour». Ο Γιάννης, «αναπληρωτής γδάρς» καθότι μαθητής Γυμνασίου, ξεχώριζε για το υπερβολικό για την ηλικία του ύψος και τη σωματική του διάπλαση. Έτσι, στα μάτια ενός «μικρού το δέμας», αψόμουτου και νεαρότερου όπως εγώ, έπαιρνε διαστάσεις γίγαντα. Φυσικά η σωματοδομή- πέραν του κληρονομικού DNA-ήταν αποτέλεσμα της διατροφής του με αγνά οικιακά γαλακτοκομικά προϊόντα, υψηλής διατροφικής αξίας, πλήρη λιπαρών, λακτόζης και φυσικών προβιοτικών από ζώα «αγρίας» φυλής και ελευθέρας βοσκής σε πλούσιο παρθένο ξυφύλι!
Ο συνεπώνυμος του Βασίλης, επίσης μαθητής γυμνασίου, με εντυπωσίαζε, καθώς είχε απαρνηθεί την «άγρια» τοπική διάλεκτο και προφορά και είχε υιοθετήσει έναν πιο «πρωτευουσιάνικο» τρόπο ομιλίας που ταίριαζε στον ήπιο και μειλίχιο χαρακτήρα του. Με τον Βασίλη και τον Γιάννη είχα συχνά συζητήσεις για τις γυμνασιακές τους σπουδές και τις «ανέσεις» της γυμνασιακής τους ζωής. Τον αδερφό του Βασίλη, τον Κώστα, γνωστό δρομέα, ορειβάτη και μαραθωνοδρόμο, δε θυμάμαι να τον συναντούσα στη Χούνη. Προφανώς, εκμεταλλευόμενος τις σχολικές διακοπές, έκανε σκληρή προπόνηση στο ταρτάν του Ο.Α.Κ.Λαζαράδων αξιοποιώντας το ταλέντο του και την έφεση στον αθλητισμό και στα extremesports… Φαντάζομαι ότι στο ίδιο αθλητικό κέντρο έκανε σκληρή προετοιμασία και ο αγαπητός μου αστέρας του ποδοσφαίρου Αντώνης Καραδήμος, ο οποίος στα ένδοξα ντέρμπυ της Ποταμιάς τρίπλαρε, σκόραρε και πανηγύριζε σαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο, μολονότι τα πόδια του ήταν γεμάτα φουλτακίδες, καθώς παίζαμε ξυπόλυτοι σε φυσικό χλοοτάπητα, στα τσουκνίδια, για να μη χαλάσουμε τα πανάκριβα αθλητικά μας παπούτσια!
Στην περαιτέρω ενδυνάμωση της φιλίας μου με τους περισσότερους απ’ τους γείτονες μου βοήθησε η εισαγωγή μου στο Εξατάξιο Γυμνάσιο Σερβίων και η κοινή χρήση του λεωφορείου της γραμμής Ελάτη-Λαζαράδες-Σέρβια. Εγώ και οι συγχωριανοί μου ως… καλοί μαθητές και νέοι με αγωγή ταξιδεύαμε πάντα σε «θέσεις ορθίων». Στο μικρό λεωφορείο της γραμμής, ακόμα και αν βρίσκαμε θέση στην αφετηρία, ανεβαίνοντας οι Λαζαριώτες πασών των ηλικιών από τις στάσεις εκατέρωθεν του δρόμου, από το κεντρικό καφενείο του Ζυγογιώργου ή τον νάρθηκα του κεντρικού ναού, στον οποίο κατέφευγαν για να προφυλαχτούν από τις καιρικές συνθήκες, προθύμως τους παραχωρούσαμε τη θέση μας. Ακόμα κι αν το ξεχνούσαμε, μας το υπενθύμιζαν οι καλοκάγαθες γειτόνισσες. «Σκουθίτι, ρα πιδούλια! Είνι ασεβασία να κάθιστι κι οι τρανύτεροι να στέκουντι ουλόρθ. Απ’ τς χαραϊές εφκιασάμι χίλια χουσμέτια κι αποστασάμι. Ισείς θα ξιπουστάστι στα Σέρβια μιτά του σκουλιό. Ιμάς οι μάνις μας μάς έμαθαν να σεβουμέστε τον τρανύτερου. Μουλουγούσαν πως όταν κάθουνταν στν γειτουνιά, σκώνουνταν απού καταής όταν γύρζαν τα βόδια απ’ του χουράφ, γιατί απ’ αυτά ζούσαν ».
Ο συνωστισμός εκείνος ήταν ανοιχτό πανεπιστήμιο. Στο.. άνετο ταξίδι οι μεγαλύτεροι ενημερώνονταν για γνωστούς και φίλους, διηγούνταν ιστορίες από τα παλιά και μεγάλωναν τον κύκλο των γνωριμιών τους με τη γνωστή ερώτηση. «Τίνους είσι, ρα πιδάκι μ;». Οι γυναίκες έκαναν σχόλια επί παντός θέματος επικαιρότητας και μόδας, ανταλλάσσοντας συνταγές μαγειρικής και σχέδια αργαλειού, πλεξίματος και κεντήματος Οι νέοι και νέες προσπαθούσαν μέσω οπτικών μηνυμάτων να βολιδοσκοπήσουν προθέσεις και διαθέσεις. Και εμείς τα γυμνασιόπαιδα αγωνιούσαμε αν θα φτάσει το λεωφορείο έγκαιρα στα Σέρβια, πριν την έναρξη του σχολικού ωραρίου, και ποιον θα τσιμπήσει ο καθηγητής για εξέταση βάσει του καταλόγου. Τον χειμώνα πάντα αργοπορούσαμε. Έπρεπε να προμηθευτούμε το «χαρτί εισόδου» από τον Γυμνασιάρχη, αφού ο απουσιολόγος δε μας επέτρεπε την είσοδο στην αίθουσα.
Στην ωριαία και πλέον αλλά και συχνά περιπετειώδη διαδρομή γνωρίστηκα με σχεδόν όλους τους γείτονες και ιδιαίτερα την πολυπληθή μαθητιώσα νεολαία τους. Στο οικοτροφείο έμενα στον ίδιο θάλαμο με τους συνομήλικους Γιώργο Μπισιρίτσα και Λάζαρο Γκουτζιομήτρο. Ο Γιώργος έγινε συνιδρυτής με τον αδερφό του της πασίγνωστης σύγχρονης μονάδας παραγωγής και τυποποίησης προϊόντων κρέατος, ενώ ο Λάζαρος δραστηριοποιείται επιτυχώς στις διεθνείς οδικές μεταφορές. Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών και μαθητριών των Λαζαράδων δεν ήταν οικότροφοι. Προφανώς προτιμούσαν την… άνετη ζωή σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, από την ομαδική «σπαρτιατική ζωή» του Οικοτροφείου.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ ιδιαίτερα στη γνωριμία και τη στενή φιλία μου με την Κατερίνα Λιάκου, τον αδερφό της τον Δημητράκη, όπως τον έλεγε η μητέρα του, και τον σύζυγό της και γνωστό σεφ Φώτη Παπαχαρισίου, καθώς μας δένουν όχι μόνο οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία αλλά και οι χαρές και δυσκολίες της ενήλικης ζωής. Για τη φιλία μου με τον Φώτη και την Κατερίνα πρέπει να γράψω βιβλίο ολόκληρο! Ξέρω πάντως ότι ο καλύτερος μου φίλος δεν είναι Λαζαριώτης αλλά «γαμπρός των Λαζαράδων»… Ο Δημητράκης από τα γυμνασιακά μας χρόνια, αν και παιδί αγροτών, με το παρουσιαστικό του και τον άψογο τρόπο ενδυμασίας του θύμιζε μαθητή αμερικάνικου κολλεγίου που καμιά σχέση δεν είχε με εμένα το αγροτόπαιδο. Όταν ενήλικος πια περνούσα, πάντα βιαστικός από το χωριό, για να δω τους γονείς του και να φάω το καθιερωμένο σοκολατάκι noisetta και στη συνέχεια τσίπουρο με στραγάλια, πάντα είχα τον ίδιο διάλογο με τους αγαπημένους μου γονείς τους.
-Κάτσε, Κωστάκη να φάμε! Πάλι βιάζεσαι; Να στο βάλω μαζί σου!
-Ευχαριστώ, κυρά Γιάννω! Αρκετά φαγητά, έφαγα από τον γαμπρό σου στα μαγαζιά που δουλεύουμε μαζί! Μη λέει ότι του έφαγα και την προίκα! Δώσε μου τα πράγματα που έχεις για τα παιδιά να φύγω.
-Κωστάκη, οι δουλειές δεν τελειώνουν καμιά φορά. Κάτσε λιγάκι. Δε θα σε φύγει το τρένο. Δικό σου αμάξι έχεις! έλεγε ο
κυρ Πέτρος με παράπονο.
Όταν η κυρά Γιάννω έφερνε τα πράγματα, την πείραζα για τον Δημητράκη.
-Πάλι τα καλύτερα και τα περισσότερα για τον Δημητράκη τα έβαλες!
- Όπως η μάνα σου, έτσι κι εγώ δεν ξεχωρίζω κανένα παιδί! Δε θα κάτσω να μετρώ τα κεράσια ένα ένα! Μη βάζεις μουζαβιρλίκια στα παιδιά!
- Για τον Δημητράκη θα τα πάρω. Τ’ άλλα να ‘ρθει ο γαμπρός σου να τα πάρει! Ας κάψει και λίγη βενζίνα! Μόνο το δικό του το αμάξι καίει βενζίνα; Το δικό μου καίει νερό απ’ τον λάκκο; Άσε που με κοροϊδεύει ότι τα χέρια μου είναι μόνο να φτιάχνω στρούγγες και παχνιά.!!
Αν και βιαστικός και με τις δουλειές και τις ευθύνες να με κυνηγούν, ξέκλεβα χρόνο να σταματήσω στο… κεντρικό καφενείου του Ζυγομήτρου, για να χαιρετήσω τους απόμαχους πλέον συναδέλφους μου αγροτοκτηνοτρόφους. Στο καφενείο συναντούσα και τον μπαρμπα-Γιώργο Ευαγγελόπουλο, με τον οποίο χρηματίσαμε το καλοκαίρι του ’83 «βιομηχανικοί εργάτες» στη Λογγά και πιο συγκεκριμένα «βοηθοί γεωτρυπανιστού» της ΔΕΗ! Άλλωστε το καφενείο ήταν δεμένο και με μια σημαδιακή μέρα της ζωής μου. Εκεί βρισκόμουν μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη, όταν πληροφορήθηκα την εισαγωγή μου στη νοσηλευτική σχολή του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης (Έχω βεβαρημένο παρελθόν…).
Xειμώνας του 2014… Βρίσκομαι στα Γκουτζιομητράθκα ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια. Η Χούνη αγνώριστη, λεηλατημένη και χαρακωμένη από τα μηχανήματα, όντως «φαράγγι της σιωπής». Στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα και πολύβουη «μαντροπολιτεία» των Γκουτζιομητράδων επικρατεί παγερή νεκρική σιγή. Στα παλικόπρια, μοναδικό μάρτυρα που αντιστέκεται στον χρόνο, υπάρχουν αθέριστα φουκάλια, αφού ούτε ζώα υπάρχουν να τα καταναλώσουν ούτε γυναίκες να τα μαζέψουν. Ακόμα και τα πουλιά δεν κελαηδούν. Η εύφορη κοιλάδα της Λογγάς έγινε τεχνητή λίμνη «πνίγοντας» τα πάντα, χωράφια, βοσκούς, κοπάδια, σκυλιά, του μπγιάδ, το ψηλό πλατάνι που είχε στάλο ο Δουλουνάτσιος, την πεζογέφυρα και ό,τι λέμε χλωρίδα και πανίδα. Έπνιξε και τον νόχτο της Βουργάρας με το πολύτιμο κοκκινόχωμα με το οποίο οι γυναίκες άλειβαν τα δάπεδα στα μαντζάτα για καλύτερη μόνωση χειμώνα-καλοκαίρι. Στην αντίπερα όχθη «πνίγηκε» ο κόκκινος νόχτος, η πετρόκτιστη βρύση στους λαχανόκηπους του μοναστηριού, η λιμνούλα με τις αγριόπαπιες, όπως και τα πλατάνια που ξεκουράζονταν οι βοσκοί με τα βακούφκα ρούσσα γίδια, τα λάγια πρόβατα και τα μιλτσά γελάδια. Έπνιξε ακόμη και τον φοβερό Αλιάκμονα που εξ αιτίας του φεύγαμε κρυφά καταμεσήμερο από το χωριό, για να κάνουμε τα μπάνια μας αψηφώντας τις τιμωρίες από τους γονείς με «κρέμασμα ανάποδα» και «κάπνισμα με λόζιο». Δε με χωράει αυτός ο τόπος πια! Φεύγω γρήγορα σαν κυνηγημένος, με πόνο καρδιάς από τη ερήμωση και τις αλλαγές που έφερε η… ανάπτυξη και πρόοδος. Ψιθύρισα, όπως ο βραβευμένος με Νόμπελ ποιητής μας, «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». Λογγά, πια δεν υπάρχει!
Τώρα που γράφω αυτό το κείμενο θυμάμαι το θέμα της έκθεσης τη δεύτερη χρονιά που έδωσα ξανά Πανελλήνιες, προκειμένου να πετύχω τον στόχο μου, να εισαχθώ στη Θεολογική σχολή. Αναφερόταν «στις στέγες των σπιτιών των ανθρώπων που ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη όσο είναι σήμερα.» Αναλογίζομαι λοιπόν, πως στην παιδική μου σκέψη οι Λαζαράδες φαίνονταν ένας τόπος μακρινός και απροσέγγιστος. Πράγματι, τότε δεν είχαμε αυτοκίνητο, δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για μακρινές… επισκέψεις και εκδρομές παρά μόνο με τα πόδια, δεν υπήρχε η τεχνολογία για εξ’ αποστάσεως επικοινωνία, δεν υπήρχε η ελευθερία που έχουν τα σημερινά παιδιά να επικοινωνούν μεταξύ τους με κάθε τρόπο. Κι όμως! Οι δυσκολίες αυτές δε στάθηκαν εμπόδιο για την ανάπτυξη σχέσεων ζωής με τους «αγαπημένους μου γείτονες» κάθε ηλικίας και φύλου. Αντίθετα αυτές οι δυσκολίες έπλασαν κοινές αναμνήσεις και βιώματα που αντέχουν στον χρόνο και επανέρχονται στην επιφάνεια με κάθε αφορμή και ευκαιρία. Μπορεί να χάθηκε η Λογγά, να τραυματίστηκε η Χούνη, να έφυγαν άνθρωποι από τη ζωή , αλλά αρκεί μία φωτογραφία, μία κουβέντα ή μία ανάρτηση στο Facebook, τη σύγχρονη «Χούνη» ή «Ποταμιά», και η φιλία, η αγάπη, η αλληλοεκτίμηση, οι κοινοί δεσμοί αναδύονται ζωντανοί και δυνατοί. Για τους λόγους αυτούς, το κείμενο είναι ένα «αντίδωρο» για την αγάπη σας και την ανοχή σας στις παραβιάσεις των εδαφών σας από εμένα τον «φρένταλου», όπως πολύ σωστά με αποκαλούσε ο Νικόλας του Νάτσιου…
Φωτογραφίες:
1. Κώστας Γκουτζιομήτρος
2. Giannhs Cerbia και Markos Tsiftsian