Καλουκιέρ 1974. Ιγώ είχα τιλιόσ τν Πρωτ Γυμνασίου, αλλά απόμινα μιταξιταστέους στα Μαθηματικά. Επριπι να του ξαναδώσου του Σιπτέμβριου, ειδάλους δε θα πιρνούσα την τάξ. Ιτότις μι ένα προυτέβον μάθημα κάτ απ’ τν βάση, ξαναπήγινις στν ίδια τάξ, «πάινις στουν τόπου», όπους ελιγάμι.
Ου κανονισμός προυέβλεπε «επανάληψη της τάξεως». Τώρα όλ οι μαθητές πιρνούν ακόμα κι αν έχν 300 απουσίις κι όλα τα μαθήματα κάτ απ’ του 10.Στου πανιπιστήμιου μπέντς κι μι κάτ απ του 5!!. Πάντα ήμασταν λαός των άκρων.
Στου μάθημα αυτό ήμαν πουλύ κουμπούρας κι αλάλτους. Απού του Δημουτικό τούχα χάρουν. Κάθι δειλνό μι του τιτράδιου τς αριθμητικής στν αμπασκάλ, πήγινα κουσέβουντας στου Γιάνν τς Αγλαϊτσας για να μι λύσ τα προυβλήματα κι τς ασκήσεις. Η θιά Αγλαίτσα,μι ρουτούσι. «Αρα Κουστάκ, λέν οτι τα πέρνς τα γράμματα. Σιαφτό του μάθημα γιατί δυσκουλέβισι;». Ιγώ έσκυβα του χλαπανάρ απού ντρουπή κι σήκουνα μούγκι τς ώμ χουρίς να ουμιλώ. «Πιδάκι μ καλό,μι καλόπιρνι ικίν, δέν χάλιβα να συ μαράνου, έλα έλα μέσα να διαβάστι, μούγκι μή κάντι κάνα ζαράλ. Μόλις τιλιώστι τα γραφούμινα να απουλίκτι κι τα μανάρια».
Πρίν ντρασκλίσου του παραστάθ, αρχινούσι τουν ιξάψαλμου ου Γιάντς. «Κρίμα που έχς μπάρμπα δάσκαλου! Στν αριθμητική δεν αβλακιάζ. Από τότις που μας έκανι μάθημα ου Μπασιάς στου Θιουτόκο, όταν ίχαμι αρθμητική σ΄έκουβι μαύρου ίδρουτου. Εφτασάμι στ Πέμπτη τάξη κι αντί να τιράς στουν πίνακα τί γράφ η Βικτουρία, τιράς απ’ τα παραθύρια στου στάβλου, πότι θα απουλίκν τα γιλάδια!!!!».« Θα μι βουηθής, τουν ρουτούσα ιγώ, αλλιώς να του σκαμαγκιάσου για τν βρυσούλα να μι τα λύσ ου Νίκους». «Σιγά ρα μην πας κι στ Σουφία απάν στου Νταμπούρ», απαντούσι ικίνους. Τέλους πάντους - να ίναι καλά ου χριστιανός - μι βουήθτσι πουλύ να ξικινήσου να αβλακιάζου κάπους μέχρι να σώσου του σκουλιό κι να γλιτώσ κι ικίνους απού ιμένα, «του κουλουβιζαχτάρ», όπους μι πιργιλούσι.
Στου Γυμνάσιου, είχα λυσάρ για τα μαθηματικά, όπους έλιγαν τν αριθμητική. Πάλι όμους δεν καταλάβινα γρί. Αντέγραφα τς λύσεις χουρίς να προυσπαθώ να νοώ τι λέν. Γιαφτό μια μέρα που μας τήρσι τα τιτράδια ου μαθηματικός ου Γκουλέτσος, είδι ότι έγραψα ουπχάτ απού μια άσκησ ό,τι έλιγε του λυσάρ κι έφριξε. Ου κιρατάς που έγραψι του λυσάρ, επειδίς η άσκησ ήταν πουλύ έφκουλ, συμπλήρουσι: «Η λύσις επαφίεται εις τον μαθητήν». Έτς ακριβώς του κουπάντσα κι ιγώ. Ου καθηγητής του διάβασι μπρουστά σι όλ κι οι συμμαθητές, καμιά τριανταπινταριά, όλοι γουμαριάηδις, ακόμα γιλούν μι του μύθου που άφσα. Ιτότις δεν ίχαν βγι οι νόμ που απαγουρέβν να στοχοποιούνται οι μαθητές, γιατί παθέν ψυχουλογικά.
Φόντας βγήκαν τ απουτιλέσματα τουν Ιούνιου, μ έφιρι τα μαντάτα ου πατέρας μ ψηλά στου Δισκατιώτκου τ αλών. «Απόμινις σι ένα μάθημα, πάλι καλά,» μι ίπι. «Τήρα να διαβάσ του καλουκέρ, γιατί, αν δεν πδήσ τ’ αυλάκ του Σιπτέμβριου, σι γλέπου τζιουμπάνου στου Μαναστήρ. Αλλιώς κάτσι ιδώ στου βουνό μι τουν Βαγγέλ να μαλώντι μι τα Ζιαβέλια για τα σύνουρα κι τν ποτίστρα. Τουν πήγαν, τουν ξαναπήγαν μι του Μπάλιου τ άλουγου στ Δισκάτα κι δεν προυλάβινι να φτάσ ου πατέρας τ στ Λιζέκα τα μαντριά, ου Βαγγέλτς του καμτσίκουνι να ξαναρθεί στου βουνό να βρεί τα πρόβατα». Ιγώ σικλιτίσκα λίγου, αλλά πιο πουλύ ζάρουσα σ’ έναν κέδρουν, σαν ματούλκου κταβούλ μπρουστά στουν παλιόσκλου, μη φάω καμιά σβιρκιά απού τουν πατέρα.
Ένα διλνό, κατιβένουντας απ’ του βουνό μι άμπλαξι μπρουστά στν Τρανή τη Βρύσ ου Αντώντς τς Κρουστάλλως. Είχα ακούσ ότι σπούδαζι γιατρός. Όπουτις πήγινα να ψουνίσου στου μαγαζί, τουν έβλιπα κι στ φωτογραφία μαθητή μι τ φουστανέλλα στν Δεσκάτα, όπους κι τα αδέρφια τ, τουν Τάκη μι την επίσημη στολή, αλλά κι τουν Τζιμούλ. Βέβια, τς θαύμαζα πουλύ, όπους κι όλα τα Γυμνασιόπιδα τς ιπουχής. Πέρασαν από τότε τόσα χρόνια οι ίδιες φουτογραφίες βρίσκονται στν ίδια θέση στου μαγαζί.
Ο Γιατρός κι ο Μοίραρχος -όπους τς φώναζι η μάνα μ-έρχουνταν κι στου σπίτι μας με τουν θιό μ τουν Λιξαντρή, τουν Τζίμου κι τουν Γιώργο τ' Μπαρμπατάκη κι τουν Βασίλ τσ Στιργιαννής Όπουτις τύχιναν Χριστούγιννα, ντραβάλιαζαν να τς ψής η μάνα μας καμιά λουκανίδα. «Είνι μαλακιές ακόμα, τς έλιγι ικίν, δεν ήρθαν τα Φώτα». Ου πατέρας σκώνουνταν κι μουρμούρζι. «Αϊντι, Χρυσούλου, πάλι τα θκάς τα σοϊα θα φαν πρώτα λουκανίδις Ιμάς θα μας απουμίν του φασιλόξυλου κι ου γουρνοτινικές...» κι αυτοί λιγώνουνταν στα γέλια.
Ετς, φόντας σταβρώθκαμι του καλουκαίρ, μι ρώτιξι ου γιατρός, φοιτητής ιτότις, πως τα πήγα στου Γυμνάσιου. Αφού έμαθι τα μαντάτα, μ είπι . «Θα μιλήσω με τους γονείς σου, να κάνουμε μερικά μαθήματα, για να περάσεις το Σεπτέμβριο». Ιμένα μι θιρόκουψι ακούγοντας αυτό. Ίπα μέσα μ. « Τί κακουστάβρουμα ήταν αφτοϊας του σημιρνό μι τουν γιατρό, πάλι μάθημα θα κάνου; Μι βλέπου να κάνου σαν του Λάμπρου του Μπέσα φόντας πήγινι στου σκουλιό». Οπους μι ίχι πει ου ίδιος ψηλά στ Τζιμπούκα του καρτέρ, όταν άκουγι τν καμπάνα για του σκουλιό καϊπόνουνταν στουν κούφαλο στουν πλάτανου τ Γκαραβιλουνάσιου, για να μην τουν βρει η μανα τ κι τουν παέν σβάρνα σαν τς γριντές στου δάσκαλου!!!! Για να κάνου τάχαμ τουν καλό απάντσα. «Κύριε Αντώνη, να πιράς τουλάχιστουν ου Αηλιάς κι μιτά να αρχινίσουμι» . «Θα έρχεσαι όμως κάθε μέρα, για να βγάλουμε την ύλη», ανταπάντησε εκείνος και εκαμάμι κι τόκα.
Γένουντας η επιστράτιψη,ίπα μαναχός μ. «Θάρουμ τώρας μι τν αναμπουμπούλα γλιτώσω να ξαναδώσου ιξιτάσις κι πιράσου ουδιέτς». Πώς λέει η παροιμία; «Εναν τουν καίγουνταν τα γένια κι άλλους κουτάλιβι να ανάψ του τζιμπούκ!!!».
Αρχίντσαν τα μαθήματα. Κάθι μισμέρ, έφυγνα απ’ του λάκου τ Καλουέρ,που σταλνούσαν τα γιλάδια, να έρθω πιρπατούντας στου χουριό, ινώ τ’ άλλα πιδιά, ου Κώστας κι Θύμνιους τ Λάζου, ου Σπύρους τ Κοϊα , ου Βασιλάξ τ Τσιόμαλ μι τουν Γιάν τουν Μπούντα - ινουίτι τς Θανάσους-, ου άλλους τς Μαριγούλας ίταν απού ιτότις παζαρίσιους, έκαναν μπάνιου τς μπουλντούκις, ψάριβαν στουμπίζουντας γαλατσίδις κι βρόμου ή κυνηγούσαν κουσιαβέ κι τζιρτζιάνια μι τς σφηντόνις. Πουλές μέρις έρχουνταν για μπουραζιλιό κι πιδιά απ’ τα σταλούδια στου Χατζηκώστα, τα Καβούρια αλλά κι τ Χράπα. Ικίνου που δεν χόρτιναν, ίταν να πέζν μπίλιες κι γκουγκουρέλια, αλλά μούγκι τς σαμάρις αφού ήταν φίλοι. Για να μι σπλινίσν κι να μι σκανιάσν, μέλιγαν. «Τήρα τι χουντρά γκουγκουρέλια εμασάμι κι τι λουμάδις αγορασάμι, κάτσι να πέξουμι!!!». Ιγώ μαρού-κλουτους μέσα στου καταμισίμερου ξικινούσα για του χουριό, για το φροντιστήριου στουν Αντών.
Στου σπίτ μι πιρίμινι άλλου μαρτύριου. Του λούσιμου. Η μάνα μ ελιγι να μην ίμι σγκούραβους κι ξιμπα-ρτζάλουτους, γιατί στου σπίτ που θα πήγινα δεν ξέρν απού ζουντανά κι θα μυρίζου απ’ τς κουπρές. Μια μέρα που έτυχι να μας ακούσ ου πατέρας, γκρίνιαξι. «Γιατί λούζιτι κάθι μέρα του πιδί; Σάματις θα παέν στν ικκλισιά ή θα αρραβουνιαστεί;». «Ισί ξέρς τα θκάς», απαντούσι η μάνα. «Ξέρς πως τόχ η Κρουστάλλου του σπίτ; Του γάλα να χθεί του μαζέφς πιντακάθαρου. Κι θα παέν του πιδί ανάλαγου να κουβαλίσ τίπουτας αμμούδια, κουλτσίδια, τσιουχλάνια κι αχώρια τίπουτα τσιμπούρια κι ψίλ;». Όντως της Κρουστάλλους του σπίτ ήταν εντυπωσιακό μέσα κι έξω. Τώρα κάθιτι σιαφτό ου Θύμνιους τς Αργύρους. Συνάμα ιτότις έχτιζαν κι του κινούργιου.
Ίνι αλήθεια ότις τς δυό πρώτις βδουμάδις πέρασα σαν τουν διάουλου μι τ θυμιάμα. Δεν θα ξιαστουχίσου στου ιώνα τουν άπαντα πόσου ζουρίσκα, να μπω στου πνεύμα στου διάβασμα. Αρχίντσα να σκέβουμι να τα παρατήσου, για να μην ταλιπουρώ τζάμπα κι τουν Αντών, αλλά δεν κουτούσα να του πω. Τί υπομονή έκανε ο Γιατρός, ακόμα απουρώ. «Κωστάκη, μ έλιγι, σιγά -σιγά θα πας καλύτερα. Εγώ θα σε βοηθήσω όσο χρεια-στεί.». Ιγώ ίδρουνα ξιίδρουνα κι έλιγα απού μέσα μ. «Θα σι βγουν απ τς μύτις οι λουκάνιδις που έφαγις στ μάνα μ, γιατρέ, μι μένα που έντισις. Αν ήταν άλλους θα μι πουλιμούσι όξου απ του παραθύρ.». Ικίνους πάλι είχε βρει μουραφέτ κι παγάλια-παγάλια πήρα μπρός. Ό,τι δεν έμαθα ουλάκιρη χρουνιά στα Σέρβια, μι τα δίδαξε -καλή του ώρα -ο γιατρός. Χουρίς υπιρβουλή ήταν καλύτιρους φρουντιστής κι απ’ τουν Πουκαμισά . Κι καλός φρουντιστής κι καλός δάσκαλος. Τώρα που μιγάλουσα, του κατάλαβα καλά. Έλυνα μαναχός μ τς ασκήσεις κι του σπουδιότιρο, μ’ έμαθι να σκέφτουμι. Μ’ έκανε να πιστέψου ότι μπουρώ να τα καταφέρω μαναχός μ . Δε χρειαζόμουν λυσάρ ν’ αντιγράφου λάθους κι να μι πιργελούν οι συμμαθητές μ…
Ευτυχώς, σι κάθι μάθημα έρχουνταν η θιά Κρουστάλλου να μι δώσ χάσμαλα απ’ του μαγαζί, για να ψυχουπιάσου, όπους έλιγι. Καραμέλις αστακός κι αγιλάδους, τσικουλάτις, ξιρλούκουμα κι μπισικότις χύμα. Δεν κουτούσα να τα φάω ικί, γιατί κι απού τον Αντώνη αντιριούμαν κι θυμούμαν κι τν μάνα μ που ολουένα μι ουρμήνιβι να προυσέχου να μη λιρώνου τα ξένα σπίτια κι τν ξυμιθιάσου. Η θιά μ’ έβλιπι μπλιουτάρ στουν ίδρουτα και έλιγι στον Αντώνη. «Πιδίμ καλό, μήπους του δυσκόλιψις παραπάν του πιδί κι τούρθι άτχα;».
« Όχι θειά, πιτάζουμαν ιγώ σαν σκαντζαλήθρα, μάλλον ιγώ τον ζορίζω.» Ικίν ουρμήνιβε. «Κάντι για λίγο πάψ κι μιτά ξικινάτι πάλι, γιαφτό τάπαν γράμματα τα ξιπατουμένα.». Κι για να ίνι σίγουρη ότι θα κάνουμι πάψ, ρουτούσι τον Αντώνη αν ήθελε καφέ ή κατ άλλου. «Όχι μάνα ,σ ευχαριστώ.», απαντούσε ήρεμα. Ιμένα με έκανι ιντύπουσ που τ μιλούσι καλουτρόπς. «Α ρε, έλιγα, άμα σπουδάζ μιλάς αλλιώς.». Όταν ζύγουνι η ώρα να σχολάσω η θιά φώναζι απ τν αυλή. «Αντώνη, απόλνατουν τώρα τουν Κουστάκ, έχ να παέν κι του φαί στα αδέρφια τ στα γιλάδια.».
Μόλις μ απουλνούσι, ιγώ κατέβινα τα σκαλοπάτια μι μια από πάν μέχρι κάτ. Απ’ του μπατζιό μέχρι τ Γούλα τη βρύσ έφτανα μι τρίς ντρασκλιές. Ικί έπιρνα ανάσα κι μουτσιαλνούσα καμιά καραμέλα. Φτάνουντας στου σπίτ έδιχνα στ μάνα μ τα προυσίφουρα που μ έδινι η θιά . Ικίν μουρμούρζι. «Τόβγαλις κι σήμιρα, Χρηστάκ, του διάφουρο!! Κράτα, φώναζι, κι για τ αδέρφια σ κι μι τα χλαπακιάζ όλα. Τάφαγι του κάμα όλ μέρα στου Τουρνίκ κι στν Καραβίδα.».
Μιά βδουμάδα προυτού τς ιξιτάσις, είπα στουν πατέρα. «Σκέφκα,αυτήν τν ιβδουμάδα να μην παένου στα γιλάδια, για να διαβάσου καλύτιρα.». Ικίνους γκούβρουσι κι μ είπι. «Ινιά μήνις στα Σέρβια, δεν σκέφκις να διαβάσ; Τώρα σ’ έπιασι ου πόνους; Ταχιά θα πάμι στ Αμμούδις να κουβαλήσουμι καλαμκιές απ’ τ Βασίλ τ Ντίνα του χουράφ κι μιτά βλέπουντας κι κάνουντας.!!».
Ήρθι η μέρα των εξιτάσων. Κι όπους κάνει ου Σιπτέμβριους κατ λιγουριάκις ζέστις, μέχρι να κατιβούμι στα Σέρβια, είχαν ανοιχτά όλα τα παραθύρια στου λιφουρίου. Απουτέλισμα, απ’ τουν κουρνιαχτό του χουματό-δρουμου γίνκαμι λες κι δουλιβάμι στα Νταμάρια. Η γκούσια μ χτυπούσε απ’ τν αγωνία. Βλέπτι έπριπι να μεξιτασν πρώτα προυφορικά κι ύστερας να γράψου. Σ’ ό,τι μι ρώτιξαν απάντσα πουλύ καλά. Ετς πήγι η καρδιάμ στ θέση τς. Αλλά κι στα γραπτά καλά τα πήγα.
Για να …γιουρτάσου τν ιπιτυχία μ πέρασα απ τουν Μπιλιάτ να ιδώ τα κυπρουκούδουνα κι απόλαψα κουρκουμπίνια στουν Μπουκουβάλα.!!! Του θυμάμι σαν τώρα. Η χαρά μ δεν πιριγράφιτι! Θα πήγινα στ Δευτέρα Γυμνάσιου μαζί μι τς φίλους μου, τουν Νικολάκη απ’ του χωριόμ, τουν Θύμιου απ’ τ Μιταξά κι όλα τα αλάνια του οικοτροφείου. Κι θα γύρναγα κι στου χωριό μι το κεφάλ ψηλά που δεν αντρόπιασα τουν φροντιστή μ που τόσο ιδρωκόπησε να μι βάλει την αριθμητκή στου κεφάλ. Γι’ αυτό του είμι κι ευγνώμων. Την ίδια ευγνωμοσύνη έχου και στον Δημήτρη τς Αγγιλάκινας,μι πτυχίο τ Παντείου τότε, που στην Τρίτη Γυμνασίου ανέλαβε να μι βοηθής να πιράσω πάλι τα μαθηματικά κι τν τάξ. Αν δεν ήταν εκείνοι, ίσως να μην είχα σπουδάσ, αφού εκτός απ’ τα γράμματα είχα μεράκι κι…. τα γελάδια.
(φωτο αρχείου, συλλογής Φ. Γκούμα)