Αγαπητέ ανηψιέ Χρήστο, αγαπητοί φίλοι και συνομήλικοι του,
Ξέρου πουλύ καλά τι τσιουνάκια ίστι όλα, αλλά σας αγαπώ ιπιδίς έχτι μυαλό ξουράφ κι, αν κι γινίθκιτι σι χουριό, δεν ίστι χουριατούλια, χαφταλέβριδς κι σβαρναριέ.
Ίστι όλα γραμμένα, ιβγινέστατα κι προυκουμένα παλληκάρια. Άσχιτα που κι ιγώ, όπους κι οι παπούδις σας, σας λέμι: «Απουρώ πώς θα φτιάξτι προυκουπή έτς που γκουρμπιτουμαθέτι». Κι ιμάς ιτότις οι τρανοί έτς μας έλιγαν, αλλά, δόξα τα βακούφια, κατ προκουψάμι.
Πάντα μι πιργιλούσιτι, ότις τηρούσα μούγκι τα καραγάτσια κι ήμαν ανέγρικους στν ουδήγηση κι τα σόσιαλ μίντια κι μη καταφρουνούσιτι πως σι όλου του χουριό μόνου ιγώ πίνου ακόμα νεσκαφέ, δεν έχου κάρτα να τραβώ παράδις απ τν τράπιζα κι γενικά ίμαν ικατό χρόνια πίσου. Έβγινα του καλουκέρ , στου μισιχώρ κι ίσασταν ισίς οι τζιάκδις, γριντουμέν τς καφιτιρίις σαν τα χιράδια στου βαρκό κι, αφού ίπνιτι φρέντα καπουτσίνα μι άσπρις, μάβρις κι καστανές ζάχαρις - πότι κυράμ αρχόντιψις - τζουφνιζέτι μιτά τσίπουρα με ή χουρίς γλυκάντζου κι παγάκια κι ιθιλνέτι μιζέ αξιουματικού. Ιγώ μι τς πατιράδις σας μσταγκουνιούμασταν μια μικρή μπύρα τρία άτουμα, όπους ιτότι που απού μια τσιγάρα τραβούσαμι δέκα πιδιά μαζί. Γιλούσατι που ιγώ κι οι γουνίδις σας κουβεντιαζάμι για τα ζουντανά κι τα χουράφια, αν έκουψαν γάλα τα κουπάδια, αν λιβακόθκαν τα γενήματα κι αν δέθκαν τα τριφύλλια. Ισίς ντυμένοι στου σίκ, συζητούσιτι για του πόσα κυβικά έχι του κάθι αμάξι στου χουριό, πόσα μπουριά, κι πόσα καρμπυρατέρια.
Κι πέρα απού τα ανήψια μ που μι σκάνιαζαν κι μι πιριγιλούσαν, σας έκανα γούστου που κι σις μι πιραζέτι, γιατί όλα ίστι μιγάλα σκαλστήρια. Προυτιμώ όμους, να με πιάσ του πριόν απ’ τν κουρδέλα τ Τσιτσόπουλ, παρά ισείς στου στόμα σας.
Σας καλουτίχζα ότι απέτχιτι καλά χρόνια ,ινώ ιγώ κι οι πατιράδις σας ίμασταν στ αρμάνια μαζί μι τα σφαχτά κάθι μέρα απού φόντς έκαναν πάψις τα σχουλία μέχρι να ματανίξν του χινόπουρο. Πιριμινάμι όλου του καλουκέρ μόνο καμιά Κυριακή ή τα Αηλιά να μην πάμι κουντά στα σφαχτά κι να πιούμι καμιά μπάκα - κόλα τρία πιδιά μαζί στου ζαχαρουπλαστίου τ Γριβουγιάν. Βέβια η πιο μιγάλ γιουρτή για ιμάς τα πιδιά ήταν όταν πιγινάμι στουν Αγινικάνουρα μι τα πουδάρια, για να γλυτώσουμι του τζιουμπανλίκ , να κάνουμι μπάνιου στου πουτάμ κι να φάμι φασουλάδα αλάδουτ κι όχ σουβλάκια, κιμπάπια κι άλλα… νηστήσιμα που χλαπακιαζέτι ισίς, μέχρι παραπρόπιρσ. Μιτά σας έρχουνταν άτχα κι ηθιλνέτι κόκακόλα Zero, για να χουνέψτι κι χουρό στου Τουρνίκ, ινώ οι μανάδις αλλά κι οι μανιές σάς ίχαν στου σπίτ απού έναν λακασά φαί !!
Σας φάνκι παράξενο που στ φουτογραφία στου φέισμπουκ (βλέπτι ήρθε κι μένα η σειρά μ) ιγώ κι τ αδέρφια μ, ήμιστι χαρούμινα γραπατσουμένα στου μουσχαράκ. Κι οι θκοί σας γουνίδις μι τα αρνούλια κι τα κατσκούλια χαίρουνταν κι καμάρουναν ικίνα τα χρόνια. Του ίδιου φκιάντι κι ίσις τώρα που βγέντι φουτουγραφίις μι τ’ αμάξια, τς μουσουκλέτις και τα τρακτέρια, κάντι πόστ στου προυφίλ σας, για να μπλαρουδίξτι στουν κόσμου, σκανιάζτι ου ένας τουν άλλου, άσι που τα κουβαλάτι στν πλατέα του ένα ουπάν στου άλλου, λες κι ήμαστι στν Ομόνια τς Αθήνας, ινώ ιμίς πηγηνάμι μι τα δύου τράμ μόχρι Σαλταπίτα , Φουνκά, Ξηρόλιμν κι τν Λουγγά, φουρτουμέν τρουβάδια μι φαί για τουν τζιουμπάνου κι έναν γιουμάτου πιτιράδια για τς μπασιούρδις κι τς γκισούλις.
Ου πίτσιουρας ου φίλους σας μι ρώτηξι: «Θείου, γιατί ιτότις (μπρός κι ουπίσου απ’ του 1970) κουρεβουσάσταν έτς; Λουκντάουν πιριμένατι;» Αφκριαστίτι καλά τι θα πω: «Ιλπίζου τουλάχιστουν να ξέρ τι θα πεί αφτή η λέξ , για να μην έχτι όλοι σας απουρία. Γιατί έτς μας κούριβαν, μι του ζόρ, όλα τα δασκαλούλια αγόρια. Δεν ιπιτριπόταν ιτότις άλλου σκέδιου. Ιμασταν πάντα σι απόλυτου πιριουρισμό σι όλα μας κι όχι όπους ισίς που πηγηνέτι, απού μια σταξιά κούτσκα, Δισκάτα, Σέρβια κι Κόζιαν,να φτιάξτι καρφάκια, κουκουράκια, καπελάκια, ποντικοουρίτσις, αστραπές, αφάνις κι όλα τα σαλίτκα. Απού γιντσιάρκα εφκιανέτι ό,τ χαλιβέτι , όταν κι όπουτις, ξιόλτα κι ασούτιφτα. Για ιμάς ήταν του μοναδικό «λούκ» των μαθητών, γνουστό ως κούριμα στν πέτσα ή κατάπιτσα ή στουν πάτου ή σύμπιτσα ή «με την ψιλή» επί του ιπιστημονικότερου, για να του ξιχουρίζουμι απ’ του κούριμα μι του προυβατουψάλδου! Μας κούριβαν μαθητές απού τρανύτιρς τάξεις μπρουστά απ’ του Σκουλιό, στου μισιχώρ, μι κουρεφτική μηχανή, φυσικά χιρουκίνιτ, αφού ακόμα δεν ίχι φτας του φως στου χουριό, γιατί ίχι βαλτώς στου Λάκκου τς Χώρας».
Το κούριμα αφτό ήταν ένα απού τα πουλά μέτρα σχουλικής υγιεινής, για να προυλάβν συρμές, αφτό ισίς τωρα του λέτι πανδημίις, κι τάχα να μην πιάνουμι ψείρις. Ικίνα τα χρόνια οι δασκάλ δεν μας μάθιναν μούγκι τουν Μίμη μι τν Λόλα, προυπέδια, πατριδουγνουσία κι φυσική πειραματική, οπους λέτι ισίς οι... πουλυδιαβασμέν. Ου θκός μας ου Δάσκαλους ήταν σαν τουν Λεουνάρντο ντα Βίντσι, όχι αφτόν που πέζ μπαλα στουν Ο.Σ.Φ.Π, αλλά ικίνουν τουν γραμματζμένου που ήξιρι πουλύ καλά τα πάντα όλα . Δε μάθινι μούγκι γράμματα στα δασκαλούλια. Ίχι του νούτ αν ίμασταν πλυμένα κι όχι ζγκούραβα κι ξυμπαρτζάλουτα. Κι ιπιδίς ίμασταν πουλά πιδιά σφηνουμένα κι στου σπίτ κι τς καλύβις κι σι μια τάξη καμιά σαρανταριά, αφτόιας τώρα λέγιτι συνουστισμός, ήξιρε, χουρίς να ίνι γιατρός, πώς θα φλαχτούμι απού συρμές κι ζαμπακαριές. Αφτό κι που τώρα που ίμιστι πουλιτισμέν μας λεν: «ατουμική υγιεινή, πλύσιμου κι απουστάσις». Υπεύθυνους για όλα αφτά που τα λέμι «μέτρα προυφύλαξης για διασπορά πανδημίας» ήταν ου Δάσκαλους. Όμους, αν κι τσιούτσιανα, μας έκουβι η γκλάβα. Απουρούσαμι πώς μι τόσις ζγκούρις στα κιφάλια μας δεν ψουφούσαν οι ψείρις ,οι καπούσις, οι κόρτσις κι όλα τα μπουρμπουνάρια πού ίχαμι στα μαλλιά μας. Γιαφτό, μόλις ου δάσκαλους έβλιπι να ίμιστι τζιαμάλκα, μι τα μαλιά ζήγρα, κανότζι ανά τάξη κι χουρίς αντίρρης να μας κουρέψν τα τρανύτιρα απού μας δασκαλούλια.
Τι ανίλα τραβούσαμι μι του ουμιόμουρφου κούριμα δεν περιγράφιτι! Αφτό τώρα του λέν «πιδική τραυματική ιμπιρία κι ισουπέδουσι προυσουπικότητας», αλλά απ ο,τ φάνκι αργότιρα .....μια χαρά προυσουπικότιτις γίγκαμι. Ιπιδίς όλν την μέρα γκλιούμασταν σαν τα πλάρια κι λουνιζουμάσταν σαν τα χιράδια, ίχαμι του κιφάλ γιουμάτου αμμούδια, χώματα κι κόπρια κι έτς επιανάμι πέκουρη απού τουν ίδρουτα κι τ λέρα, σαν τουν σούκου που έπιαναν τα πρόβατα. Έτσιας η μηχανή μπούκουνι, οι λιπίδις γιόμζαν στριμπάδις κι έφυγνι ου αθέρας. Τότι η μηχανή τσιουμπούσι όπους χίλια αγρικουμπάνια, μας σήκωνι τα μαλιά σιαπάν, όπους η κουμπίνα τα πλαγιασμένα τα στάχια, κι νόμζαμι ότι θα μας ξικουλής κι του τουμάρ. Βιρβέρζαμι στουν πόνου, αλλά πχιός μας ρουτούσι; Ιγώ τηρούσα να μι κουρέψ ου γείτουνας μ, ου Θύμιος τς Γλυκιάς, τοπ χέαρσταϊλιστ, καλύτιρους απαφνούς που κουρέβν ισάς, για να πουνώ λιγότιρο. Μόλις τέλειωνι του μαρτύριου αφτό, μας έριχναν κι μια καφκαλιά στουν κούτκα λέγοντας «άϊ μιγιάς.»
Ετς του καραπατσίν γένουνταν σαν κουλουκήθα ή αλατόπετρα που μας κουρόιδιβαν οι τρανύτιροι. Μιτρούσαμι ο ένας στου χλαπανάρ απ του αλλουν πόσα σμάδια ίχαμι απ τς πέτρις που πουλιμιούμασταν, απού τς σφιντόνις κι απ τα τσαπιά που εσκαβάμι να βγάλουμι μήλα τς γης,αφτά που τωρα τα λέν γλυκουπατάτι, κι φτιάχν μι αφτές γκουρμέ πιάτα. Οι μάνις μας χέρουνταν που μας κούριβαν ετς έστου κι ζόρμπα, γιατί έφυγνι η πέκουρη απ’ του κιφάλ… Μας έλουζαν πιο εύκουλα, υπουχρουτικά κάθι Σαββάτου του καλουκέρ κι κάθι δικαπέντι του χιμώνα, μι τν αράδα, γιατί ίχαν κι απού μιάν ζιάρ φαμπλιά, όπους μουλουγούσαν. Κι στου λούσιμου δεν ίχαμι καλουπέραση. Του φουβούμασταν, όπους ου διάουλους τ θυμιάμα, γιατίς του γουρνουσάπνου μας έκιγι τα μάτια κι τσιούρζαμι κλέγουντας. Οι μάνις μας έλιγαν: «Κάντι λίγου κράτ. Τι σας μαθέν στου σκουλιό. Ιμίς ιτότις, απ του λιγου που πήγαμι, εμαθάμι ότι η καθαριότητα ίνι μισή αρχουντιά». Μιτά απου μας βγήκι του μουσκουσάπνου, που αγόραζαν όσοι ιχαν παράδις, κι αργότιρα τα πιδικά σαμπουάν, που έγραφαν αφτό που ιμίς ηθιλναμι:
« Όχι πια δάκρυα». Τότι οι μάνις μας κατάλαβαν πόσου δίκιου ίχαμι κι έλιγαν αναμιταξύ τσ «Τι σαλές ίμασταν κι βασάντζαμι τα πιδούλια μας! Μια δεν τν έκουψι να φτιάξ σαπούν που δεν καίει στα μάτια; Θα γιουμός παράδις αφτός ου ξιπατουμένους ου Τζόνσουνς, που τουσκέφκι». Οι φουκαριάρις οι μάνις μας, μας έτριβαν του κιφάλ, για να ξιβρουμίς, άσι που μπουρεί να μας ζουπούσαν κι απού τάφτου, βγάζουντας του ινάτι που ήμασταν βουμπίρκα κι τς εσκαζάμι. Για να μην τς απουλθούμι άλουστα, ίχαν βρί γιρό μουραφέτ. Μόλις εσκυβάμι τ΄ ανακούκουρα στν κουπάνα, μας σφήνοναν του κιφάλ ανάμισα στα γόνατα, οπους κάν η τανάλια του καρφί κι η γκαρλάπα απ’ τα αρμικτήρια τα γαλάρια. Αφού γενουμάσταν γαλατσιάγκα, μας αντούσαν, έβαζαν κι καναδυό σπυριά άλας στα τζιόπια μας,για να μην μας ματιάζ ου κόσμους.!!
Άλλου μέτρου πρόληψης ήταν κι του ουμαδικό πλύσιμο σι χέρια κι πουδάρια στην βρύση στου μισιχώρ. Αν έχτι ακουστά για τν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ή για τα δημόσια λουτρά ή τουν Πόζαρ, αφτό εφτιαχνάμι κι ιμίς τα ζκούραβα. Άλλα μι νιρό απού του σηλουνάρ κι άλλα μέσα τς κουπάνις, νιβουμάσταν, ετριβάμι καλά τα τσιόχτια κι τα δάχτυλα, για να φύγ του πένθους απ τα νύχια. Αφού ξυπουλνιούμασταν απ τα τσιρέπια, μι μια τσιουκανίδα ετριβάμι στ πατάτις όπους ελιγάμι τς φτέρνις, γιατί απ’ τν λέρα που ίχαμι φύτρουναν σπανάκια, όπους πολύ σωστά μας έλιγαν οι τρανύτιρ.
Για μας αφτό ήταν... βιουματικό πιχνίδ. Πλιατσιαρνούσαμι αναμιταξύ μας, επιζάμι μι τς μπούζις, ξιβρουμούσαμι κι γλυτουνάμι απ’ του μάθημα. Οι χουριανοί όμους μας ζαβρατούσαν, γιατί θιλουνάμι του νιρό κι έτς ασκένουνταν τα άλουγα να πιούν. Του νιρό γένονταν σύνακας απ’ τς κουπρές που εβγαζάμι. Ηταν του καλύτιρο βιουλογικό, βιουδιασπόμινου λίπασμα, τζιάμπα κι απουτιλισματικό. Οι γνέκις που ίχαν κηπώματα ουπχάτ απ’ τν Ικκλισιά, μάλουναν αναμιταξύτς ποια κι ποια θα γυρίς του απουκουπάρ απ’ του νιρό στουν κήπου να βυριάσ κι να τρανέψν τα φασούλια κι οι λουβουδιές.
Βέβια για ισάς αφτά ίνι παραμύθια κι ιπίδίς δε σας συμφέρ να τακούτι λέτι: «ΗΤΑΝ ΑΛΛΑ ΙΚΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ». Απ’ αρχής εκανέτι μπάνιου σι μπανιέρα μι αφρόλουτρα, τρεις και τέσσερις φορές τη μέρα, λες κι δουλεβτι τς κομπίνες κι στου νταμάρ. Ξουδιβέτι από μια καρούτα νιρό ου καθένας σας κι μετά σας φταίγι ο πρόεδρος που αφήντι του χουριό διχός νιρό… Έχιτι χίλια δυο σαμπουάνια κι κρέμες για τα μαλιά κι τα μούσια σας κι πχιαλάτι μέχρι κι τ Σαλουνίκ να κουριφτίτι κι να ξουρστίτι. Ιμίς τι επαθάμι που ίχαμι του πινέλου μι τουν Κουλλυνός;
Αφού τρανιψάμι λίγου, πηγηνάμι στουν Βασίλ τουν Γκαραβέλα ή στον μπαρμπα-Νικολάκη τον Τσικόπουλο, που ήταν και τα πρώτα ψαλίδια κι χουρίς πτυχίο από τον Αμάραντο. Κι για να κάνουμι τάχα... τν ιπανάστασή μας άφναμι τζιουφέτα. Τώρα όλοι σας παέντε μόνο σε μπάρμπερ σιόπ και τηράτε να έχι πολυθρόνα για τέντουμα, αρκοντίσιον και κουμμώτρια μι πτυχίο κι μιταπτιχιακό, από ΙΕΚ Ακμή κι πάνω. Δεν πιστέβου να σαλάθκιτι ντίπ για ντίπ κι να φτιάντι κι τίπουτας ουνυχουπλαστική. Κατ φρούτα σαν ισάς ντραβάλιαζαν στουν Άδουνη να τα ανίξ αγλήγουρα. Ου κόσμους έχ τα χιράδια στα κουμάσια άκουπα, θα κάνουμι Χριστούγεννα ου καθένας μαναχός τ μι ρουλό κουκουτίσιου, κι ισίς του χαβά σας.
Είμι σίγουρος ότι τώρα, ανηψιέ, θα γιλάς κι θα λες: «Πάλι τα ίδια, θείο; Δεν μπιζέρσις τόσα χρόνια; Μιλάς λες κι γινήθκις προ Χριστού. Ιδώ ο κόσμος έφτασε στου φεγγάρ κι εσύ ακόμα λούζισι μι πράσινου σαπούν κι βάζεις δυο σταγόνες μι του μέτρο κουλόνια Μυρτώ, γιατί ξερς απού ικονομία, ινώ ιμείς βρήκαμε Α που λτα ριά!'. Θα σας πω όλνους σας μια παροιμία, για να σώσουμι: «Ηξιρνάμε κι ‘μεις να καμαρώνουμι, αλλά δεν μπορούσαμι να γίνουμι νύφις!». Τα ίδια θα λέτι κι εσείς στα παιδιά σας κι δεν είναι μακριά εκείνη η ώρα…
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ... ΚΙ ΤΟΥ ΝΟΥ ΣΑΣ!!!