ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
Την αφήγηση του μπάρμπα-Νικόλα Παλιανόπουλου για τη Μακρόνησο την είχα ακούσει αρκετές φορές εδώ και χρόνια. Πάντα με εντυπωσίαζε… Πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι είναι ένα κομμάτι της ιστορίας του χωριού μας, με πολλά πρόσωπα και καταστάσεις από το Μικρόβαλτο και τη γύρω περιοχή της ταραχώδους εκείνης περιόδου και θεώρησα χρέος μου να την καταγράψω.
Για μια ακόμη φορά ο μπάρμπα-Νικόλας ήταν χειμαρρώδης στο λόγο του, παραστατικός λες και τα γεγονότα γίνανε χτες, με ονόματα και λεπτομερείς περιγραφές, ρεαλιστής, απλοϊκός, αποκαλυπτικός... Σίγουρα είναι ένα κομμάτι της ζωής του που έχει ξεχωριστή θέση στη μνήμη του. Δε θα μπορούσε βέβαια να ήταν και διαφορετικά…
Ήταν το 1949. Κατατάχτηκα στο στρατό. Μάρτη μήνα. Από την Κοζάνη μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στο Βόλο. Εκεί ήταν το κέντρο.
Από την πρώτη μέρα έγινε ένας διαχωρισμός. Όσοι θα παραμένανε στο τάγμα στο Βόλο τους δώσαν καινούργιες στολές. Όσους μας είχαν για Μακρόνησο μας δώσαν παλιές μεταχειρισμένες στολές και μπερέδες. Τώρα πως μας διάλεξαν εμάς είναι μια άλλη ιστορία. Είπαν ότι είμαστε σταμπαρισμένοι αριστεροί. Εμείς από τέτοια δεν είχαμε χαμπάρι.
Εμένα φαντάζομαι με διάλεξαν γιατί με είχαν πάρει οι αντάρτες το 1943 όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών με άλλα παιδιά και μας είχαν πάει στους Φιλιππαίους. Ήμασταν μαζί τότε στους Φιλιππαίους με το Νατσιόπουλο το Νικόλα του Ευαγγέλου, τον Παλιανόπουλο το Χαράλαμπο του Αντωνίου, τον Καβουρίδη το Βασίλη του Γεωργίου, το Γιαννόπουλο τον Αχιλλέα του Βασιλείου, το Χαρισόπουλο το Βαγγέλη του Χαραλάμπου και τον Παλιανόπουλο το Θανάση του Χρήστου. Για το αντάρτικο θα τα πούμε μια άλλη φορά…
Στο Βόλο μας κράτησαν οχτώ μέρες όπου. Μαζί μου ήταν για τη Μακρόνησο ο Βάιος ο Παπαδόπουλος, ο Κώστας ο Γιαννόπουλος και ο Αχιλλέας ο Κουτούλας κι αυτοί σταμπαρισμένοι απ' το αντάρτικο. Από εκεί μας φόρτωσαν στα τζέιμς και μας πήγαν στο Λαύριο. Μας έβαλαν σε μια ξεσκέπαστη αποθήκη και περιμέναμε τα καΐκια. Εν τω μεταξύ επέτρεπαν σε ορισμένους πολίτες να μπαίνουν στην αποθήκη και να μας λένε όταν φτάσουμε στη Μακρόνησο να υπογράψουμε τη "δήλωση", γιατί αλλιώς θα κακοπεράσουμε. Σίγουρα ήταν βαλτοί…
Ήρθαν την ίδια μέρα τα καΐκια και φτάσαμε γρήγορα στη Μακρόνησο. Ήταν πολύ κοντά. Μας πήγαν σε μια πλατεία και μας έβαλαν στη σειρά. Σε λίγο ήρθε ο διοικητής. Κάποιος Βασιλόπουλος Αντώνιος. Μας είπε πολλά και κυρίως ότι η Μακρόνησος είναι ένα αναμορφωτικό σχολείο για να μας κάνουν σωστούς Έλληνες και εθνικόφρονες. Μετά μας είπανε να κάνουμε τις "δηλώσεις" (μετανοίας) ότι αποκηρύσσουμε τον κομμουνισμό. "-Όσοι υπογράψουν να πάνε από εδώ, όσοι δεν υπογράψουν από εκεί". Όλοι πήγαμε στο ίδιο μέρος. Θα υπογράφαμε… Γιατί αλλιώς ξέραμε τι μας περιμένει…
Μας χώρισαν σε λόχους και μας έβαλαν σε μεγάλες σκηνές. 20-30 άτομα μαζί. Κτίρια δεν υπήρχαν για μας. Μόνο ένα μεγάλο κτίριο είχε που ήταν η λέσχη αξιωματικών και τα γραφεία. Εμένα με τον Κώστα το Γιαννόπουλο μας έστειλαν στο 3ο λόχο, το Βάιο στον 9ο και τον Αχιλλέα τον Κουτούλα μάλλον στον 5ο. Μόλις τακτοποιηθήκαμε πήγαμε στο Α2 και υπογράψαμε τις "δηλώσεις". Μας είπαν να τις βάλλουμε σ' ένα φάκελο και να τις ταχυδρομήσουμε στο χωριό για να τις διαβάσει ο παπάς στην εκκλησία…
Στην αρχή μας κάναν τη βασική εκπαίδευση με το όπλο και συνέχεια ομιλίες για τον κομμουνισμό. Πόσο κακό πράγμα είναι ο κομμουνισμός και τέτοια. Μετά έβγαλαν πρόγραμμα να κτίσουν κτίρια και μας έβαλαν στη δουλειά. Εμείς κουβαλούσαμε από το βουνό "αφάνες" κάτι σαν μικρά πουρνάρια και τα πηγαίναμε για κάψιμο στην ασβεσταριά, για να βγάλουν ασβέστη. Τη βαριά δουλειά και το κουβάλημα της πέτρας το κάνανε οι πολίτες κρατούμενοι που ήταν πάρα πολλοί. Τέσσερες-πέντε χιλιάδες κόσμος. Άνδρες και γυναίκες. Πολύ δουλειά και μετά τους μάντρωναν μέσα απ' τα συρματοπλέγματα. Λίγο φαΐ και ακούγονταν και άλλα, για ξύλο… Κι αυτοί είχαν υπογράψει τη "δήλωση". Πάντως ήταν λίγο μακριά από μας και δεν παίρναμε χαμπάρι τι γίνεται. Από ξύλο εμάς δε μας πείραξαν…
Ένα άλλο που ήθελαν ήταν να γίνουμε "μυστικοί", χαφιέδες δηλαδή και μας λέγαν ότι είμαστε καλά παιδιά και άλλα τέτοια για να τους λέμε ό,τι ακούμε εις βάρος της κυβέρνησης και υπέρ του κομμουνισμού. Μας έδωσαν κι από ένα μπλοκ και ένα στυλό να σημειώνουμε. Μας είπαν να τα παραδώσουμε το Σάββατο. Εγώ σαν Νικόλας δεν είχα γράψει τίποτα. –Γιατί δεν έγραψες; μου είπαν. –Δεν ταίριασε, τους απάντησα. Το άλλο Σάββατο πάλι λευκό μπλοκ εγώ. Δεν με ρώτησαν γιατί. Με πήραν το μπλοκ. Και το στυλό…
Ξέχασα να το πω νωρίτερα. Από την αρχή που πήγαμε βρήκαμε εκεί το Γιάννη το Νατσιόπουλο το δάσκαλο που ήταν κι αυτός επιστρατευμένος εξόριστος. Ήταν κι αυτός στο αντάρτικο. Του είχαν δώσει και το γαλόνι και ήταν ανθυπολοχαγός. Ήταν στα γραφεία. Μας είπε ότι θα μας βοηθήσει σε ό,τι χρειαστούμε. Δεν έχουμε κανένα παράπονο. Σε ένα μήνα τον απέλυσαν. Μας σύστησε πριν φύγει σε έναν άλλο ανθυπολοχαγό ένα καλό παιδί από το Βόλο που ήταν στο Α2 και του είπε να μας προσέχει…
Συνεχίσαμε την εκπαίδευση και την αγγαρεία. Κάποια μέρα στην αναφορά μας είπαν να δηλώσουμε ό,τι τέχνη και ειδικότητα είχε ο καθένας για να κάνουν συνεργεία. Ζητούσαν ραφτάδες, τσαγκάρηδες, μαραγκούς, κτιστάδες, οδηγούς. Βγήκα κι εγώ και δήλωσα τσαγκάρης. Ήξερα κάτι λίγα, αφού είχα κάνει μαθητευόμενος στα Σέρβια. Όλους εμάς μας πήγαν σε ένα καινούργιο λόχο, το λόχο ειδικοτήτων. Κι απ' την άλλη μέρα στο τσαγκάρικο. Με βάλαν με έναν Αθηναίο που ήξερε καλά τη δουλειά. Περνάγαμε καλά, γλυτώναμε την εκπαίδευση και την αγγαρεία. Ο Κώστας ο Γιαννόπουλος παραπονιόταν ότι ζορίζεται μόνος του στο λόχο. Το είπα μια μέρα στο λοχαγό ότι έχουμε πολύ δουλειά και χρειαζόμαστε ένα ακόμη άτομο και του είπα για τον Κώστα. Το δέχτηκε και έφερε τον Κώστα στο τσαγκάρικο και στο λόχο ειδικοτήτων…
Με τους άλλος χωριανούς το Βάιο και τον Αχιλλέα βρισκόμασταν κάθε μέρα. Είχαμε αρκετό ελεύθερο χρόνο. Στη Μακρόνησο εκείνο το διάστημα φέραν και το Γούλα (Γιώργο) τον Παπαδόπουλο. Τον πήγαν σε ένα άλλο τάγμα που ήταν μακριά από μας. Το τάγμα το λέγαν ΣΦΑ. Πήγαμε μια φορά με το Βάιο και τον είδαμε. Ήταν πολύ χειρότερα από μας…
Μια μέρα μας μάζεψαν σε ένα μεγάλο χώρο, ένα γήπεδο πρέπει να ήταν, όλους τους στρατιώτες. Θα ήμασταν δυο-τρεις χιλιάδες. Μας μίλησε πάλι ο διοικητής ο Βασιλόπουλος και μας είπε ότι την επόμενη μέρα θα φέρουν στο τάγμα μας από τη Γυάρο εξακόσιους πολίτες κρατούμενους που ήταν οι πιο σκληροπυρηνικοί. Μας είπε ότι αν δεν κάνουν "δήλωση" θα πρέπει να τους ξυλοκοπήσουμε άγρια όλοι οι στρατιώτες με τα γκλομπς… Την άλλη μέρα το πρωί εγώ με τον Κώστα πήγαμε στο τσαγκάρικο και κάναμε το κορόιδο δήθεν πως δουλεύουμε για να αποφύγουμε την "υποδοχή" των κρατουμένων από τη Γυάρο. Μας πήραν χαμπάρι. Δικαιολογηθήκαμε ότι δεν ξέραμε, δεν ακούσαμε και τέτοια. Μας πήγαν στο λιμάνι για την υποδοχή. Ευτυχώς δεν μας δώσαν γκλομπς. Αυτά τα κρατούσαν συνήθως οι αλφαμίτες. Όταν ήρθαν απ' τη Γυάρο τους βάλαν στη σειρά και τους μίλησε για πολύ ώρα κι αυτούς ο Βασιλόπουλος. Στο τέλος τους είπε πάλι να χωριστούν σ' αυτούς που θα υπογράψουν τη "δήλωση" και σ' αυτούς που δεν θα υπογράψουν. Είπε και σε μας τους στρατιώτες αν έχουμε κανένα γνωστό να τον πούμε να υπογράψει. Κανένας δεν πήγε στο μέρος που ήταν για να πάνε αυτοί που θα υπέγραφαν. Δεν θα υπέγραφε "δήλωση" κανένας. Εκεί στους κρατούμενους είδαμε και το Γιάννη τον Κατσιάκη, το γραμματέα από το Τρανόβαλτο. Ήταν ταλαιπωρημένος και δεν μας γνώρισε. Του είπαμε να υπογράψει γιατί είχαν άγριο σκοπό. Δεν δεχόταν με τίποτα. Το τραβήξαμε στην άκρη και προσπαθήσαμε να τον πείσουμε να υπογράψει. Ανένδοτος!...
Και τότε δόθηκε η εντολή να επιτεθούν στους κρατούμενους. Πρώτοι οι αλφαμίτες. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Πολύ ξύλο… Ήταν και τζέιμς και τους πετάγαν μισοπεθαμένους μέσα… Από την προηγούμενη με μια μπουλντόζα είχαν άνοίξει λάκκους κάπου εκεί κοντά σε μια χαράδρα... Δεν μπορούσαμε ούτε να κοιτάμε προς τα εκεί. Δεν ξέρω πόσους "καθάρισαν" εκείνη την ημέρα. Την άλλη μέρα στη μέση του τάγματος μέσα σε συρματόπλεγμα είδαμε μόνο καμιά πενηνταριά απ' αυτούς, και σχεδόν αποτρελαμένους (τρελούς τους λέγανε) απ' το ξύλο. Ήταν να τους λυπάσαι. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι δεν ξέρω… Αν γλύτωσε κανένας δεν ξέρω…
Εν τω μεταξύ το Γιάννη τον γραμματέα τον προφυλάξαμε εμείς και τον πήγαμε σέρνοντας με το ζόρι στο Α2 να υπογράψει "δήλωση". Αδύνατον. Τον έπιασα το χέρι και τράβηξα δυο-τρείς γραμμές πάνω στη δήλωση. Στην ουσία εγώ υπέγραψα. Μόνο και μόνο για να γλυτώσει. Ο Βολιώτης ο ανθυπολοχαγός ο γνωστός μας, δέχτηκε την υπογραφή και έτσι γλύτωσε ο Γιάννης. Και μπήκε στο συρματόπλεγμα. Με "χαρτί" που βγάλαμε από το διοικητή είχαμε την άδεια να επισκεπτόμαστε το Γιάννη και να του πάμε ψωμί και φαγητό γιατί εκεί μέσα στο συρματόπλεγμα υπέφεραν…
Εκεί στη Μακρόνησο, στρατιώτες σαν και μας ήταν άλλα δυο παιδιά από το Τρανόβαλτο. Ο Βαγγέλης ο Κουζιούκας (Κοζικόπουλος), ο Νάτος που τον λέγαμε από τότε και ο Ντανάτσας ο Νικόλας. Ο Νάτος πέρναγε καλά γιατί ήταν αποσπασμένος στη λέσχη αξιωματικών σαν βοηθός, αλλά στην ουσία τον είχαν γιατί ήταν πολύ καλαμπουρτζής και έκανε διάφορα αστεία και τους διασκέδαζε. Ήταν και δυο αλφαμίτες απ' τα μέρη μας. Ένας Αχιλλέας απ' τους Καλδάδες και ένας Μουτσούνας Δημήτριος απ' τη Μηλοτίνη…
Είχαμε κι άλλα επεισόδια. Θυμάμαι σε μια γιορτή ένας μάγκας Πειραιώτης φοβέριζε με την ξιφολόγχη ένα δικό μας παιδί από τη Λαβανίτσα. Λόγο στο λόγο ήρθαμε στα χέρια και με τον Κώστα τον βάλαμε κάτω και τον ρίξαμε ένα γερό "πανί" ξύλο. Έγινε μεγάλη φασαρία, ήρθε ο λοχαγός, είπαμε τι έγινε και βρέθηκε κατηγορούμενος ο Πειραιώτης. Τον κλείσαν μέσα κι από κείνο το βράδυ δεν τον ξαναείδαμε…
Κάποτε ήρθε μια διαταγή για τους πολίτες κρατούμενους που είχαν υπογράψει δήλωση, ότι άμα θέλουν να απολυθούν να ζητήσουν μια βεβαίωση από τον πρόεδρο του χωριού τους ότι τους δέχεται στο χωριό. Το είπαμε στο Γιάννη στο γραμματέα κι αυτός πάλι δίσταζε. Με το ζόρι κάναμε ένα γράμμα στον πρόεδρο στο Τρανόβαλτο που ήταν ο Αναστασοχρήστος, ο οποίος απάντησε γρήγορα ότι "είναι καλό παιδί και ότι είναι καλοδεχούμενος στο χωριό". Είχαμε και το "μέσο" τον ανθυπολοχαγό και βγάλαμε το "χαρτί" για να φύγει. Λεφτά τον έδωσα εγώ για τα εισιτήρια. Εγώ κονόμαγα από το τσαγκάρικο γιατί με τον Αθηναίο εκτός από το ωράριο που δουλεύαμε στην υπηρεσία, φτιάχναμε σκαρπίνια για τους αξιωματικούς και βγάζαμε καλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Με το Γιάννη το γραμματέα που έφυγε για τα χωριά μας, έστειλα δυο ζευγάρια σκαρπίνια, ένα για τον αδερφό μου το Νάτσιο και ένα για το Λία. Μαζί έστειλε κι ο Κώστας ο Γιαννόπουλος ένα ζευγάρι για το Αντρέα τον αδερφό του. Αυτοί οι τρεις ήταν οι πρώτοι που φόρεσαν σκαρπίνια στο Μικρόβαλτο!...
Κατά το Φεβρουάριο του 1951 μας ήρθαν οι μεταθέσεις. Εμένα στην Κόνιτσα, τον Κώστα στα Τρίκαλα, το Βάιο στη Χαλκίδα και τον Αχιλλέα στο Ζντιάνι δίπλα στο χωριό, που εκείνη την εποχή είχε ένα τάγμα Πεζικού. Στην Κόνιτσα είχαμε και εκεί φασαρίες. Μαζί με ένα παιδί απ' τη Σιάτιστα, Τρύφωνα Δίντση τον λέγανε, χειροδικήσαμε σε έναν ανθυπολοχαγό, είχαμε και λίγο δίκιο και εμένα με έστειλαν στα Γιάννινα. Εκεί θυμάμαι σε μια μεγάλη συγκέντρωση του στρατού, ότι βγήκα στην αναφορά στο στρατάρχη τον Παπάγο και του ζήτησα άδεια να πάω να θερίσω στο χωριό. Είχα και υποχρεώσεις γιατί ήμουν παντρεμένος και τότε είχαμε τη Δέσπω και τη Ρίνα. Μου έδωσε ένα μήνα άδεια. Στα Γιάννινα έμεινα 5-6 μήνες και από κει απολύθηκα κοντά στα Χριστούγεννα του 1951.
Κοντά στα τρία χρόνια στρατιώτης…
Νικόλας Παλιανόπουλος
Γιώργος Μαστρογιαννόπουλος
(Ο Νικόλαος Παλιανόπουλος "έφυγε " από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών, τη Δευτέρα του Πάσχα 29 Απριλίου 2019 - Η ως άνω αφήγηση έγινε τον Δεκέμβριο του 2010 - Αναδημοσιεύεται για να τιμηθεί η μνήμη του)
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.