Σάββατο 9 Ιουνίου 2012 (Αναδημοσίευση 21.8.2017, για την 74η θλιβερή ιστορική επέτειο)
Έτσι έζησα το ολοκαύτωμα του χωριού το 1943!
Με ανεξίτηλα χρώματα είναι βαθειά χαραγμένες οι μνήμες των ανθρώπων μας που έζησαν το ολοκαύτωμα του Μικροβάλτου από τους Γερμανούς, στις 21 Αυγούστου του 1943. Εικόνες συγκλονιστικές, βιώματα διαφορετικά του ενός από του άλλου, αλλά με κοινή συνισταμένη τη φρίκη, το θάνατο, τη φωτιά, την καταστροφή… Εικόνες τραγικές σαν κι αυτή, που σκοτώνουν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τον παππού που κρατάει στα χέρια το εγγονάκι του…
Κατέγραψα σε πρώτη φάση τις μαρτυρίες περίπου 15 συγχωριανών μας. Μαρτυρίες από τις παιδικές τους μνήμες, αφού οι περισσότεροι ήταν τότε 8, 10, 12 χρόνων. Έντονα συγκινησιακά φορτισμένες, καταθέσεις ψυχής…
Αξιολογώντας στο τέλος το υλικό διαπίστωσα την αρχειακή και -γιατί όχι- ιστορική του αξία…
.
Παπαγεωργίου Χρ. Γεώργιος (γεννηθείς το 1928)
Στις 20 Αυγούστου 1943 ένας λόχος γερμανών στρατιωτών, που είχε έδρα στην Αιανή, πέρασε το ποτάμι με σκοπό να κάνει επιδρομή στα χωριά της περιοχής μας, η οποία ήταν ανταρτοκρατούμενη εκτός από τα Σέρβια όπου, επίσης, υπήρχαν γερμανοί.
Πέρασαν από το Ρύμνιο, το Τριγωνικό, το Μεταξά βρίσκοντας τους κατοίκους με τις αρχές μέσα στα χωριά και δεν έκαναν τίποτα κακό πουθενά. Το βράδυ διανυκτέρευσαν στο Λιβαδερό. Είχε διαδοθεί ότι αν έβρισκαν τον κόσμο μέσα στα χωριά δεν θα κάψουν τα σπίτια.
Στο χωριό μας είχαν μάθει και ετοιμάζονταν να τους υποδεχθούν, όταν θα περνούσαν, όλοι οι κάτοικοι. Ίσως έτσι να γίνονταν αν δεν μεσολαβούσαν απρόβλεπτα γεγονότα...
Οι ελασίτες της περιοχής μας μάζεψαν και έφεδρους οπλίτες από το χωριό μας και από το Τρανόβαλτο και πήγαν στη Βογγόπετρα, στην τοποθεσία "Άη γιώργης", όπου έστησαν ενέδρα στο δρόμο που θα περνούσαν οι γερμανοί στρατιώτες. Το πρωί οι γερμανοί που πέρασαν από το σημείο αυτό δέχθηκαν επίθεση από τους αντάρτες στην οποία σκοτώθηκε ένας (1) γερμανός στρατιώτης. Οι ελασίτες έφυγαν και οι έφεδροι οπλίτες γύρισαν στο χωριό μας και στο Τρανόβαλτο κρύβοντας τα όπλα.
Οι γερμανοί αγρίεψαν, συνέχισαν το δρόμο για το Τρανόβαλτο πυροβολώντας. Μπήκαν στο χωριό, πήραν όσους άντρες βρήκαν εκεί συνοδεία και βγήκαν έξω από το χωριό, όπου τους εκτέλεσαν όλους εκτός από έναν που γλύτωσε.
Οι συγχωριανοί μας, περίπου 40 άτομα, με επικεφαλής τον πρόεδρο και τον παπά βγήκαν να υποδεχθούν τους γερμανούς στην τοποθεσία "Νουφανός". Οι γερμανοί έφτασαν εκεί αγριεμένοι, έβαλαν τους κατοίκους στη σειρά, πέρασαν μέσα από το χωριό και τους συγκέντρωσαν στη "Ράχη" ("Μπατζιλίκια"). Τους γέρους δεν τους πήραν μαζί τους, αλλά όσους βρήκαν τους σκότωσαν μπροστά στις οικογένειές τους. Απομάκρυναν τα γυναικόπαιδα έξω από το χωριό, στα χωράφια. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά στα σπίτια, έκαψαν δε ακόμη την εκκλησία και το σχολείο. Επικρατούσε πολύ ζέστη κι υπήρχαν πολλά άχυρα από τον αλωνισμό που διευκόλυναν τη μετάδοση της φωτιάς και την καταστροφή των σπιτιών.
Η εκκλησία απέμεινε μόνο με τα ντουβάρια, η σκεπή είχε καταστραφεί και επί εννέα χρόνια υποφέραμε όταν είχε κακοκαιρία στη λειτουργία, στους γάμους, τα βαφτίσια κ.τ.λ.
Μαζί με τα σπίτια κάηκε και η παραγωγή μας (στάρι, βρίζα) αφού είχε τελειώσει ο αλωνισμός, κι έπρεπε να αγοράσουμε το ψωμί για όλο το χρόνο καθώς και σπόρο να σπείρουμε τα χωράφια μας. Επίσης, κάηκαν και τα ρούχα μας, τα κλινοσκεπάσματα και τα μαγειρικά μας σκεύη. Όλοι ήταν φοβισμένοι και απελπισμένοι κι αναρωτιούνταν πώς θα ζήσουμε χωρίς σπίτια.
Εκείνη τη μέρα, 21-08-1943 ήμουν στα "Μαγγανάρια" κι έβοσκα τα πρόβατά μας. Υπήρχαν κι άλλοι με τα κοπάδια τους. Ήμουν δεκαπέντε (15) χρόνων και θυμάμαι ό,τι βλέπαμε από μακριά. Φοβούμασταν πολύ κι είχαμε αγωνία γιατί δεν ξέραμε τίποτα. Ακούγαμε πυροβολισμούς, βλέπαμε κινήσεις στα "Μπατζιλίκια" χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε, βλέπαμε τους καπνούς στο χωριό, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, μας έπιασε φόβος μήπως και τους σκότωσαν όλους και γενικά ήμασταν απελπισμένοι.
Όλη τη νύχτα με τα πρόβατα βγήκαμε στον "Άη λιά". Πριν ξημερώσει, κατέφθασε ο Κουτουλογιάννης και μας ανέφερε ότι τον είχαν συλλάβει οι γερμανοί όμηρο αλλά κατάφερε και ξέφυγε τη νύχτα. Μας εξήγησε τι είχε συμβεί, ήταν δε πολύ τρομαγμένος. Πριν το μεσημέρι, άφησα τα πρόβατα στον ίσκιο και γεμάτος αγωνία και πολύ στενοχωρημένος κατέβηκα στο χωριό.
Δεν θα ξεχάσω αυτά που είδα και τη στενοχώρια που ένιωσα. Όλο το χωριό μύριζε άσχημα από τους καπνούς, τις στάχτες και τα σκοτωμένα ζώα, υπήρχε δε και πολύ ζέστη. Ο κόσμος στα χαλάσματα προσπαθούσε να βρει μισοκαμένα ρούχα, οικοσκευές και ό,τι θεωρούσε χρήσιμο. Το πιο λυπηρό ήταν που μάζευαν τους νεκρούς με πρόχειρα φορεία για να τους πάνε στο νεκροταφείο, μάλιστα χωρίς παπά, γιατί τον παπά μας τον είχαν συλλάβει όμηρο. Ο αριθμός των νεκρών ήταν δεκατρείς (13).
Από τους σαράντα (40) ομήρους που συνέλαβαν οι γερμανοί οι περισσότεροι δραπέτευσαν στο δρόμο κατά τη διάρκεια της νυχτερινής πεζοπορίας προς την Αιανή. Μόνο δεκατρείς οδηγήθηκαν και κλείστηκαν στην εκκλησία της Αιανής. Το πρωί βγήκαν δώδεκα από την εκκλησία, γιατί ο παπάς (13ος) κρύφτηκε στο ιερό της εκκλησίας και γλύτωσε. Οι δώδεκα όμηροι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα μερικοί στη Φλώρινα και μερικοί στη Θεσ/νίκη, όπου κρατήθηκαν για επτά (7) μήνες. Τελικά έπειτα από ενέργειες του προέδρου μας Δημ. Σταθόπουλου, που είχε προσωπική γνωριμία με τον αρχηγό της ΠΑΟ, καθώς και άλλων, απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στο χωριό μας.
Μετά το κάψιμο του χωριού μας ο κόσμος έφτιαξε καλύβες για να μείνει και μάλιστα μακριά από το δημόσιο δρόμο, άλλοι από το πάνω μέρος κι άλλοι από το κάτω. Ο πατέρας μου έκανε την καλύβα κάτω στη "ρίζα" όπου και μείναμε. Ανάμεσα στους γέρους που σκότωσαν ήταν και ο αδελφός της μάνας μου, ο θείος μου Νικόλας Παπανικολάου, που άφησε ορφανά τέσσερα (4) παιδιά. Ο πατέρας μου πήρε τα 4 ανήψια του στην καλύβα μας στη «ρίζα» και τους φρόντιζε μαζί με την οικογένειά μας.
Εκεί, στο ύπαιθρο είχαμε και τα ζώα μας, κάτω από τις πουρναριές χωρίς ζωοτροφές, γιατί είχαν καεί κι οι αχυρώνες μαζί με τα σπίτια. Έτσι, παρέα με τους ανθρώπους υπέφεραν και τα ζώα κατά τη χειμερινή περίοδο που έκανε και πολλά χιόνια. Όλοι υπέφεραν, περνούσαν δύσκολα, μερικοί πέθαναν κιόλας από το κρύο και τις δυσκολίες.
Επίσης, η επικοινωνία με τους χωριανούς μας που ήταν στην άλλη, την ανατολική πλευρά του δρόμου ήταν δύσκολη λόγω της απόστασης, έπρεπε δε να περπατήσεις περίπου μια ώρα για να συναντήσεις κάποιον συγγενή σου που έμενε εκεί.
Περνούσαμε πολύ δύσκολα, το νερό για πόση και μαγείρεμα το παίρναμε από πηγάδια, τα ρούχα πλένονταν μακριά από τις καλύβες στο ρέμα. Ήμασταν τρομοκρατημένοι, φοβόμασταν μήπως μας σκοτώσουν.
Το Φεβρουάριο 1944 οι γερμανοί έκαναν μια επιδρομή στα Χάσια με πολύ μεγάλη δύναμη στρατού που κράτησε είκοσι (20) μέρες. Είχαν πολλά αυτοκίνητα κι άλλα μηχανήματα. Πέρασαν κι από το χωριό μας, έκαψαν τα λίγα σπίτια που είχαν απομείνει, σκότωσαν και δύο (2) άτομα καθώς και όσα βόδια βρήκαν. Κατέβηκαν στη «ρίζα» και μας έκαψαν την καλύβα. Ο κόσμος υπέφερε πολύ. Μαζί με τους γερμανούς ήταν και ορισμένοι έλληνες ντόπιοι ντυμένοι με στρατιωτικές στολές, οι οποίοι μάζευαν κοπάδια ζώων, μικρά-μεγάλα από όλα τα χωριά (πλιάτσικο) και τα πουλούσαν.
Έτσι, λοιπόν, το χωριό μας, το Μικρόβαλτο, καταστράφηκε δύο φορές από τους γερμανούς.
Καβουρίδης Αχιλλέας (γενν. 1918)
Εκείνη τη μέρα από τα χαράματα είχαμε πάει με τον Κεραυνό, τον Κώστα το Σκαρίμπα, το Νάτσιο τ’ Φάκα, το Μήκα τον Καβουρίδη, το Χαϊνταροκώτσιο, το Θοδωρουιάννη και με άλλους που δεν θυμάμαι τώρα, στην Πάδη, γιατί μας είπαν ότι θα έρχονταν οι Γερμανοί απ’ το Λιβαδερό. Ήταν κι άλλοι πατριώτες. Πριν την Πάδη, εκεί στον Αι Γιώργη το πρωί τους χτυπήσαμε και έγινε η μάχη που κράτησε λίγη ώρα. Μετά εμείς σκορπιστήκαμε στο δάσος και γυρίσαμε προς το χωριό. Αργότερα μάθαμε ότι είχαν ένα νεκρό οι Γερμανοί… Κατά τ’ απόγεμα είδαμε καπνούς να βγαίνουν από το χωριό. Κάψαν όλο το χωριό. Είχαν περάσει πρώτα από το Τρανόβαλτο όπου σκότωσαν καμιά δεκαριά. Από το χωριό μας πιάσαν τότε και πολλούς αιχμαλώτους και τους πήγαν στη Αιανή. Από κει άλλοι έφυγαν, άλλους τους πήγαν στη Σαλονίκη …
Όλο το βράδυ εκείνο ήμουνα κρυμμένος. Την άλλη μέρα που γύρισα στο χωριό, τι να ιδώ; Όλο ερείπια. Είχαν σκοτώσει καμιά δεκαριά παππούδες, το Μακρυιάννη, το Τζικουχρήσου, το Νικόλα τον Παπανικολάου, το Λαμπρόπουλο το Γιάννη τον πατέρα τ’ Πασκάλη, το Σταθουιάννη τον πατέρα τ’ Σταθουβασίλη, το Λιξοτζήμο κι άλλους που δεν θυμάμαι…
Και που να βρεις οικογένειες. Είχαν σκορπίσει εδώ και κει. Το χειμώνα όλος ο κόσμος τον έβγαλε στις καλύβες…
Ηλίας Νατσιόπουλος (γενν. 1935)
Εκείνη την ημέρα ήμασταν με τον Αντώνη το Νατσιόπουλο του Φώτη τον αδερφό, τον αδερφό μου και το Γιώργο τ’ Καλίτση στη Γκούβα και είχαμε τα μανάρια. Ήταν νωρίς το απόγεμα. Βλέπουμε τον Καβρουνικόλα και το Τζικουζιώγα να μαζεύουν αναστατωμένοι τα πρόβατα. Τους ρωτήσαμε τι τρέχει και μας απάντησαν ότι ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό. Μετά από λίγο φτάνουν ανήσυχοι τρέχοντας ο Βασιλάκης τ’ Καβρουζιώγα με το Ζιώγα το Λιπιτά. Μας λένε "μη φοβάστε, είστε μικροί δεν θα σας πειράξουν". Πήραμε με τα μανάρια το μονοπάτι για τις Μπιστιριές κι από το λάκκο από το χωράφι του Παπαγεωργίου, τα περάσαμε πάλι απέναντι στο Ανήλιο. Εκεί σταματούσαμε κι οι τρεις. Και βλέπουμε απέναντι αλλά λίγο μακριά να περνούν οι Γερμανοί. Τότε έναν απ’ αυτούς τον είδαμε να γονατίζει με το πολυβόλο και να μας σκοπεύει. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα σαν κάτι να με τράβηξε πάνω στο κεφάλι. Η σφαίρα με είχε καψαλίσει τα μαλλιά, όπως διαπίστωσα αργότερα όταν με είδαν οι αδερφές μου, η Μαρία και η Βαγγελή. Κοιτάω γύρω μου οι άλλοι είχαν φύγει. Ο καπνός από το χωριό που καίγονταν είχε σκεπάσει τον ουρανό…
Έφυγα και εγώ μόνος μου κλαίγοντας -μικρό παιδί ήμουνα- προς τις Κερασιές κι από κει βγήκα στις Πάδες δίπλα στο Βακούφκου το χωράφι που είναι λίγο πιο χαμηλά απ’ τον Αγια-Σωτήρω. Εκεί ήταν ένα κοπάδι πρόβατα, τα Τζηκάθκα πρέπει να ήταν, αλλά ήταν μόνα τους, τσοπάνος δεν υπήρχε. Πήρα το δρόμο για τις Πάδες. Τώρα τα πρόβατα ήταν πολλά, τα κοπάδια είχαν σμιχτεί, αλλά άνθρωπος δεν υπήρχε. Πάω μετά προς τον Αγιο-Σωτήρω στα Τζινουβασιλάθκα τα μαντριά και βλέπω το μακαρίτη τον Κικιμήκα. Τον είχαν πυροβολήσει οι Γερμανοί και ήταν τραυματίας. Ήταν με έναν άλλο αλλά δεν θυμάμαι ποιος ήταν…
Μετά που άρχισε να σουρουπώνει, να νυχτώνει, μαζεύτηκαν εκεί ο Νικόλας ο αδερφός μου, ο Ζιώγας τ’ Λιπιτά, ο Βασιλάκης τ’ Καβρουζιώγα, ο Νικόλας ο Τζιούτζιος ο Τσιουτσιουλονικόλας, ο Τζικουιάννης κι άλλοι. Είχαν έρθει να μαζέψουν τα πρόβατα που είχαν γίνει ένα κοπάδι. Μετά βγήκαμε στον Αγια –Σωτήρω και εκεί με σκέπασαν εμένα με μια κάπα, ήμουνα μικρότερος απ’ όλους. Ο καπνός κι οι φλόγες από το χωριό που καίγονταν φαίνονταν…
Ο Νικόλας ο Τζιούτζιος κι ο αδερφός μου είπαν να πάνε μέχρι το χωριό να δούνε τι έγινε. Όταν γύρισαν μας είπαν λίγα σπίτια είχαν μείνει, ένα Τσιουτσιουλιανάθκου, ένα Αλεξάθκου, ένα Τζιουτζιάθκου…
Θυμάμαι που έλεγαν ότι είχαν μείνει καμιά 20σαριά σπίτια που δεν είχαν καεί…
Παλιανόπουλος Ηλίας (γενν. 1930)
Ήμουνα στο Καλάμι, στου Αρίδα του Γιάννη τα μαντριά. Από κεί είδα καπνούς που καίγαν το Τρανόβαλτο και οι Γερμανοί βγήκαν από την πέρα μεριά, όχι από εκεί που είναι ο δρόμος τώρα. Από κει φαίνονταν και οι δικοί μας που πήγαν να τους υποδεχτούν. Μετά από κάμποση ώρα, είχε μουργκίσει, είδα το χωριό να καίγεται. Όπως μου είπε η μάνα μου πήγε στο σπίτι ένας Γερμανός, που δεν θα ήταν Γερμανός γιατί μιλούσε ελληνικά και είπε να φύγουν απ’ το σπίτι με το μικρό τον αδερφό μου το Σωκράτη. Οι γυναίκες ήταν όλες μαζεμένες έξω από το χωριό προς τον κάμπο.
Την ώρα που πέρασε από εκεί η μάνα μου είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί τον παππού τον Αρίδα. Κουβαλούσε με τη γιαγιά τα ψωμιά να τα βγάλουν έξω. Κα όπως λέγανε ο Γερμανός σημάδευε να σκοτώσει τη γιαγιά και αυτός μπήκε μπροστά και του είπε να σκοτώσουν εκείνον…
Το χειμώνα τον βγάλαμε στην καλύβα στο Καλάμι και μετά στα Τζηκάθκα τα μαντριά στο Λιβαδερό. Μπάρμπα Ναστάης (Αναστάσης), μπάρμπα Αντώνης και εμείς, τρείς οικογένειες σε μια καλύβα εκεί…
Παπαδόπουλος Γεωρ. Αντώνιος (γενν. 1933)
Εκείνη τη μέρα ήμουνα πέρα στο Καλάμι και βοσκούσα τα αρνιά. Είχε γείρει ο ήλιος, ήταν απόγεμα. Είδα κίνηση στο Σταυρό προς το Νουφανό αλλά δεν ήξερα ποιοι ήταν. Έρχεται ο παππούς ο Αρίδας από πάνω και μου λέει: "Μάσι τ’ αρνιά και κάνι το λάκκο απάν’ γιατί εκεί πέρα είναι Γερμανοί. Εγώ θα πάω στο χωριό να τς αδεχτούμε για να μη μας κάνουν κακό". Έβγαλα κα εγώ τα αρνιά απάνω στην Ασβεσταριά. Απ’ ότι έμαθα στο Νουφανό δέχτηκαν οι αρχές τους Γερμανούς και τους καλοπήραν για να μη σκοτώσουν κόσμο. Στην αρχή δεν πείραξαν κανένα, αλλά όταν πήγαν να φύγουν, στου Παπανικολάου την αχυρώνα στη Ράχη βρήκαν μια χειροβομβίδα και απ’ αυτό τσατίστηκαν και γύρισαν πίσω. Γύρισαν πίσω, έβαλαν φωτιά το χωριό και άρχισαν να σκοτώνουν τους γέρους. Τους νέους δεν τους πείραξαν. Η μάνα μου με τα δυο μου τα αδέρφια και με την αδερφή μου τη Βαγγελή ήταν στο σπίτι. Πέρασαν από εκεί οι Γερμανοί και τους λένε "φύγετε, αρμάν-αρμάν…" Ήρθαν τότε και με βρήκαν στην Ασβεσταριά. Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος. Μαζί μας και ένας από το Πολύραχο που κάθονταν στο σπίτι μας. Αυτοί ήταν δυο αδέρφια κι από το φόβο των Γερμανών είχαν φέρει τα γίδια απάνω στο Αποκόλουμα. Τον έναν τον έλεγαν Μήτρο και τον άλλο Αλέξη. Τον Αλέξη τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον βάλαν να κουβαλήσει το σκοτωμένο το Γερμανό που είχαν χτυπήσει οι δικοί μας στη Βογγόπετρα. Σε αντίποινα οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει 16 άτομα από το Τρανόβαλτο, εκεί που είναι τώρα το μνημείο, λίγο παρακάτω. Μόνο ένας γλύτωσε… Μας είδαν οι Γερμανοί από τη Ράχη και μας έβαλαν ριπή. Η γυναίκα του Αλέξη ήρθε κι αυτή εκεί πάνω και μοιρολογούσε. "Αλέξη σε είδα μαύρο κι άραχνο. Είχες το σκλι (το Γερμανό) στον ώμο". Ο αντράδερφός της ο Μήτρος την καθησύχαζε, λέγοντας ότι ο Αλέξης είναι παλικάρι και θα γλυτώσει. Και πράγματι ο Αλέξης κάπου στην Καισαρειά πέταξε το σκοτωμένο το Γερμανό, ξέφυγε και ήρθε πολύ αργά τη νύχτα και μας βρήκε στο Βακούφκο το χωράφι, στ’ αλώνι. Την άλλη μέρα που ξημέρωσε είδαμε από μακριά το χωριό. Όλο έβγαζε καπνούς και φωτιά…
Μετά μέναμε εκεί στην καλύβα στο Καλάμι όλη η οικογένεια κι ο μπάρμπας μου ο Χαρίσης, του ξαδέρφου μου τ’ Αντωνούλα ο πατέρας, έμενε πίσω στο Κριάκουρο προς το Προσήλιο. Έπαθε πλευρίτωμα από το κρύο και πέθανε… Τον θάψανε στο χωριό. Ο πατέρας μου για τη θεια, τη Δημητρούλα και τον Αντώνη (εδώ η συγκίνηση του είναι έκδηλη), έκανε καλύβα δίπλα στη δική μας…
Τραβήξαμε πολλά… Το Φεβρουάριο ξαναήρθαν οι Γερμανοί και κάψαν και τα υπόλοιπα σπίτια. Θυμάμαι ότι φύλαγαν το μέρος οι δεκαρχίες στην Κόκα και όταν είδαν του Γερμανούς μας ειδοποίησαν και πήγαμε απάνω στην Ασκλήθρα στο μύλο του Παπαγεωργίου. Βγήκαμε όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Έτσι πέρασαν κανα-δυό χρόνια μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί και ησυχάσαμε.
Όταν έφευγαν και βομβάρδιζαν με τ’ αεροπλάνα, εγώ ήμουνα στο Κιουτσούκ, ένα μέρος πάνω στο Μοκριώτικο…
Πούτας Χαράλαμπος (γενν. 1927)
Εκείνη τη μέρα ήμουν τσομπάνος στα βακούφκα τα πρόβατα απάνω στον Αιλιά. Από εκεί ανάμεσα στα κριάκουρα όπου έμεινα όλη μέρα, είδα το χωριό να καίγεται. Είχε "λαμπάδα" καλή. Την άλλη μέρα πήγα στο χωριό και έμαθα τα καθέκαστα. Ο παππούς ο Χρήστος μόλις και είχε γλυτώσει. Την ώρα που έκαιγαν το χωριό, ένας Γερμανός με έναν άλλο που μιλούσε ελληνικά και είχε μια σφάλτσα στον ώμο πλησίασαν το σπίτι. Την ώρα εκείνη έβγαινε ο παππούς μου με το τσουβάλι τα καρβέλια στον ώμο και του είπαν να φύγει. Ευτυχώς που δεν τον σκότωσαν. Το σπίτι το έβαλαν φωτιά και ήταν καμένο...
Οικογενειακά πήγαμε στη Ρίζα που είχαμε την καλύβα κι εκεί περάσαμε το χειμώνα. Εγώ εξακολουθούσα να είμαι τσομπάνος…
Σταθόπουλος Αθ. Κώστας (γενν. 1934)
Ο πατέρας μου δεν θέλησε να πάει να υποδεχτεί του Γερμανούς… Το απόγευμα ένας Γερμανός ήρθε να μας κάψει το σπίτι μας και μας λέει με το διερμηνέα να φύγουμε σε πέντε λεπτά, γιατί το σπίτι θα καεί. Η μάνα πήρε τον Αντώνη που ήταν μικρός τότε και ο πατέρας μου ένα τσουβάλι με καρβέλια και φεύγαμε. Φτάνει όμως ένας άλλος Γερμανός και πήρε τον παππού μου με το Νατσιοϊάννη και τον πατέρα μου και τους πήγε προς τα κει που είναι τώρα τα Καβουρίδη του Λευτέρη το σπίτι. Οι άλλοι Γερμανοί ήταν από πάνω εκεί που είναι το σπίτι του Φώτη και πυροβολούσαν. Τον παππού μου τον καθάρισαν(;) επί τόπου, το Νατσιοϊάννη τον πυροβόλησαν αλλά δεν τον πέτυχαν και μπήκε στα γυναικόπαιδα που ήταν κάπου εκεί στα Τζιουτζιάθκα τα σπίτια και γλύτωσε, και τον πατέρα μου τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν. Αυτός έκανε τον πεθαμένο. Η μπάμπω η Τσιουβάκινα που είδε τον πατέρα μου στα αίματα, νόμισε ότι ήταν πεθαμένος και φώναξε να τον πάρουν. Τον πήραν με μια κουβέρτα, τον έφεραν στα γυναικόπαιδα κι έτσι γλύτωσε κι αυτός. Εν τω μεταξύ είχαν βάλει φωτιά σ’ όλο το χωριό. Καπνός και κακό παντού. Εμείς ήμασταν σκορπισμένοι στα βλαγάδια και μετά πήγαμε πάνω απ’ τ’ αμπέλια να περάσουμε τη νύχτα.
Λίγες μέρες μείναμε στ’ Χατζημήτση και το χειμώνα τον περάσαμε στο μαναστήρι….
Σταθόπουλος Δημ. Κώστας (γενν. 1934)
…Όλο το χωριό με τον πατέρα μου που ήταν πρόεδρος και τον παπά, βγήκε στο Σταυρό να υποδεχτεί τους Γερμανούς. Πήγαν να τους καλοπιάσουν για να μην πειράξουν το χωριό. Οι Γερμανοί δεν έδειξαν από την αρχή τις άγριες διαθέσεις τους και κατά φάλαγγα πέρασαν από την πλατεία του χωριού και πήγαν προς τη Ράχη. Μαζί τους ήταν και δυο Έλληνες που κουβαλούσαν ένα Γερμανό σκοτωμένο στο ξυλοκρέβατο. Θυμάμαι είχαν και δυο μεγάλα σκυλιά... Δεν ξέρω τι έγινε εκεί, λεν ότι βρήκαν κάτι χειροβομβίδες και σε λίγο γύρισαν στην πλατεία, μάζεψαν το κόσμο και μετά ήρθαν προς το σπίτι μας. Εκεί κάθονταν ο παππούς μου ο Μακρυιάννης (Τζιώνας Ιωάννης) και είχε και τον αδερφό μου το Γιάννη στα χέρια. Ήταν κι η μάνα μου μπροστά. Χωρίς δεύτερη κουβέντα τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν… Και έβαλαν στο σπίτι φωτιά. Το σπίτι λαμπάδιασε και η φωτιά έφτασε μέχρι το σκοτωμένο παππού μου. Η μάνα μου φώναξε μια γειτόνισσα για να τον τραβήξουν να μην καεί…
Έκαψαν τότε τα περισσότερα σπίτια και σκότωσαν και καμιά δεκαριά παππούδες. Εκείνη τη μέρα σκότωσαν και τον άλλο παππού μου από τη μεριά της μάνας μου, το Σταθόπουλο Κωνσταντίνο. Κι όλα αυτά όπως έλεγαν, σε αντίποινα για το Γερμανό που σκοτώθηκε στη Βογγόπετρα…
Όλα τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς είχαμε μαζευτεί στο καραγάτσι που ήταν στα Τζιωνάθκα τα σπίτια. Βλέπαμε το χωριό που καίγονταν και ακούγαμε τις σφαίρες… Μετά οι Γερμανοί έφυγαν με τους αιχμαλώτους για την Αιανή.
Εμείς πήγαμε στη Χατζημήτση, όπου είχαμε τη στρούγκα με τα γίδια. Εκεί κοιμηθήκαμε το βράδυ.
Μετά, για κάνα-δυό χρόνια μείναμε στην καλύβα στο Μαναστήρι, πάνω απ’ το Ρύμνιο, κοντά στη Μπάρα…
Τσακνόπουλος Ανδρέας (γενν. 1932)
Εγώ ήμουνα στο χωριό και πήγαινα στο Κουντουλάκι. Άκουσα ότι έρχονταν οι Γερμανοί και οι αρχές πήγαν να τους δεχτούν στο Νουφανό, πιο εδώ. Τότε εγώ έτρεξα να κρυφτώ προς τα αμπέλια. Εκεί βρήκα τον παππού το Τζιαντουνάτσιο, το Ζιάκα ήταν πάνω στην καστανιά. Δεν του άρεσε εκεί και μετά πήγε να κρυφτεί στο αμπέλι του Χαϊνταρουκώτσιου πάνω σ’ ένα δέντρο. Κατέβηκε κι από εκεί…
Τότε είδα τον πατέρα μου που κατηφόριζε από τη Μαντρινιά. Ήταν ανήσυχος και πήγαμε στην Ιτιά, εγώ, ο πατέρας και η μάνα τ’ μπάρμπα Αντώνη. Από εκεί βλέπαμε του Γερμανούς να φεύγουν προς τα Μπατζιλίκια. Αλλά γύρισαν πίσω και είδαμε να βγαίνουν καπνοί από το χωριό. Είχαν βάλει φωτιά. Μετά φύγαμε πιο πάνω προς τον Πύργο. Εκεί ήταν ένα μεγάλος βράχος και βρήκαμε το Σκαριμπουζιώγα. Κρυφτήκαμε εκεί γιατί οι Γερμανοί μας πυροβολούσαν. Είχαν κιάλια φαίνεται και μας έβλεπαν. Εκεί πάνω ήταν και κοπάδια και άλλοι χωριανοί. Ο πατέρας μου μόλις πήρε να νυχτώνει, πήγε να γλυτώσει μια αχυρώνα που είχαμε, αλλά δίπλα στου Παναέτη χτυπούσαν κάτι σφαίρες που είχε και δεν μπορούσε να πάει κοντά και έτσι κάηκε…
Η μάνα μου ήταν στο σπίτι και πήγε ένας που ήταν βαμμένος στο πρόσωπο, ελληνικά μιλούσε, και της είπε να φύγει. Πήγε με τ’ άλλα γυναικόπαιδα στα Βατσινόια. Την άλλη μέρα μάθαμε ότι είχαν σκοτώσει στο χωριό καμιά δεκαριά παππούδες.
Μετά φύγαμε και πήγαμε στο Λιβαδερό και μέναμε σε καλύβες στα μαντριά. Εκεί βρήκαμε απέναντι στο Ανήλιο τον Ναστάση και τους άλλους χωριανούς που δεν είχαν φούρνο και τους εξυπηρετήσαμε.
Μετά το ’45 γυρίσαμε στο χωριό…
Χαρισόπουλος Αχιλλέας (γεν. 1936)
Όταν εκείνη τη μέρα ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό, εγώ με το Αχιλλέα τον Τσινίκα ήμουνα στου Χαϊντάρη το σπίτι. Βλέπαμε τη φάλαγγα που περνούσε κουβαλώντας και τους νεκρούς Γερμανούς από τη μάχη που είχε γίνει στη Βογγόπετρα και πήγαιναν κατά τη Ράχη. Λίγο αργότερα όμως γύρισαν και άρχισαν να βάζουν φωτιά στα σπίτια του χωριού. Μεγάλη καταστροφή. Τους παππούδες που βρήκαν στο χωριό τους σκότωσαν. Δεν είχαν ακούσει τον Κεραυνό που τους είχε προειδοποιήσει να φύγουν όλοι από το χωριό και να μείνουν μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά…
Εμάς τα γυναικόπαιδα μας είχαν μαζέψει εδώ που έχει ο Λιπιτάς το σπίτι. Το μακαρίτη τον Τσιάτσιο το Θανάση τον χτύπησαν, τον λάβωσαν κι έπεσε σε ένα φράχτη. Κι ενώ οι γυναίκες τον έκλαιγαν, όσο πλησίαζε η φωτιά που έκαιγε το φράχτη, αυτός …παραμερνούσε! Και τον μάζεψαν και γλύτωσε…
Φύγαμε και μέναμε στη Ρίζα, η οικογένεια η δικιά μας, του Παπαγεωργίου, του Θανάση του Παπανικολάου και της Στάθαινας του Λευτέρη του Σταθόπουλου.
Αργότερα το χειμώνα, Φεβρουάριος μήνας θα ήταν, οι Γερμανοί ξαναήρθαν και μας βρήκαν στη Ρίζα. Μάζεψαν τα δικά μας τα πρόβατα και του Καβρουνάτσιου τα γίδια εκεί στο Νατσιάθκου το χωράφι και πυροβόλησαν το Βαγγέλη που τούμπα-τούμπα έφυγε.
Εμάς εκεί μας στήσαν σε μια πουρναριά, τη μάνα μου, τη Στάθαινα, τη θεια μου τη Χρήσινα κι την Τσιβούλα του Γιάννη του Παπανικολάου και ένας Γερμανός όπλισε το αυτόματο. Μετά κάτι είπαν μεταξύ τους και δεν πείραξαν. Μαζί τους, ξέχασα να πω, ήταν και δικοί μας Έλληνες καταδότες, οι λεγόμενοι μπουραντάδες. Η Στάθαινα είπε μετά ότι γνώριζε τον έναν από τους μπουραντάδες, που τον είχε φιλοξενήσει παλιότερα στο σπίτι της. Ίσως γι αυτό δεν μας πείραξαν. Τα πρόβατα τα πήγαν μέχρι παραπάνω τα Βοσκοτόπια και τα άφησαν. Εκεί τα βρήκαν ο πατέρας μου και ο Καβρουνάτσιος και τα έφεραν πίσω.
Εκείνη τη μέρα είχαν σκοτώσει και το Ζαραβιγκοβασίλη…
Γιώργος Μαστρ.
Δημοσιεύτηκαν στα τεύχη 22 και 23 της εφημερίδας "Εν Μικροβάλτω..."
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.