ΕΙΜΙΣΤΙ ἰδώϊας, τώρα σιαμπρουστὰ ἀρχινούντας τοὺ 2018, στοὺ Μαναστήρ’ μὶ τ’ μάνναμ’, ἀμπουτὶ μ’ πουνάει λίγου τοὺ πουδάρ’, κι δὲν σών’ νὰ λιέη γιὰ τὰ παλιὰ ἀπ’ τοὺ χουργιό.
Ἦρθαν, ἀπ’ λέτι, οἱ Ἰγγλέζ’ στοὺ χουργιό μας κι ἔφκιασαν στρατόπιδου ἰκεῖα μέσ’ στς καστανιές.
Αὐτέσια ἀπ’ τς χάλασι ἡ ἔρμους ἡ ἀναδασμός. Ὅπους ἦταν ἡ Τζιουτζιάθκ’ ἡ καστανιά, π’ τ’ φύλαγι ἡ μπάμπου ἡ Κατιρίν’ ἡ Τζιουτζιουγκουντίνινα κι ἡ Τσιουτσιουλιανάθκ’, σὰν παραπάν’ ἦταν τ’ Θουδουρουιάν’ μνιὰ τρανὴ γκουρτσιά. Ἰκεῖα στ’ γκουρτσιὰ στίβαξαν ἕναν τρανὸ σουρὸ ντινικέδγια μὶ βιζίνις. Ἅμα ἦρθαν οἱ Γιρμανοί, ὅλ’ αὐτοὶ τς ντινικέδις τς πιρίλαβαν μι κασμάδις κι τσικούργια κι τς ξέσκσαν. Χύθκαν ὅλις οἱ βιζίνις καταῆς στοὺ χῶμα. Ἡ φουκαρίνα ἡ γκουρτσιὰ ὑπούφιρι κι ἰμπρέτσι μι αὐτάϊας τὰ δηλητήρια ἀπ’ ‘ν Ἀγγλία μέχρι π’ γίνκι ξέρακας. Οἱ στρατιῶτ’ οἱ Ἰγγλέζ’ πάηναν στὰ σπίτχια κι ζητοῦσαν ἀπ’ τς νοικουκυρὲς μπόϊλ εγκς-βρασμένα αὐγά. Ὅταν τς πῆραν ἀπ’ τοὺ κουντὸ οἱ Γιρμανοὶ κυνηγιοῦντα κι τὶ δὲν παράτσαν στοὺ στρατόπιδου τς. Κουβέρτις, σκηνές, κουσέρβις, μπισκότις, μπιτόνια, μπούρντις, κουνουπχιέρις, ἰκεῖνα τὰ σιδηρέϊνα τὰ σιντούκια ἀπ’ κουβαλούσαμι κι μεῖς ἀργότιρα ἄμμουν, ἀσβέστ’ κι κουπρές. Σὰν πλάκουσαν ὅμους οἱ χουργιανοί μας, οἱ Τρουβαλτνοὶ κι οἱ Μουκριῶτις, τὰ σήκουσαν ὅλα. Πῆραν ἀκόμα κι μπιτόνια μὶ βιζίνις. Ἄναβαν τοὺ γκαζουκάντηλου κι ἅμα ἦταν κουντὰ οἱ βιζίνις ἅρπαζαν κι αὐτὲς κι γένουνταν ἔκρηξ’. Καμπόσ’ τὰ ντινικέδγια ἀποὺ τς κουσέρβις τἄφκιαναν νιρουπότηρα, γιὰ νὰ μὴ σκών ἀράδα τς φτσέλις ἢ τὰ λαΐνια τς.
Σχόλια
Να είσαι καλά για μαθαίνουν και οι νεότεροι την Πατρογονική μας διάλεκτο.
Απ' τα Σιέρρας με αγάπη.
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.