ΜΙ λιέι ἡ μάνναμ’. Πάηνα κάναν κιρὸ κάτ’ σν Ἀργασταριὰ νὰ πάρου νιρό. Ἅμα ἵβρισκνα ἰκεῖ τ’ θχειάκου ‘μ Παδημητρουβασίληνα μ’ ἴλιγι. Ἄει κουρτσάκιμ’. Ἄσι ἰδώϊας τὰ σέα τὰ θκάσ’ κι θὰ τὰ βάλου ἰγὼ στὰ σιουλνάργια, γιὰ νὰ γιουμώσν.
Ἰσὺ ὅμους πάρι τὰ θκάμ’ τὰ φτσέλια κι τς μπούκλις κι βγάλτα τοὺν ἀνήφουρου ὡς ἀπάν’ στοὺ ἴσιουμα στοὺ Ζαραβιγκάθκου τἁλών’. Ἀμπουτὶ ἰγὼ φουρτουμέν’ μὶ τὰ σέα μ’ δὲν μπουρῶ νὰ βγάλου τν ἀνηφόρα. Ἀπουσταίνου πουλύ, μάνναμ’ καλή. Δὲν καταφέρου νὰ πάρου ἀνάσα. Ὕστιρα θὰ βγῶ κἰγὼ ἔναργα-ἔναργα κι θὰ τὰ πααίνου στοὺ σπίτ’.
Τἄπιρνα, ἀπ’ λὲς κι ‘γώ, κι τὰ ἀνέβαζα χουρουμπδώντας. Δὲν καταλάβισκνα καντίπουτα. Ἄμ’ τώρα πάτσα κι γὼ τὰ ἰνηνῆντα κι ἀπουσταίνου σὰν τ’ θχειάκου ‘μ Παδημητρουβασίληνα.
Θιὸς σχουρέστην. Ἦταν πουλὺ πουνημένους ἄνθρουπους!
Ἰὰ νὰ δῆς.
12.1.2018
Ἡ ἀγράμματους.
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.