Μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του Ελληνικού Εορτολογίου είναι τα Άγια Θεοφάνια. Χρονιάρα μέρα. Γιορτάζεται σε ανάμνηση της βάφτισης του Χριστού από το Ιωάννη τον Πρόδρομο στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Λέγεται Θεοφάνια γιατί τη μέρα αυτή φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός της αγάπης.
Ο λαός μας ονομάζει τα Θεοφάνια Φώτα, γιατί στα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι κατηχούμενοι που συνήθιζαν να βαφτίζονται τη μέρα αυτή κρατούσαν στα χέρια αναμμένες λαμπάδες.
Το πρωί της παραμονής της γιορτής ψάλλεται στην εκκλησία ο μεγάλος αγιασμός. Ευλογούνται και αγιάζονται τα νερά, όπως αγιάστηκε ο Ιορδάνης που δέχτηκε στα νερά του το Χριστό, όταν βαφτίστηκε. Μετά την απόλυση της λειτουργίας ο παπάς με το σταυρό και το βασιλικό στο χέρι γυρίζει όλα τα σπίτια του χωριού και τ' αγιάζει.
Κάποια δοξασία αναφέρει πως τα μεσάνυχτα της παραμονής των Θεοφανίων ανοίγουν οι ουρανοί. Τη στιγμή εκείνη ότι ζητήσει κανείς πραγματοποιείται. Φτάνει να το ζητήσει την ώρα που είναι ανοιχτοί οι ουρανοί και να είναι καθαρός στην ψυχή.
Και τα Θεοφάνια η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε νύχτα. Ξεκινούσαν τότε όλοι για την εκκλησία φορώντας τα καλύτερα γιορτινά τους ρούχα. Συνηθίζονταν ό,τι καινούργιο (ρούχα, παπούτσια) αγόρασαν ή έκαμαν, να το φορούν για πρώτη φορά τα Φώτα, να φωτιστεί. Οι έφηβοι και τα παιδιά έπαιρναν μαζί τους και ένα μικρό εικόνισμα, από το εικονοστάσι του σπιτιού τους. Αυτό τους ήταν απαραίτητο στην περιφορά, που θα έκαναν στα εξωκλήσια του χωριού, πριν από τη βάφτιση.
Μετά τη λήξη της ακολουθίας του Όρθρου, όλοι οι νέοι και τα παιδιά κρατώντας τα εικονίσματα στα χέρια, ξεκινούσαν για τα εξωκλήσια, φωνάζοντας δυνατά: "Κυριαλέησο" (Κύριε ελέησον). Σε κάθε εξωκλήσι ή εικονοστάσι που πήγαιναν ασπάζονταν με τη σειρά όλες τις εικόνες του τέμπλου και ύστερα έπαιρναν την εικόνα του Αγίου, στο όνομα του οποίου τιμάται αυτό, για να τη φέρουν στη βάφτιση. Η εικόνα δίνονταν σ' όποιο νέο πρόσφερε το μεγαλύτερο σε αξία τάμα στην εκκλησία. Γινόταν δηλαδή τη στιγμή εκείνη ένας πρόχειρος πλειοδοτικός διαγωνισμός, στον οποίο προσφέρονταν χρήματα, λάδι για τις κανδήλες, γεωργικά προϊόντα ή ζώα (σιτάρι, προβατίνες, γίδες, αρνιά, κατσίκια)*. Μετά την κατακύρωση παραδίνονταν η εικόνα στον πλειοδότη, ενώ όλοι του έδιναν την ευχή "Να σι βοηθάει".
Αφού επισκέπτονταν όλα τα ξωκλήσια και παραλάμβαναν τις εικόνες των αγίων, επέστρεφαν στην εκκλησία, απ' όπου είχαν ξεκινήσει. Εκεί στο προαύλιο της γινόταν η Βάφτιση, στην οποία παρευρίσκονταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, που μετέφεραν μαζί τους όλες τις εικόνες, που είχαν στο εικονοστάσιο του σπιτιού τους να τις αγιάσουν.
Οι γυναίκες έφερναν επίσης στο χώρο της βάφτισης ένα πιάτο με αλάτι, μια μικρή κουλούρα, που την έκαναν με αλεύρι σίκαλης (βοϊδόψωμο) και ένα δεματάκι με καλαμιά σίκαλης.
Ο παπάς έκανε τον "αγιασμό των υδάτων" ρίχνοντας το σταυρό μέσα σ' ένα καζανάκι (μπαγκράτσα) γεμάτη νερό. Το καζανάκι το γέμιζε με νερό μια νιόπαντρη γυναίκα που απόχτησε αγόρι και το έφερνε κρατώντας το στο κεφάλι, από τη βρύση ως την εκκλησία. Στο τέλος της ακολουθίας της κατάδυσης του σταυρού όλοι περνούσαν και ασπάζονταν τις εικόνες της βάφτισης και των αγίων, που έφεραν τα παιδιά απ' τα ξωκλήσια. Τις κρατούσαν τα ίδια που πλειοδότησαν στις δημοπρασίες που έγιναν. Μετά έπαιρναν σε μπουκαλάκια αγιασμένο νερό απ' το καζανάκι, στο οποίο έγινε η κατάδυση του σταυρού και γύριζαν στα σπίτια τους. Με αυτό ράντιζαν όλο το σπίτι, για να φύγουν οι καλικάντζαροι, το στάβλο και τα ζώα, τα μαντριά και τα γιδοπρόβατα, τα σπαρμένα χωράφια, τα αμπέλια και τα δέντρα για νά χουν υγεία και καλή σοδειά. Στη διάρκεια του ραντίσματος έψελναν το απολυτίκιο της γιορτής των Θεοφανίων "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σον Κύριε ..." Ακόμα έπιναν λίγο απ' τον αγιασμό όλα τα μέλη της οικογένειας για να σταθούν γεροί και να μην αρρωστήσουν. Οι νοικοκυρές γυρίζοντας απ' την εκκλησία έχυναν το νερό που είχαν τα δοχεία γιατί το μόλυναν οι καλικάντζαροι και πήγαιναν στη βρύση και έφερναν φρέσκο αγιασμό και καθαρό. Την κουλούρα που αγιάστηκε την έδιναν να τη φάνε τα βόδια, το δε αλάτι αφού το ανακάτευαν με πίτουρα το έδιναν στα γιδοπρόβατα τους για νάνε γερά όλη τη χρονιά. Τέλος τα καλάμια της σίκαλης τα έδεναν γύρω στον κορμό των δέντρων για να μη προσβληθούν από αρρώστιες και να δώσουν άφθονο καρπό.
Τις εικόνες των εικονοστασίων των σπιτιών και των εξωκλησιών ύστερα από τη Βάφτιση τις άφηναν 40 μέρες στην εκκλησία. Τις τοποθετούσαν μπροστά στο τέμπλο της εκκλησίας, από όπου τις έπαιρναν για να τις ξαναφέρουν στη θέση τους, στο εικονοστάσι του σπιτιού τους, την ημέρα της γιορτής της Υπαπαντής του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου).
Ύστερα από το μεσημεριάτικο φαγητό έβγαιναν όλοι στην πλατεία, όπου έστηναν παλλαϊκό χορό με βιολιά και κλαρίνα, αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Τις περισσότερες φορές χόρευαν μέσα στα χιόνια με θερμοκρασία κάτω του μηδενός. Στο χορό μετείχαν και οι γυναίκες, σε χωριστό κύκλο. Χόρευαν δηλαδή άντρες και γυναίκες σε χωριστούς ομόκεντρους κύκλους, στον εσωτερικό κύκλο οι γυναίκες και στον εξωτερικό οι άνδρες.
*Το έθιμο του πλειστηριασμού των εικόνων εξασφάλιζε ένα έσοδο στην εκκλησία. Σήμερα τούτο σταμάτησε, όπως και πολλά άλλα. Δεν γίνεται τώρα μεταφορά των εικόνων απ' τα ξωκλήσια στη Βάφτιση.
Απο το βιβλίο του αείμνηστου Δάσκαλου Ηλία Λαμπρέτσα "ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ"