Όλοι περίμεναν με ανυπομονησία τον ερχομό της αποκριάς. Οι ηλικιωμένοι για να τους φέρει κοντά τα ξενιτεμένα τους παιδιά, για ν' αποκρέψουν όλοι μαζί. Περισσότερο όμως απ' όλους χαίρονταν, γελούσαν και γλεντούσαν τα παιδιά.
Αυτά από πολλές μέρες νωρίτερα βρίσκονταν σε πυρετώδη κίνηση. Με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση πηγαινοέρχονταν παρέες παρέες στο δάσος κόβοντας και μεταφέροντας κέδρα, με τα οποία άναβαν φανούς (φωτιές), το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς (της Τυρινής). Το κόψιμο των κέδρων γίνονταν από τα μεγαλύτερα παιδιά, ενώ το κουβάλημα (ή μεταφορά τους) γίνονταν από τα μικρότερα και τα κορίτσια, σβαρνίζοντάς τα. Κάθε μαχαλάς (γειτονιά) άναβε το δικό του φανό. Γι' αυτό και υπήρχε μεγάλη ανταγωνιστική διάθεση. Τα παιδιά της κάθε γειτονιάς κατέβαλλαν προσπάθειες και κόπους για να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα κέδρα μπορούσαν, για να κρατήσει ο φανός τους πιο πολλές ώρες. Προτιμούσαν δε τα κέδρα από κάθε άλλη καύσιμη ύλη γιατί ανάβουν εύκολα και βγάζουν μεγάλη φλόγα. Η συγκέντρωση των κέδρων γίνονταν σε κάποια αυλή σπιτιού ή αχυρώνα, για λόγους ασφαλείας. Υπήρχε κίνδυνος κλοπής τους από παιδιά άλλων γειτονιών, πράγμα που γίνονταν συχνά και θεωρούνταν κατόρθωμα, για το οποίο μάλιστα και καυχώνταν οι δράστες. Γι' αυτό τα τοποθετούσαν σε περιορισμένο πάντα χώρο και μάλιστα ορίζονταν φύλακες. Ολόκληρες μάχες με πέτρες γίνονταν ανάμεσα στους φύλακες των κέδρων και σε εκείνους που αποπειρώνταν να τα κλέψουν.
Το βράδυ της Τυρινής, μετά την απόλυση του εσπερινού, στο νάρθηκα της εκκλησίας γίνονταν η αμοιβαία συγχώρηση ιερέως και εκκλησιάσματος και η συμφιλίωση εκείνων που είχαν μαλώσει. Εκεί στον ιερό χώρο, κάτω από βλέμματα του Θεού, όλοι έδιναν τα χέρια τους, ξεχνούσαν τις μικροπαρεξηγήσεις και τις έχθρες και αλληλοσυγχωρούνταν. "Άϊντι σχουρεμένα...". Έτσι αναχωρούσαν όλοι για τα σπίτια τους αγαπημένοι, και χαρούμενοι. Ένιωθαν το εαυτό τους εξαγνισμένο και είχαν ήσυχη και καθαρή τη συνείδηση τους, γιατί σαν χριστιανοί έκαμαν το καθήκον τους, όπως το απαιτεί ή θρησκεία μας.
Ύστερα από τον εσπερινό, τα παιδιά επισκέπτονταν τους νουνούς τους, για να ζητήσουν συγχώρηση. Τους φιλούσαν το χέρι και έλεγαν: "Συγχωρεμένα Νούνε". Εκείνοι, μαζί με τις ευχές τους, έδιναν στους αναδεξιμιούς τους και φιλοδωρήματα.
Το ίδιο γίνονταν και σε κάθε οικογένεια το βράδυ, πριν αρχίσει το φαγητό. Όλα τα νεώτερα μέλη της οικογένειας ζητούσαν από τους μεγαλύτερους (παππούδες, γονείς) συγχώρεση και τους φιλούσαν το χέρι, αφού πρώτα έκαναν και μία μετάνοια. Οι μεγάλοι κερνούσαν τότε τα παιδιά χρήματα, και τα εύχονταν να ζήσουν και να προκόψουν στη ζωή τους.
Στη συνέχεια παίζονταν ο "Χάσκαρς", ένα χαρούμενο οικογενειακό παιχνίδι, που σκορπούσε το γέλιο και την ευθυμία σ' όλη την οικογένεια. Ο αρχηγός της οικογένειας έδενε στον κλώστη, (κυλινδρικό ξύλο σαν ραβδί μήκους 0.80μ. περίπου) που χρησιμοποιούν οι γυναίκες στο άνοιγμα των φύλων της πίτας με βαμβακερή κλωστή, ένα καθαρισμένο και καλοβρασμένο αυγό. Τούτο το περιέφερε με τέχνη στα στόματα των παιδιών, που προσπαθούσαν να το αρπάξουν (να το χάψουν), χωρίς χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους. Καθώς τα παιδιά ανοιγόκλειναν τα στόματα, στην προσπάθεια να δαγκάσουν το αυγό, προκαλούνταν άφθονα γέλια. Η κλωστή, στο τέλος του παιγνιδιού, καίγονταν με ευχές για καλή σοδειά.
Το αποκριάτικο τραπέζι, που ακολουθούσε, ήταν πλούσιο. Από κανένα σπίτι δε έλειπε ή πίτα, το σαραγλί γλυκό, το τυρί και τα αυγά Το κρέας μόνο απουσίαζε, γιατί το είχαν αποκρέψει από την προηγούμενη Κυριακή της Μικρής Αποκριάς (Απόκρεω).
Μετά το δείπνο άναβαν οι φανοί, σε ανοιχτούς χώρους κάθε γειτονιάς. Μικροί και μεγάλοι κατευθύνονταν τότε σ' αυτούς για ξεφάντωμα. Εκεί γύρω από τη φωτιά στήνονταν ο χορός στον οποίο πιάνονταν όλοι, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, γιατί
"Όποιος δε χορέψει απόψε
μαύρος γάτος θα τον φάει
παρδαλός θα τον τσιμπήσει ..."
Τα παιδιά τροφοδοτούσαν συνέχεια τη φωτιά με κέδρα, οι φλόγες των οποίων ανέβαιναν ψηλά σκορπώντας γύρω άφθονο φως.
Το τραγούδι άρχιζε ο πρώτος (ο κορυφαίος του χορού) και στη συνέχεια το επαναλάμβαναν όλοι οι άλλοι, χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια. Είναι δε τα αποκριάτικα τραγούδια εύθυμα, αστεία, σατυρικά και πολλές φορές άσεμνα, με ζωηρά πειράγματα. Ωστόσο κανένας δεν παρεξηγείται. Όλα επιτρέπονται, όλα είναι ελεύθερα τη βραδιά αυτή. Πολλοί από τους κατοίκους επισκέπτονταν τους φανούς μεταμφιεσμένοι. Τα παιδιά ντύνονταν καρναβάλια. Πολλοί πηδούσαν πάνω από τη φωτιά, για να καούν, όπως πίστευαν, οι ψύλλοι και τα άλλα ενοχλητικά παράσιτα. Ακόμα πίστευαν πως πηδώντας τη φωτιά εξασφαλίζουν υγεία και ευτυχία για όλη τη χρονιά.
Το γλέντι συνεχίζονταν με αμείωτο κέφι ώσπου να καεί και το τελευταίο κέδρο. Τότε αποχωρούσαν όλοι ευχόμενοι "Χρόνια πολλά και Καλή Σαρακοστή".
Την Καθαρή Δευτέρα οι νοικοκυρές έκαναν γενική καθαριότητα των σπιτιών. Τα μαγειρικά σκεύη της κουζίνας τα καθάριζαν με κασταλαή (βρασμένο σταχτόνερο), για να φύγουν τα λίπη.
Τα παιδιά, με προτροπή των γονέων τους, έτρεχαν νηστικά στην εξοχή, ψάχνοντας τους θάμνους και τα δέντρα, για να βρουν κάποια φωλιά πουλιών, γιατί αν δεν έφερναν τέτοια στη μητέρα τους δεν τους έδινε να φάνε. Και το έθιμο τούτο έχει τη σκοπιμότητα του. Εισήγαγε και προσάρμοζε τα παιδιά στην περίοδο της νηστείας που άρχιζε και που παρατείνονταν ως το Πάσχα. Επιστρέφοντας πεινασμένα στο σπίτι, ύστερα από τρέξιμο που κρατούσε ώρες ολόκληρες, δέχονταν να φάνε ευχαρίστως ότι νηστίσιμο τους πρόσφερε η μητέρα τους, ακόμα και ένα ξερό κομμάτι ψωμί.
Σε παλαιότερους χρόνους, το πρωί της Καθαροδευτέρας, οι άνδρες κρεμούσαν τα σκυλιά και τις γάτες με φόρτωμα (χονδρό σχοινί), το οποίο έδεναν σε δύο μεγάλους πασσάλους που ανοιγόκλειναν. Τα έθιμο τούτο βασάνιζε φοβερά τα συμπαθητικά κατοικίδια.
Τριομέρι. Οι γυναίκες του χωριού και κυρίως οι ηλικιωμένες και τ' ανύπαντρα κορίτσια τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής συνήθιζαν να κρατούν το λεγόμενο τριομέρι. Είναι δε τριομέρι η αποχή από κάθε είδους τροφή για τρεις μέρες (τριήμερη ασιτία). Μόνο το βράδυ έπιναν λίγο νερό. Την Τετάρτη το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν και ύστερα επέστρεφαν στο σπίτι και έτρωγαν κομπόστα, που την έκαναν με ξηρά φρούτα (κορόμηλα, ξινόμηλα, γκόρτσα, κυδώνι) και λίγη ζάχαρη (κουσιάφι).
Αποκριάτικα τραγούδια. Παραθέτουμε παρακάτω μερικά αντιπροσωπευτικά τραγούδια, που τραγουδιούνταν και χορεύονταν από άνδρες και γυναίκες, με πολλή ευθυμία, γύρω από το φανό το βράδυ της Αποκριάς (Τυρινής), όπως μας τα υπαγόρευσε η κυρία Λίνα (Αικατερίνη) σύζυγος Αγησιλάου Τζουκοπούλου:
για να βρούμι το κουβάρι
και στη ράχη τους καμπούρα.
θα γεράσουνε κι αυτές
έχασε και τη σαμάρα.
τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
σάλια, μύξες τη γεμίζει.
κι τσακώθκι στην κορφή
τουν τρουβά μι του σιτάρι.
σαν παπάθκις λειτουργιές.
Από το βιβλίο του Ηλία Κ. Λαμπρέτσα ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο mikrovalto.gr το 2012)