Ἰγὼ τοὔλιγα Φλάμπουρου κι ἡ γλῶσσα τς μάνναζμ’ οὕλου ἴλιγι ἡ Φλάμπουρας. Ἀφοῦ πάηνι ἔτσιας ἡ γλῶσσα τς, ἀπείκασα κι γὼ ὅτ’ θὰ τοὺ λέν’ σίγουρα ἡ Φλάμπουρας.
Στοὺ λιξικὸ Λίντιλ-Σκότ τοὺ λιέει φλάμουλον ἀ κι λατινικὰ flammulum=σημαία φλογίνου χρώματος. Εἶναι τὸ τῆς λαλουμένης φλάμπουρον. Τὰ Φλάμπουρα, ἴλιγαν κι τς πουλιμικὲς σημαῖις.
Ἔτσιας οὐντίζ’-συμφουνάει μιτημᾶς κι τοὺ Λίντιλ-Σκότ. Ἀφοῦ κι οἱ θκοί μας αὐτόϊας τοὺ σημειόξυλου τοὺ ἀντοῦσαν μὶ ἄσπρου ἀ κι βαμμένου μὶ ἀρζὰρ’-ἐρυθρόδανον μαλλί. Δὲ φαίνουνταν πθινὰ τοὺ ξύλου σὰν σκέτου παρμακλίκ’.
Αὐτόϊας ἦταν ἕνα ἴσιου ξύλου σὰν τοὺ σημειόξυλου. Σν κουρφήτ’ εἶχι κι Σταυρό, ὅπους κι τοὺ κουντάρ’ τς σημαίας. Ἔβαναν σν ἀηπανὴ ‘νἄκρια στοὺ Σταυρὸ τρία μῆλα κι ἕνα ἄσπρου τραπιζουμάντηλου. Τοὺ κρατοῦσι ἡ νούνους φόντας τοὺν ἔπιρναν τὰ μπρατίμνια κι ἡ συχαργιάτς μὶ τοὺ δισάκ’ στοὺ νώμουτ’ ἀπ’ τοὺ σπίτ’ κι πάηναν στοὺ γαμπρὸ κι στ’ νύφ’ κι σν Ἰκκλησιά. Κι στς τρεῖς τς γυρουβουλιὲς τρουϋρ’ ἀπ’ ‘νἸκκλησιὰ ἡ νούνους πάλι τοὺ βαστοῦσι ἀμπρουστά. Ἅμα ἔβγηναν ἀπ’ ‘νἸκκλησιὰ πάλι ἦταν μὶ τοὺ φλάμπουρου στοὺ χέρ’ ἀμπρουστὰ στοὺ χουρό. Κι ὅπχοιους ἔμπηνι πρώτους στοὺ χουρὸ πάλι κι αὐτὸς ἔπιρνι τοὺ φλάμπουρου ἀπ’ τοὺ νούνου.
Ἡ Τζουκουβασίλτς εἶχι μάθ’ ἀπ’ τς πιρατνοὶ σιαπέρα ἅμα πάηνι ἡ νούνους νὰ πάρ’ τοὺ γαμπρὸ νὰ λιέει, «ἄει μὶ τοὺ ἰφ’ ζῆν». Ὕστιρα τοὔλιγαν κι ἄλλ’. Κι ἅμα ἔπηρναν ‘νἄδεια ἀπ’ τοὺ νούνου νὰ χουρέψν, ἴλιγαν πάλι «μὶ τοὺ ἰφ’ ζῆν νοῦνι» κι αὐτὸς τς ἴλιγι, «ἄει μὶ τοὺ καλό».
Τοὺ «ἰφ’ ζῆν» τοὔλιγι κάναν κιρὸ πρώτους κι ἡ θκόζμας ἡ ΜιγΑλέξαντρους γιὰ τοὺν δάσκαλουτ’ τοὺν Ἀριστουτέλ’. «Στοὺν πατέραμ’ χρουστῶ τοῦ ζῆν κι στου δάσκαλουμ’ τοὺ ἰφ ζῆν», ἴλιγι. Ἔμ ἦταν παλλικάρ’. Αὐτούϊας σιαπάν’ στὰ Σκρόπχια, λέτι, νὰ τοὔλιγαν κι αὐτοί; Ὄ ρα, τὶ χνέργια ἔχουμι νὰ πάθουμι ἡ καημένουζμας;
Τὰ στιφάνια ἰτότις γιατιαφνοὺς π’παντρεύουνταν δὲν ἦταν σὰν αὐτάϊας τὰ ἰβρουπαίϊκα, ἀλλὰ τἄφκιαναν μὶ κληματόβιργις. Τς νύφς εἶχι μόνου μνιὰ γυρουβουλιά. Τ’γαμπροῦ εἶχι δγυὸ γυρουβουλιὲς κληματόβιργα, ἀλλὰ εἶχι κι μνιὰ ἀποὺ ἀπάν’, ἔτσιας σὰν κατσιοῦλα. Κιὰ τὰ δγυὸ τὰ στιφάνια τἄχαν τυλιγμένα μὶ χουντρουκλουζμένου ἄσπρου κι κόκκιανου μαλλί. Κι αὐτόϊας ἦταν συμβουλικό.
Φλάμπουρου κρατοῦσαν ἡ πατέραζμ’ κι ἡ μάνναμ’ στ’ χαρὰ τ’κουμπάρου μας τ’Βασίλ’ τ’ΚρανουΛία μὶ τ’Μαρία τς Παδημητρουμήκινας. Στιφάνια πάλι μὶ κληματόβιργις εἶδα μνιὰ φουρὰ στοὺ χουργιό μας στ’ χαρὰ τ’ΓκαλτσουΧαράλαμπ’, π’τοὺν ἔκανι ἡ παπαΝικόλας στοὺ σπίτιτς κι γὼ τοὺν ἀβουηθοῦσα κα’ τοὺ 1962…Ἦμαν μκρὸς ἰτότι κάνα δικαριὰ χρόνια.
Ἄει, παπαδγιὰἈφρουδίτ’. Ἄλλα χρόνια μάνναμ’.
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.