Τοὺ χουργιό μας πέρασι φουτχιὲς γιρές. Οἱ παραμουρφουμέν’ οἱ Γιρμανοὶ τὄκαψαν σὶ δγυὸ δόσεις ὅλου. Κὶ τὶ κατάλαβαν; Ὅλ’ ἔμνεισκαν ἰτότι στὰ καλύβγια κι στὰ μαντριάτς, ὅσ’ εἶχαν. Οἱ Τζιουνάδεις στοὺ Ζντιάν’. Οἱ Ἀλιξάδεις σιαπὰν κα’ τὰ Ἰσιώματα. Οἱ Ξυνιάϊδεις κα’ ‘νἈσκλήθρα.
Οἱ Τσιουβακάδεις κα’ τ’Ρίζα κι τ’Μπάρα. Ἡ Κουτουλουϊάνντς κα’ τοὺ Κουρί, ἡ Γκιάτας κα’ τὰ Παλιάμπιλα. Ἡ Ναστάϊς κι ἡ Ἀριδουιάνντς κα’ τοὺ Καλάμ’ κι τοὺ Κουφουλόγγ’, ἡ παπποῦζμ’ ἡ Στέργιους ζιρβὰ ἀπ’ τοὺν ἁηΛιᾶ. Στ’Ἀποκόλουμα, στ’Σιδέρ’, στ’Γιάνν’ τ’Λάκκα, στὰ Μαγγανάργια ἄλλ’. Κι ὅπ’ κατάφιρι ἡ καθένας.
Ἅμα ἡσύχασι ἡ τόπους ἀποὺ ὅλ’ τςλυκουφαγουμέν’ αὐτοί, κι νὰ μὴν ξανάρθν, τότι ἀρχίντσαν νὰ φκιάν τὰ σπίτχιατς, γιὰ νὰ σμμαζώξν μέσα τ’φαμπλιάτς.
Στ’δικαϊτία 1950-1960 κι λίγου παραδῶθι ἔχτζαν στοὺ χουργιό μας τὰ σπίτχιατς. Ἄλλ’ τςστιγάσιους κι ἄλλ’ μαναχοί, ἅμα δυνάζουνταν. Οἱ μαστόρ’ ἦταν κυρίους Δισκατχιῶτις. Εἶχαν ὄνουμα καλό, ἦταν καλὰ χέργια. Ἦταν μιρακλῆδις κι ἔχτζαν ‘μπέτρα. Συμφουνοῦσαν πρῶτα πόσου τοῦ μέτρου κι μὶ φαΐ ἢ χουρὶς φαΐ ξύψουμα. Ταλιπουργιοῦνταν κι αὐτοὶ οἱ φουκαράδις. Ἅμα μαέριβαν μαναχοί, οὕλου φασούλια κι φακῆ, μανέστρα κι μακαρόνια μὶ ζμί ἔφκιαναν. Ἦταν οἱ τρανοὶ μαστόρ’, εἶχαν κι τὰ μαστουρούλια. Οἱ τρανοὶ μαστόριβαν τς πέτρις, κι τὰ μαστουρούλια κουβαλοῦσαν μὶ τοὺ ντινικιὲ ἢ μὶ τοὺ πηλουφόρ’ τ’ λάσπ’. Ἅμα εἶχαν λάσπ’ οἱ μαστόρ’, τότις τὰ μαστουρούλια τς ἴφιρναν πέτρις κι λιανόπιτρις. Σν ἀρχὴ τ’λάσπ’ ‘νἔφκιαναν μὶ χῶμα κι νιρό. Ἐσκαβαν στοὺν κήπου τ’σπιτχιοῦ γούρνα κι νιρὸ π’κουβαλοῦσαν οἱ γναῖκις μὶ γκίμνια στὰ μπλάργια. Ἀργότιρα ἔβαναν κι ἀσβέστ’ μὶ ἄμμουν, ἀποὺ κάνας ποὺ κρατχιοῦνταν κι τς φσοῦσι. Μαναχοί, οἱ μαστόρ’ ἄνοιγαν τὰ θιμέλια, μὶ τοὺν κασμᾶ κι τοὺ λιζγκάρ’.
Ξέρτι τοὺ λιζγκάρ’ εἶνι ἀρχαία λέξ’. Γράφ’ στοὺ Λίντιλ-Σκότ, «λισγάριον=σιδηροῦν βωλοκόπον ἐργαλεῖον παρὰ τοῖς κηπουροῖς, συγγενὲς τῷ λίστρον. Κοινῶς ὀνομάζεται λισγάρι καὶ εἶναι εἶδος κτενοειδοῦς κηπουρικοῦ σκαλιστηρίου». Ἰμεῖς ὅμους ἴλιγάμι λιζγκάργια ὅλα τὰ φκιάργια. Ἰκτὸς ἀπ’τοὺ πατόφκιαρου. Τὰ θιμέλια τἄφκιαναν ξηρουλιθιά, γιὰ νὰ ἀραδάη τοὺ νιρό.
Νουρίτιρα ὅμους, ἕνας ἁπ’ἔβανι μπρουστὰ γιὰ σπίτ’, ἔπριπι νὰ σμμαζώξ’ τὰ ὑλικά. Πρώτουν ἦταν οἱ ντόπχις πέτρις. Συνηργείου οὑλόκληρου ἀπ’ τνοἰκουγένεια κι ἄλλ’ θκοίτς. Κάνας δυνατὸς μπρατσαρᾶς εἶχι ‘νπαραμίνα-λουστὸ κι μιτιαὐτὴν ἔσκζι κιἔβγανι πλάκις καλές. Ἡ μπαρμπαζμ’ ἡ Πουστόλτς ἦταν εἰδικὸς γιὰ τνπαραμίνα. Ἄλλ’ πάλι ἴφιρναν μαρμαρόπιτρις ἀπ’ τὰ μπάζα ἁπ’ εἶχαν πουλλὲς τὰ νταμάργια. Ἔπριπι νὰ φέρν γριντιές. Μ’ἴλιγι ἡ μάνναμ’, πῶς τςἴφιρναν φουρτουμένις στὰ μπλάργια ἀπ’ τ’Λουζιανὴ ὅλ’ τ’νύχτα, ἢ μία ἢ δγυὸ στ’μιριά. Κουρμοὶ ἀπ’ τρανὰ ἔλατα. Δύσκουλου φουρτχιό! Νὰ σὶ κυνηγάει κι τοὺ Δασαρχείου. Στοὺ παλιὸ τοὺ σπίτιμας εἴχαμι κι γριντιὰ κιδρίσια ἀπ’ τοὺ Ζντιάν. Ἱξάμιτρ’ γριντιὰ καμνιὰ 200 χρόνια, ἔτσιας καπακίζου! Αὐτὴν τνπῆρα κι ν’ἔφκιασα Σταυρὸ στοὺ Μαναστήρ’.
Τὰ χουρίζματα ἰτότι γιὰ τὰ δουμάτια τἄφκιαναν μὶ τσιατμάδγια. Δηλαδή, ἀμ’ πῶς νὰ τοὺ πιριγράψου τώρα; Ἔφκιαναν μὶ καδρόνια ἢ ἴσια λουμάκια τοὺν σκιλιτὸ κι μὶ δγυὸ τρία χουρίσματα στοὺν τοίχου. Σιαὐτὸν τοὺν σκιλιτὸ κάρφουναν βιργιὰ πλατανίσια κι ἀποὺ τςδγυὸ τςμιριὲς στοὺν τοίχου. Κι μέσα τοὺ γιόμουζαν γκουργκουλουλιανόπιτρις, κι ὅσου γιόμουζαν, ἀνέβηναν τὰ βιργιά. Ὕστιρα τοὺ παλάμζαν μὶ λάσπ’. Μέσα στ’λάσπ’ ἔβαναν ψιλουκουμμένου ἄχυρου γιὰ νὰ τοὺ κρατοῦν ἀ κι νὰ μὴ σκίζ’. Στὰ νταβάνια ἄλλ’ ἔβαζαν καλαμουτὴ κι ἔφιγγι μέχρι τ’ἀστέργια, ἄλλ’ ἔβαναν πισόχαρτου, κι ἄλλ’ κάρφουναν καβακίσια πηχάκια μὶ μψὸν πόντου ἀέρα. Αὐτὰ τὰ σουβάτζαν μὶ ἀσβέστ’ κι στοὺ χαμοὺρ’ μέσα ἔβαναν γδόμαλλου. Ἡ ἀσβέστς μὶ τοὺ γδόμαλλου ἔμπηναν ἀνάμισα στς ἀραφάδις στὰ πηχάκια κι κρατχιοῦνταν καλά. Αὐτὸ τοὔλιγαν παγδαντὶ κι στοὺ χουργιὸ τοὔλιγάμι μπαγλαντί. Ἡ μπάρμπαζμ’ ἡ Ἀντώντς, τςΠανάϊους, μὶ λιέει, ὅτ’ ἴδγια λέξ’ εἶνι κι τοὺ μπαγλαρώνου, ἂς ποῦμι τοὺ γουμάρ’=δένου τοὺ γουμάρ’. Τοὺ μπαγδαντί, λέν, εἶνι σιακάτ’ ἀπ’ τ’Βαγδάτ’. Φαντάσ’ ἀπ’ σιαποῦ μᾶς ἔρχουντι οἱ λέξεις!
Κι τώρα ἡ κριτσμᾶς.
Γένουνταν κριτσμάδις κι σὶ ἄλλα τρανὰ γιγουνότα ἰτότι σὶ ὅλα τὰ χουργιὰ ἀ κι στοὺ χουργιό μας. Τέλειουνι ἡ θέρους μὶ τ’ἁλώνια κι ἔφκιαναν κριτσμᾶ. Κι ὅ,τ’ ἄλλου γένουνταν. Ἄλλ’ εἶχαν τὰ καπνὰ κι ἄλλ’ πάλι ὅ,τ’.
Τρανὸ γιγουνὸς ὅμους ἦταν ἅμα τέλειουναν τοὺ χτίσιμου στοὺ σπίτ’. Αὐτόϊας σήκουνι καλὸν κριτσμᾶ. Τοὺ σπίτ’ τέλειουνι, τἀλάχιστουν στνπρώτ’ τ’φάσ’. Τέλειουνι τοὺ χτίσιμου. Γένουνταν κι ἡ σκιπαστή. Νὰ μὴ τςβρῆ ἡ χειμώνας μὶ τοὺ σπίτ’ ἀσκέπαστου. Ἦταν συλλουὴ τρανή. Τςθκοίμας τςεἶχι πχιάσ’ ἡ χειμῶνας μὶ ἀσκέπαστου κι τοὖχαν τρανὸν καημόν. Εἶπαν ἀμὰν νὰ σώσ’ ἡ χειμώνας, γιὰ νὰ τοὺ σκιπάσν. Ἔβαναν κι τὰ κιραμίδγια κι τς καβαλάρδις. Ἔφταναν σνκουρφή. Ἰδῶ γένουνταν ἡ κριτσμᾶς. Ἡ μέρα αὐτὴ κι ἡ ὥρα ἁπ΄ τέλειουνι τοὺ σπίτ’ σὰν χτίσιμου πρῶτα γένουνταν γιουρτή. Ἡ νοικουκυρὰ πρώτ’-πρώτ’ μαγείριβι καλά. Ἔσφαζι κάνα παραπανίσιου κουκουτάρ’ κι ἔφκιανι σοῦπα πηχτὴ μὶ μπόλκου ρύζ’, γιὰ νὰ φτουράη. Ἔφκιανι καμνιὰ πίτα, τηγανιά, λαγγίτις κι ὅ,τ’ ἄλλου χάζμαλου. Καθὼς ἀρχινοῦσαν νὰ βάν’ τὰ κιραμίδγια, ἔβαναν ἕνα ὄρθιου καδρουνάκ’ ἀπάν’ σνκουρφή, στοὺν παπᾶ, κι ἔφκιαναν σταυρό. Ἰκεῖ κριμοῦσαν μαντήλια, πιτσέτες μκρές, μαλλίσια σκούνια, τσιουράπχια. Αὐτὰ ἦταν τὰ τυχηρὰ ἀπ’ τςμαστόρ’. Οἱ μαστόρ’ κι ἄλλ’ μαζὶ τραγδοῦσαν κιόλα. Οἱ μιρακλῆδις βέβια τραγδοῦσαν κι ὅταν χτίζουνταν τοὺ σπίτ’.
Τὶ νὰ τ’φκιάσου κιαὐτὴν τ’μάνναμ’ ἔφυγι κι δὲν μὶ τἆπι ὅλα… Σὰν πχοιὸς νὰ μὶ τὰ πῆ τώρα; Ἄει, καλὸν παράδεισου σὶ ὅλ’ τςπαλιοίμας ἁπ’ ἔφκιαναν κριτσμάδις ἅμα ἔσουναν τὰ σπίτχιατς!
Ἄει, ἀρνιμα Τρίτ’ 1.10.2024
ἀρχινάει πάλι κιἄλλους χειμώνας στ’ζουήμας!
Θάρρουμ’ κι τοὺν βγάζουμι; Ἔχ’ ἡ Θιός! Δόξα Τουν!