Ἤμασταν προυτοῦ ἀποὺ καμμιὰ σαρανταριὰ χρόνια ἀπάν’ στ’Φλώρινα σνκατασκήνουσ’. Κουντὰ στὰ πουλλὰ πιδγιὰ ἦταν κι καμπόσα ἀπ’ τοὺ χουργιό μας. Εἶχαν κάν’ στοὺν Γιουργάκ’ μνιὰ κατρατσιὰ κι τοὺν ἀκάλισι μπρουστὰ στὰ πιδγιὰ ἡ ἀρχηγός.
Κι τοὺν ρώτιξι, Γιατὶ τοὺν φώναξις ἔτσιας; Κι ἡ Γιουργάκς τοὺν ἀπάντσι. Ἰπειδὴς μὶ φύτσι α. Ἀμ δὲν κατάλαβι καένας ντίπ, σᾶς λέου. Κι τὶ θὰ πῆ μὶ φύτσι;;;…=μὲ ἔφτυσε, γιὰ νὰ μὴ σᾶς κρατῶ κὶ σὶ τρανὴ ἀγωνία, σὰν ποιὰ νὰ εἶνι τάχαμου αὐτὴ ἡ σπουδαία λέξ’.-
Ὡς ἰδῶ καλά, ἀλλὰ «τοὺ φύτσι ἡ τσιούλτς» πάλι τὶ χαλεύ’ νὰ πῆ; Νά, τὸ ἔφτυσε ἡ τσιούλτς. Κι τὶ εἶνι αὐτὸς ἡ θκόςσας ἡ τσιούλτς;
Ἡ τσιούλτς εἶνι ἡ πρασινόμυγα. Ἀσκησιάρκου πράμα. Αὐτὴν ἔχ’ πουλλὰ χαταλίκια κι ζαράλια, ἀλλὰ τοὺ κυριότιρου εἶνι, ὅπ’ βρῆ βρουμνιὰ κι ψουφίμνια ἰκεῖ πααίν’. Μὸνου νὰ τ’δῆς ἀπάν στὰ ψουφίμνια κι στςκουπρὲς κι σ’ἔρχιτι ἄτκα. Κι ὅπ’ κάτσ’ τὰ φτάει (τὰ φτύνει) ὅλα. Κι τὰ μυγουφτύζματα ἀπ’ τοὺν τσιούλ εἶνι μὶ τοὺ κατιφθείαν σκλήκια κι στοὺ φαΐ κι στοὺ κριᾶς κι στοὺ τυρί, κι ὅπ’ ἔκατσι ἤ φύτσι ἡ τσιούλτς πρέπ’ νὰ πιταχτῆ ὅλου. Φκιάν’ χουντρὴ ζημνιά, εἶνι πουλύ ζημνιάρκου, τ’ἄχρηστου (σχουρνᾶτι μι). Μκρὸς δγιάουλους, τρανὰ τσαρούχια… ἁπ’ λιέει κι ἡ παροιμία μας. Ἅμα ἔτρουγις ὅ,τ’ κι ἀντὶ ἁπ’ τοὺ φύτσι ἡ τσιούλτς τἀκουσιοῦ φέγα ὅσου μακρύτιρα ἀντέχς.
ΣΑΝ παρακάτ’ τ’ἄλλου ἀπ’ λές ἰκεῖ ἀπάν’ ἀπάν’ στοὺ κιφαλάρ’, τὰ μπδούλια, σὰν τί νὰ εἶνι κι αὐτά; Ἰά ρὰ κι αὐτὰ εἶνι μκρὰ σκλήκια. Αὐτὰ βγαίν’ κυρίους στοὺ τυρί. Ἔγραψι κουντὰ στὰ ἄλλα, σὰ φταζμυδίτκου ψουμί, γιαὐτὰ κι ἡ Σουφία ἡ θκήμας ἡ Τσινίκα στοὺ Τρανὸ τ’Ἀνήλιου σιλὶς 94. Αὐτάϊας τὰ ἔρμα φαίνουντι κι μὶ τοὺ μάτ’. Παλιότιρα, ἁπ’ εἶχαν τὰ τυργιὰ σὶ ξυλέϊνις κάδις, τάγγιαζαν, μύρζαν γάρουν, γαρίλα-τυρίλα ἀ κι ἄναβαν εὔκουλα. Ἅμα ἔπιρνι κι λίγου ζέστα ἀρχινοῦσαν νὰ μαλακών’ τὰ τυργιὰ κι νὰ χουρουμπδοῦν τὰ μπδούλια. Καμνιὰ μπάμπου μὶ τοὺν πάππουτς, ἁπ’ δὲν τἄβλιπναν κι καλά, τὄτρουγαν κι τςθέρζι τἄντιρατς. Οὔει μάνναμ’, τοὺ οὐρσιούζκου μὶ τοὺ οὐρσιούζκουτ’, τοὺ ξιπατουμένου, τοὺ δαυλιάρκου, γιόμπσι μπδούλια. Ἄλλ’ πάλι τοὺ ξέπλυναν λίγου κι τὄτρουγαν. Ἀλλὰ κι αὐτὰ ἦταν τρυπουμένα μέσα στςτρυποῦλις ἀπ’τοὺ τυρί. Ἀμ κι πῶς νὰ πιτάξσς μνιὰ κάδ’ τυρί! Γένιτι π’δὲ γένιτι; Μπδούλια ξιμπδούλια τὄτρουγαν κι ἅμα τςἔπχιανι κάνα σφαϊὸ κι κάνας ντιρντιλίγκους, πχιαλοῦσαν κι ἂν προυλάβισκναν. Φιβγάστι πουδαράκια μου, νὰ μὴ σᾶς χέ..’ ἡ κώ…. Ἒμ ἔτσ’ ἦταν αὐτά.
Ἄει τ’Σταυροῦ 2024 κι βουήθειά μας
ἀρνιμα