Το ποίημα μου με τίτλο "Ο ΓΕΡΟΤΣΕΛΙΓΚΑΣ" το είχα γράψει κάπου στα τέλη Αυγούστου του 2011. Αφορμή μια επίσκεψη μου μετά από κάμποσα χρόνια στο βουνό μας, την Πανώραια Βουνάσα.
Θυμάμαι πώς θέλησα τότε να περιγράψω τις εικόνες ερήμωσης και εγκατάλειψης που συνάντησα, εικόνες που προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα και προπάντων μια περίεργη μελαγχολία. Μαζί θέλησα να περιγράψω και εικόνες από παλιότερα χρόνια που μία-μία περνούσαν σαν ταινία από μπροστά μου. Τότε πού οι κραυγές των τσοπάνηδων πού έβοσκαν τα μερακλίδικα κοπάδια τους, τα κυπριά, τα κουδούνια και τα γαυγίσματα των πιστών σκυλιών δημιουργούσαν ένα αίσθημα χαράς ζωντάνιας και δημιουργίας στο βουνό. Τότε πού στο άκουσμα της γλυκιάς φλογέρας σέ συνδυασμό με το βουητό του Έλατου πραγματικά ριγούσαν καρδιές. Παντού γραίκια , στρούγκες τσαρδάκια, στάλοι και η μοναχιά κουπάνα με τα παγωμένα καταγάργαρα νερά της μπροστά ακριβώς από την ευλογημένη πηγή της. Οι κουπάνες μπορεί να ήταν ξύλινες αλλά ήταν πάντα γεμάτες και καθαρές, εκεί ξεδίψαγαν άνθρωποι και κοπάδια. Τριγύρω πανύψηλα Έλατα που δεν μπορούσες να κοιμηθείς στον ίσκιο τους ούτε το κατακαλόκαιρο γιατί ξεπάγιαζες. Μια εποχή που δυστυχώς έφυγε... οριστικά.
Το ποίημα μου αυτό το είχα αφιερώσει τότε στούς λιγοστούς γεροτσέλιγγες που είχαν απομείνει ακόμα εν ζωή. Στούς απόμαχους της κτηνοτροφίας, σε αυτούς που είχαν βιώσει όλα τα παραπάνω και μέσα στα βαθειά γεράματά τους τα έβλεπαν πια μόνο στα όνειρά τους. Σήμερα έχουν όλοι τους φύγει πιά από την ζωή. Θα'θελα έτσι ταπεινά στην μνήμη τους να τους το ξανά-αφιερώσω. Στην μνήμη αυτών των απλών, ταπεινών, σπουδαίων όμως ανθρώπων. Σε αυτούς που αγνόησαν τις όποιες προκλήσεις της εποχής τους (αστυφυλία, μετανάστευση κλπ) άκουσαν τις καρδιές τους και ακολούθησαν τα μεράκια τους. Έγιναν ένα με την φύση, την σεβάστηκαν, την αγάπησαν, την τραγούδησαν, έμαθαν να την διαβάζουν και να επιβιώνουν μέσα σ' αυτήν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες (μπόρες, αστροπελέκια, χιόνια, λιοπύρια, ξηρασίες, αντάρες).
ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟΙ, ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ, ΑΥΤΟΣΗΝΤΗΡΗΤΟΙ δεν παρακάλεσαν ποτέ κανέναν, περήφανοι ως το τέλος της ζωής τους. Έγνοια τους και ευχαρίστησής τους να έχουν τα κοπάδια τους γερά και να παράγουν. Θεωρούσαν την παραγωγή ευλογία γιατί ήταν η μόνη πηγή εσόδων τους. Από την παραγωγή τους μεγάλωσαν, σπούδασαν πολλές φορές και πάντρεψαν τα συνήθως πολλά παιδιά τους. Άνθρωποι που δεν γνώρισαν τί θα πεί πενθήμερο, οχτάωρο, άδεια, ρεπό πού δεν είδαν ποτέ τους θάλασσα πού δεν γνώρισαν ποτέ την χλιδή και την καλοπέραση, προσέφεραν τα μέγιστα στην κοινωνία με τα υπερπολύτιμα αγνά προϊόντα τους.
Όλους αυτούς τους υπέροχους υπερχρήσιμους ανθρώπους, όταν κάποτε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου η πολιτεία τους αντάμειψε με λίγα ψίχουλα αντί για αξιοπρεπή σύνταξη. Έζησαν όμως και με τα ψίχουλα γιατί ήταν ολιγαρκείς και λιτοδίαιτοι.Στο μόνο που ήταν λαίμαργοι και αχόρταγοι ήταν τα μεράκια τους τα οποία τούς εγκατέλειψαν αφού πρώτα τους εγκατέλειψε η ψυχή τους.Με απόλυτο σεβασμό υποκλίνομαι στην μνήμη τους.
Ο ΓΕΡΟΤΣΕΛΙΓΚΑΣ
Πάει καιρός δεν φάνηκε
εδώ το τσελιγκάτο
εδώ στην κόρδα την τρανή
στα Έλατα από κάτω
Ο στάλος πια ερήμωσε
χορτάριασε το γραίκι
πάει η καλύβα έπεσε
σκούριασε το τουφέκι
Η βρύση όπου ξεδίψαγαν
άνθρωποι και κοπάδια
τώρα δεν έχει πια νερό
είναι η κουπάνα άδεια
Πιο πέρα η γαλαρόστρουγκα
και εκείνη πια φθαρμένη
να έρθει η ώρα για άρμεγμα
μάταια περιμένει
Δίπλα μια γκλίτσα σκαλιστή
ένα παλιό τσουκάνι
ένα τριμμένο σάισμα
και ένα ταλαγάνι
Απείραχτα όπως τ'αφησε
ο τσέλιγκας μια μέρα
Θαρρούσε πώς θα ξαναρθεί
την Άνοιξη εδώ πέρα
Να βόσκει το κοπάδι του
παίζοντας την φλογέρα
ψηλά στης Μπνάσιας τις κορφές
στον καθαρό αέρα
Να τα αρματώσει με κυπριά
και με αργυρά κουδούνια
και ολόγλυκα ν'αντιλαλούν
στις ράχες στα Καμβούνια
Απ' το βουνίσιο γάλα του
να βγάζει ανθοτύρι
να κάνει φέτα ευωδιαστή
γύδινο ξινοτύρι
Φρέσκο να τρώει ξινόγαλο
βούτυρο απ' το δερμάτι
τις νύχτες ν'αναπάυεται
σε φτέρινο κρεβάτι
Τα μεσημέρια τα ζεστά
κρύο νερό να πίνει
απ'την Κουπάνα τ' Μοναχιά
την δίψα του να σβήνει
Να κάνει ο δόλιος πού και πού
και καμιά σουβλιμάδα
πότε από πρόβατο παλιό
και πότε από σγουράδα
Πέρα μακριά ν'ακούγεται
σαν γλυκοτραγουδάει
από την λάκα την τρανή
μέχρι το Μέγα Πλάι
Έτσι περνούσε μια ζωή
άσπρισαν τα μαλλιά του
παρέα με τα πρόβατα
και τα πιστά σκυλιά του
Μα ο τσέλιγκας αρρώστησε
γέρασε πια ο καημένος
αδύναμος κι ανήμπορος
στο σπίτι του κλεισμένος
Μα ο νους του τρέχει στο βουνό
δακρύζει απ'την χαρά του
σαν βλέπει γιδοπρόβατα
τις νύχτες στα όνειρά του
Πίνοντας κόκκινο κρασί
αρχίζει όταν θυμάται
"Σε αυτές τις ράχες τις ψηλές
λεβέντες μου πού πάτε".
Φωτογραφίες από Γιάννη Σφαλύρα και από την ιστοσελίδα «Χωριό χωριουδάκι μου».