Μία από τις πρώτες και κυριότερες φροντίδες τους ήταν η ετοιμασία της ματσούκας (τζιουμάκας ή τζιουμπανίκας), γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στα Κόλιαντα. Και έπρεπε να είναι οπωσδήποτε καινούργια. Η περσινή δεν χρησιμοποιούνταν για δεύτερη φορά, δεν κάνει, δεν τόχουν σε καλό. Ήταν δε η ματσούκα ένα ραβδί που έχει μήκος ένα περίπου μέτρο και στην άκρη φέρει κεφάλι, από τον χοντρότερο κλώνο του δέντρου, από τον οποίο κόβεται. Η ματσούκες συμβολίζουν τα ραβδιά των ποιμένων, που κρατούσαν στα χέρια, όταν πήγαν να προσκυνήσουν το Χριστό, τη βραδιά της Γεννήσεως, στη φάτνη της Βηθλεέμ. Καλύτερη ματσούκα γίνεται από κλωνάρι κρανιάς, γιατί αυτό είναι ίσιο, άσπρο και έχει μεγάλη αντοχή.
Όταν δεν έβρισκαν κρανιά τις έκαναν από κλωνάρια βαλανιδιάς ή αγριογκορτσιάς. Ο εφοδιασμός του παιδιού με ματσούκα ήταν έργο του πατέρα ή καλύτερα του παππού, που με προθυμία ανταποκρινόταν σ’ όλες τις επιθυμίες του εγγονού. Την έκοβαν στο δάσος, όπου καθημερινά τους έφερναν σ’ αυτό οι κτηνοτροφικές τους ασχολίες. Οι ίδιοι φρόντιζαν για την επεξεργασία και την καλλιτεχνική της εμφάνιση. Την καψάλιζαν στη φωτιά για να ισιώσει και να σκληρύνει το ξύλο και την κύρτωναν ελαφρά προς το μέρος του κεφαλιού, το οποίο πελεκούσαν με το σκεπάρνι, για να πάρει τη μορφή της διπλής πυραμίδας.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, πριν ακόμα ξημερώσει, κάποιο από τα παιδιά που ξαγρυπνούσε όλη τη νύχτα ή που ξυπνούσε πρώτο, φώναζε το γειτονόπουλο και μαζί πήγαιναν στην εκκλησία και χτυπούσαν χαρμόσυνα την καμπάνα. Στο άκουσμά της ξυπνούσαν και τ’ άλλα παιδιά, ντύνονταν γρήγορα, κρεμούσαν στο ώμο ένα σακουλάκι, για τα φιλοδωρήματα, έπαιρναν και τη ματσούκα από χέρι και ξεχύνονταν βιαστικά μέσα στην παγερή νύχτα φωνάζοντας με ξεχωριστή χαρά: Κόλιαντα, δημιουργώντας έτσι τη Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στο χωριό. Με το χτύπημα της καμπάνας από τα παιδιά ξυπνούσαν και σηκώνονταν και οι νοικοκυρές και αφού πλένονταν, άναβαν το καντήλι απ’ το εικόνισμα του σπιτιού τους. Σε λίγο όλα τα παιδιά, ηλικίας 10 έως 15 ετών, αψηφώντας κρύο και χιόνια, βρίσκονταν στην πλατεία του χωριού, η οποία είχε ορισθεί σαν τόπος συγκεντρώσεως. Τα μικρότερα παιδιά έκαναν κόλιαντα τη μέρα, ενώ οι νέοι, πάνω από τα 15 χρόνια δεν έπαιρναν καθόλου μέρος σ’ αυτά. Αυτοί πρωτοστατούσαν στα Σούρβα (τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς).
Από την πλατεία ξεκινούσαν τραγουδώντας με τις χαρωπές φωνούλες τους:
Κόλιαντα, Μπάμπον μ’ κόλιαντα
κι μένα, Μπάμπον μ', κλούρα
Κι αν δεν μι δώσεις κόλιαντα
δώσ’ μου ένα σιτζιούκι
νάναι χουντρό, να’νει καλό
να’νει ζαχαρωμένο ...
και κατευθύνονταν για το σπίτι του Παπά, από όπου, με την ευλογία του, άρχιζαν τα κόλιαντα, τη χαρούμενη αυτή παιδική εκδήλωση, σκορπίζοντας σ’ όλους τους κατοίκους του χωριού τη χαρά για τη Γέννηση του Θεανθρώπου.
Στη συνέχεια περιέρχονταν, με τη σειρά, όλα τα σπίτια του χωριού, όπου όλοι τα καλοδέχονταν πρόσχαρα, γιατί πίστευαν πως τ’ αθώα και άκακα παιδιά, σαν αγγελούδια, φέρνουν τη χαρά και την ευτυχία σε κάθε σπίτι.
Εξαίρεση μόνο γίνονταν στα σπίτια που είχαν πένθος. Μόνο σ’ αυτά δεν πήγαιναν, σέβονταν τον πόνο τους.
Η άφιξή τους γίνονταν αντιληπτή απ’ τις φωνές και τα τραγούδια, καθώς και τα χτυπήματα με τις ματσούκες στις εξώθυρες των σπιτιών. Μόλις άνοιγε η θύρα, το πρώτο παιδί που έμπαινε μέσα στο σπίτι κατευθυνόταν στο αναμμένο τζάκι, όπου ανακάτωνε τη φωτιά με τη ματσούκια λέγοντας τις παρακάτω ευχές: “ Καλημέρα στ’ν αφεντιά σας, φέρνω γειά, καλοσύνη, αμπάρια, στιάρια, βαένια μι κρασί, νύφις με γαμπρούς, φοράδες μι μπλάρια, γίδις μι κατσίκια, προυβατίνις μ’ αρνιά, κλουσαριές με πλιά, κίρκους μι κιρκούλια, ξιπατώθκαν τα τουρκούλια, προύκα τσι τσι τσι”. Λέγοντας τις τελευταίες αυτές συλλαβές λύγιζαν τα γόνατα και έκαναν ημικάθισμα όλα τα παιδιά για να κάτσουν κι οι κότες στη φωλιά να κλωσήσουν τα αυγά, στις αρχές του καλοκαιριού, για νάχει η οικογένεια πολλά κοτόπουλα.
Πολλοί οικοδεσπότες σταματούσαν τα παιδιά στη εξώθυρα και διάλεγαν αυτοί το παιδί που θα μπει πρώτο στο σπίτι, γιατί πίστευαν στο καλό ποδαρικό. Το παιδί δε που διάλεγαν για να τους κάνει καλό ποδαρικό έπρεπε να είναι καλής οικογένειας και να βρίσκονται στη ζωή και οι δύο γονείς του (“αμφιθαλής παις”). Πίστευαν πως αυτό θα τους φέρει την ευτυχία στο σπίτι (γούρι).
Στα παιδιά οι νοικοκυρές, πρόσχαρες και με χαμόγελο στα χείλη, που έδειχνε και τη δική τους ψυχική διάθεση και χαρά, μοίραζαν μικρές φρέσκες κουλούρες, τις λεγόμενες κολιαντίνες, που τις ζύμωναν για το σκοπό αυτό, καθώς και φρούτα ή ξηρούς καρπούς (πορτοκάλια, μανταρίνια, μήλα, κάστανα, καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, ξυλοκέρατα) που τα έλεγαν χάσμαλα. Τα τελευταία χρόνια έδιναν και χρήματα, που τα μάζευε ο αρχηγός.
Στη διάρκεια της μοιρασιάς των χάσμαλων τα παιδιά βέλαζαν, μιμούνταν δηλαδή τις φωνές των προβάτων. Με τον τρόπο αυτό εύχονταν στις οικογένειες, που όλες τους ήταν γεωργοκτηνοτροφικές, να έχουν καλή παραγωγή και αύξηση των κοπαδιών τους.
Όταν οι οικοδέσποινες τελείωναν τα φιλοδωρήματα εύχονταν στα παιδιά “άι κι τα χρονάκια σας”. Τα παιδιά έπειτα αναχωρούσαν με την ευχή “κι τ’ χρόν’”, χτυπώντας με τη ματσούκα την πόρτα του σπιτιού.
Εάν σε κάποιο σπίτι υπήρχε νεόνυμφη και την συναντούσαν τα παιδιά, τη χτυπούσαν με τη ματσούκα ελαφρά στην κοιλιά, για να αποχτήσει αγόρι. Πίστευαν πώς έτσι μεταδίδεται στη γυναίκα η γονιμοποιός δύναμη που έκλεινε μέσα του το κλαδί ή το δέντρο, από το οποίο κόπηκε. Όταν τελείωναν τα κόλιαντα ήταν πια μέρα. Πήγαιναν τότε στην αυλή του σχολείου, όπου μετρούσαν τα χρήματα που μάζεψαν και τα μοιράζονταν μεταξύ τους.
Ύστερα με τις σακούλες γεμάτες κουλούρες και χάσμαλα, κατάκοπα αλλά ευχαριστημένα, πήγαιναν στα σπίτια τους για να παρακολουθήσουν το σφάξιμο των γουρουνιών, που τρέφουν όλα τα σπίτια ολόκληρη τη χρονιά, και να πάρουν τη φούσκα, με την οποία έπαιζαν, όπως περίπου παίζουν τα παιδιά των πόλεων με τα μπαλόνια.
Τα κόλιαντα που περιγράφουμε παραπάνω ανήκουν στην περασμένη γενιά. Γιορτάζονταν έτσι μπροστά από μία τριακονταετία. Σήμερα πολλές από τις συνήθειες εκείνες έχουν αλλάξει. Πολλά πατροπαράδοτα έθιμα εγκαταλείφθηκαν και παραμερίστηκαν, ενώ άλλα ξεχάστηκαν τελείως. Στο διάβα του ο σύγχρονος πολιτισμός τα εξαφάνισε.
Τα παιδικά χείλη έπαψαν πια την παραμονή των Χριστουγέννων στα κόλιαντα να τραγουδούν το: “Κόλιαντα, Μπάμπου μ', κόλιαντα ...”
Σήμερα ακούγεται παντού, σε πόλεις και σε χωριά, το λόγιο άσμα, που διδάσκεται στα σχολεία: “Καλήν ήμερα άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού την Θείαν Γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας...” .
1Το Πανελλήνιο έθιμο των Καλάντων είναι πανάρχαιο και γνήσια ελληνικό. Έχει την καταγωγή του στο έθιμο των τραγουδιών αγερμού και της περιφοράς της ειρεσιώνης των αρχαίων μας προγόνων. Ήταν δε η ειρεσιώνη κλαδί από ελιά ή δάφνη, σύμβολο ευφορίας και γονιμότητας της γης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο ή κόκκινο μαλλί, το οποίο γύριζαν τα παιδιά στα σπίτια τις γιορτές των Πυανεψίων τραγουδώντας, για να ευχαριστήσουν τους θεούς για τη γονιμότητα που τους χάρισαν το έτος που τέλειωνε και τους παρακαλούσαν να τη συνεχίσουν και στο επόμενο. Η σημερινή ονομασία του εθίμου προήλθε από το λατινικό galendae (τις ρωμαϊκές καλένδες του Ιανουαρίου). Με την επικράτηση του Χριστιανισμού το έθιμο τούτο κατόρθωσε ν’ επιζήσει, παίρνοντας το σημερινό περιεχόμενο, αν και πολλοί πατέρες της εκκλησίας ζητούσαν την κατάργηση του.
ΙΙ. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ξημερώματα της παραμονής και αφού περάσουν τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, οι νοικοκυρές ζύμωναν το ρουφτένιο ψωμί (εφτάζυμο), το χριστόψωμο και το αρνόψωμο, που προορίζονταν για το τζιομπάνο. Στην πάνω επιφάνεια τους έκαναν διάφορα σχέδια και ανάγλυφες παραστάσεις. Με πρόσθετο ζυμάρι έκαναν συνήθως ένα μεγάλο σταυρό και στις τέσσερις γωνίες του έβαζαν διάφορες παραστάσεις από την ποιμενική και αγροτική τους ζωή, όπως το μαντρί με τα γιδοπρόβατα, το τζιομπάνο, το γεωργό και τα βόδια με το αλέτρι. Όταν τα έβγαζαν απ' το φούρνο τα άλειφαν με κρόκο αυγού για να παίρνουν ωραίο χρυσαφί χρώμα ή με μέλι, για να γίνουν γλυκά.
Το πρωί της ίδιας μέρας έσφαζαν και τα γουρούνια που έτρεφαν όλες σχεδόν οι οικογένειες του χωριού-πλούσιες και φτωχές - όλο το χρόνο. Το σφάξιμο το έκαναν το ίδιοι. Τρεις τέσσερες άνδρες παρέα με ένα χαντζάρι έσφαζαν όλα τα γουρούνια της γειτονιάς. Για αμοιβή τους δέχονταν ένα ποτηράκι ρακί ευχόμενοι: "Καλό έξοδο, με υγεία". Ύστερα η νοικοκυρά θυμιάτιζε το σφαγμένο ζώο, για να το εξαγνίσει και να μην το πλησιάζουν και το μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι*, που όλες αυτές τις μέρες του Δωδεκαήμερου βρίσκονται ανάμεσα μας και μας κάνουν πολλές ζημιές.
Το γουρούνι εξασφάλιζε στην αγροτική οικογένεια το κρέας που χρειαζόταν όχι μόνο τις γιορτές των Χριστουγέννων αλλά για όλο το χειμώνα και λίπος για όλο το χρόνο. Χωρίς χοιρινό κρέας Χριστούγεννα στο χωριό δεν νοούνται.
Τα γουρούνια οι χωρικοί μας τα προμηθεύονταν στην αρχή κάθε χρονιάς. Όταν τα αγόραζαν, πρόσεχαν να είναι καλής ράτσας, να τρώνε πολύ και να παχαίνουν. Από μικρά ακόμα τα έκλειναν στα "κουμάσια" και τα τάιζαν με κουρκούτι από χοντραλεσμένο καλαμπουκάλευρο, πίτουρα, τυρόγαλο, χόρτα, κολοκύθες, βελανίδια και αποφάγια.
Ο υπερσιτισμός τους άρχιζε κυρίως από τα μέσα του φθινοπώρου, ύστερα από τα πρωτοβρόχια, όταν άρχιζε το κρύο. Ως τα Χριστούγεννα έφθαναν τα 120 ως 150 κιλά βάρος.
Μετά το σφάξιμο ο νοικοκύρης άνοιγε την κοιλιά του ζώου και έβγαζε τα εντόσθια. Το γδάρσιμο, το ξεπάστωμα (διαχωρισμός του λίπους από το ψαχνό κρέας) και το λιώσιμο του λίπους, επειδή είναι δουλειές που απαιτούν αρκετό χρόνο, γίνονταν ύστερα από τα Χριστούγεννα. Μετά τα Χριστούγεννα έκαναν επίσης οι νοικοκυρές και τα νόστιμα λουκάνικα, για τα οποία χρησιμοποιούσαν τα άντερα του χοίρου, τα οποία γέμιζαν με ψιλοκομμένο κρέας και πράσα, στα οποία προσέθεταν και αρκετά μπαχαρικά. Επίσης τότε θα έκαναν και τον πατσά από το κεφάλι, τα αυτιά, την ουρά και τα πόδια του χοίρου.
Το δέρμα το τέντωναν με ξύλα, το επεξεργάζονταν με αλάτι και στάχτη και το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή σαμαριών για τα υποζύγια. Παλαιότερα με το δέρμα του χοίρου έκαναν τσαρούχια, για όλη την οικογένεια, τα λεγόμενα γουρνοτσάρουχα.
Το βράδυ της παραμονής όλα τα άτομα της οικογένειας συγκεντρώνονταν νωρίς στο σπίτι και ετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή. Λούζονταν, άλλαζαν, έτρωγαν για τελευταία φορά νηστίσιμα φαγητά και κοιμούνταν νωρίς για να ξυπνήσουν τα ξημερώματα και να πάν στην εκκλησία. Τέτοιες χρονιάρες μέρες κανείς δεν έλειπε από την εκκλησία. Όλοι εκκλησιάζονταν.
Και ενώ σε λίγο όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια η μητέρα αγρυπνούσε στην κουζίνα φροντίζοντας να ετοιμάσει τα φαγητά για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που ήταν πλούσιο, με ποικιλία φαγητών.
Στο τζάκι η φωτιά έκαιγε ασταμάτητα. Από την παραμονή των Χριστουγέννων ο αρχηγός της οικογένειας έφερνε και τοποθετούσε στο τζάκι το πιο μεγάλο κούτσουρο, που μαζί με άλλα ξερά ξύλα κρατούσε αναμμένη τη φωτιά συνέχεια όλες τις γιορτές. Το έθιμο τούτο ο λαογράφος Γιάννης Βλαχογιάννης το αποκαλεί "πάντρεμα της φωτιάς" και γράφει σχετικά : "Σε πολλά μέρη της βόρειας Ελλάδας, ίσως και της Πελοποννήσου, ο λαός από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια "παντρεύει τη φωτιά" τοποθετεί δηλ. ένα μεγάλο κούτσουρο στη φωτιά, και το διατηρεί αναμμένο μέχρι τέλους και χειμερινών αυτών αγίων εορτών. Η εξήγηση της πρόληψης αυτής είναι πώς, με τον τρόπο αυτόν, εμποδίζονται οι Καλικάντζαροι, που έρχονται και αυτοί από τον κάτω κόσμο την παραμονή των Χριστουγέννων, να μπαίνουν από το τζάκι και να κάνουν τα σκανταλιάρικα παιγνίδια τους μέσα στο σπίτι.
Η έννοια όμως η βαθύτερη της ωραίας συνήθειας έχει να κάμει με τη ζωή τη χειμωνιάτικη των βορεινών λαών, με τα χιόνια και τα κρούσταλλα, με τους βοριάδες και τις παγωνιές. Σε κάθε σπίτι, και το φτωχικότερο η άσβηστη φωτιά, και η γλυκιά της θαλπωρή με τη μαλακή της λάμψη, αγρυπνεί και συντροφεύει την οικογενειακή ζωή, ξενυχτάει φυλάγοντας των ταπεινών χριστιανών τον ύπνο, τραγουδώντας τους κάποια λόγια μυστικά, και τέλος παραστέκει αχώριστα στον ύπνο και στο ξύπνιο, στην προσευχή, στο τραπέζι, στων παιδιών τα παιγνίδια, στων μεγάλων τις κουβέντες, στα παραμύθια της γιαγιάς, στου μωρού το νανούρισμα, στον πόνο και στο κλάμα, στη χαρά και στο ξεφάντωμα...".
Ανήμερα της γιορτής, πριν ακόμα ξημερώσει, με το γλυκόηχο χτύπημα της καμπάνας ξυπνούσαν όλοι και σηκώνονταν. Η νοικοκυρά τότε έβγαινε στην αυλή και έπαιρνε ένα πράσινο κλαδί από πουρνάρι ή κέδρο και το έριχνε στο αναμμένο τζάκι. Την ώρα που τα φύλα του καίγονταν, βγάζοντας τον χαρακτηριστικό κρότο, αυτή έλεγε τα εξής: "Γεννήθηκε ο Χριστός, και μας φέρνει γειά και καλοσύνη, στάρια και καλαμπόκια, αρνούλια και κατσικούλια, νύφες και γαμπρούς, κλουσαριές με πλιά και όλα τα καλά. Χρόνια πολλά κι τ' χρόν νάμιστι καλά!"
Ύστερα ετοιμάζονταν, φορούσαν τα γιορτινά και ξεκινούσαν για την εκκλησία, όπου προσκυνούσαν ευλαβικά στο προσκυνητάρι το νεογέννητο Σωτήρα, παρακολουθούσαν τη Χριστουγεννιάτικη Θεία λειτουργία και μεταλάβαιναν των αχράντων μυστηρίων.
Επιστρέφοντας στο σπίτι έβρισκαν το τραπέζι στρωμένο. Η μητέρα τα είχε όλα έτοιμα. Από κανένα τραπέζι δεν έλειπε το ψητό, η μυρωδιά (κνίσα) του οποίου ήταν διάχυτη σ' όλο το σπίτι, καθώς και τα πατροπαράδοτα γιαπράκια (ένα είδος ντολμαδάκια με ρύζι, χοιρινό κιμά και μπαχαρικά).
Μέσα σε μία ευχάριστη και χαρούμενη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα ο αρχηγός της οικογένειας, αφού έκανε πρώτος το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι, και έκοβε το χριστόψωμο, το οποίο και μοίραζε σ' όλους. Ύστερα εύχονταν "Χρόνια πολλά με υγεία και του χρόνου". Ακολούθως τον μιμούνταν και τα άλλα μέλη της οικογένειας και άρχιζαν όλοι μαζί το φαγοπότι με όρεξη και καλή καρδιά, πλημμυρισμένοι από αγάπη και χαρά που πολλές φορές κατέληγε στο τραγούδι και το χορό.
Εδώ ταιριάζει η περιγραφή του Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού της χαράς και της αγάπης, όπως την κάνει ο Κωστής Παλαμάς στο παρακάτω ποίημα του:
και τρέχει ολούθι το κρασί και κελαηδεί και αφρίζει! ..
Επισκέψεις την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων δεν έκαναν. Σ' όσους γιόρταζαν, πήγαιναν και τους εύχονταν τη δεύτερη μέρα. Οι επισκέψεις γίνονταν μετά την απόλυση της εκκλησίας ή το απόγευμα. Στους επισκέπτες προσφέρονταν τσίπουρο ή κρασί με άφθονους εκλεκτούς μεζέδες από χοιρινό κρέας και κοτόπουλο. Με το φαγοπότι έρχονταν τα τραγούδια, που τα ακολουθούσε χορός και γλέντι.
*Καλικάντζαροι (καρκατζέλια, παγανοί) είναι, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία δαιμονικά με μαύρο και μαλλιαρό σώμα, άσχημη μορφή με κέρατα, κόκκινα μάτια, ουρές, μακριά νύχια και στραβά τραγίσια πόδια. Ζουν καταχωνιασμένοι στο "Κάτω Κόσμο", μέσα στα σκοτεινά βάθη της γης, χθόνιοι δαίμονες, από όπου ανεβαίνουν στην επιφάνεια της κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και παραμένουν ανάμεσα στους ανθρώπους σ' όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Από το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια περιφέρονται και δρουν τις νύχτες στο σκοτάδι και εξαφανίζονται τις πρωινές ώρες, με το τρίτο λάλημα του πετεινού. Δεν θεωρούνται επικίνδυνοι για τους ανθρώπους, ωστόσο όμως πιστεύεται πως μπαίνουν τις νύχτες στα σπίτια από τις καπνοδόχους όταν όλοι κοιμούνται, γι' αυτό και δε γίνονται αντιληπτοί και μαγαρίζουν (μολύνουν) τις τροφές και αν τυχόν τους μιλήσει κανείς του παίρνουν τη φωνή και μένει βουβός για πάντα. Γι' αυτό οι άνθρωπο τους φοβούνται και αποφεύγουν να μένουν αργά τη νύκτα έξω. Για να εμποδίσουν δε την είσοδο τους στα σπίτια χαράσσουν σταυρούς με κατράμι στις πόρτες, καίνε θυμίαμα και λιβανίζουν μ' αυτό όλο το σπίτι και το στάβλο με τα ζώα ή ρίχνουν στο τζάκι, που καίει ασταμάτητα νύχτα-μέρα όλο το Δωδεκαήμερο, ένα παλιό γουρνοτσάρουχο, η βαριά και άσχημη μυρωδιά του οποίου τους διώχνει μακριά.
Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανίων, με τον αγιασμό των νερών φεύγουν και ξαναγυρίζουν στα βάθη της γης, όπου παραμένουν όλο τον άλλο χρόνο.
Από το βιβλίο του αείμνηστου δάσκαλου Ηλία Λαμπρέτσα "ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ"