Σήμερα, 30 Ιανουαρίου, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία τιμά τους «τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος», τους Τρεις Ιεράρχες, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Η Ανατολική Εκκλησία τους ανακήρυξε αγίους για το ανθρωπιστικό και θεολογικό τους έργο. Στην Ελλάδα, η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, εκτός από τον εκκλησιαστικό, έχει και σχολικό χαρακτήρα. Θεωρείται ως η γιορτή των ελληνικών γραμμάτων και οι Τρεις Ιεράρχες προστάτες των δασκάλων και μαθητών, καθόσον ήταν και οι τρεις μορφωμένοι με κλασική παιδεία και σπουδαίοι μελετητές της φιλοσοφίας και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Συνετέλεσαν, κατά τους εμπνευστές της γιορτής, στην ανάπτυξη της χριστιανικής διδασκαλίας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων. Ο εορτασμός αυτός καθιερώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα.
Με αφορμή τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, μέρα τιμής στους δασκάλους, όλοι εμείς που ήμασταν μαθητές τις δεκαετίες 1960-1970, δυσκολευόμαστε πολύ να θυμηθούμε κάποιον φωτεινό δάσκαλο, μιας και έχουμε τις πιο άσχημες αναμνήσεις από τους δασκάλους μας. Στα σχολικά μας χρόνια όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Και αυτό επειδή οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν πρωτότυπους τρόπους για να εκφράσουν τις «παιδαγωγικές τους ευαισθησίες» και το ενδιαφέρον τους για τη «διάπλαση των παίδων». Γι’ αυτούς οι μαθητές δεν ήταν οι ευαίσθητες παιδικές ψυχές που είχαν την ανάγκη γνώσεων, καλλιέργειας δεξιοτήτων και εμφύσησης αξιών, οραμάτων και φιλοδοξιών, αλλά τα αγρίμια που έπρεπε να τιθασεύσουν με τιμωρίες και προσβολές σε καθημερινό επίπεδο. Και η συνήθης τιμωρία ήταν το ξύλο με τη βέργα ενώπιον των συμμαθητών.
Κάποιοι δάσκαλοι μάλιστα είχαν αναγάγει τη διαδικασία του ξυλοδαρμού σε υψηλή τέχνη, επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση του αποτελέσματος του εν λόγω «παιδαγωγικού» μέσου, κυρίως ως προς το εύρος αιώρησης της βέργας πριν αυτή προσγειωθεί εναλλάξ σε καθεμιά από τις προτεταμένες ανοιχτές παιδικές παλάμες, αλλά και στην επιλογή αυτής καθαυτής της βέργας σε ό,τι αφορά το υλικό και το σχήμα της. Είχαν καταλήξει ότι η κρανίσια ήταν μεγαλύτερης αντοχής και πονούσε, τσέρνιαζε περισσότερο, λόγω των δονήσεων που δημιουργούσε κατά την κρούση. Όμως ο «Μέγας Παιδαγωγός» Μπάμπης, όντας τελειομανής, είχε επιλέξει ως βέργα το πηχάκι (ένα από τα δύο πηχάκια που στερέωναν τους κρεμασμένους χάρτες). Η βέργα-πηχάκι μπορεί να μην είχε την ευλυγισία της κρανίσιας, είχε όμως πιο στιβαρά χτυπήματα. Κατά την προσγείωσή της στο εύπλαστο παιδικό χέρι μετέφερε όλη της την ορμή πάνω του, επέφερε μέγιστη παραμόρφωση των μαλακών μορίων του και κολλούσε σε αυτό (τέλεια πλαστική κρούση), αυξάνοντας τον πόνο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή που δάκρυα κορόμηλα κύλησαν από τα μάτια ενός φίλου και συμμαθητή μου, μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό δασκάλου. Δεν το περίμενα, σχεδόν σοκαρίστηκα! Πίστευα ότι ο φίλος μου, όντας σωματώδης, θα άντεχε, δεν θα λύγιζε! Πόσο άδικο είχα, γιατί δεν είναι μόνο ο σωματικός πόνος, είναι και ο ψυχικός! Να σε προσβάλλουν έτσι μπροστά στα άλλα παιδιά…
Πώς λοιπόν να τους σεβαστείς και να τους μνημονεύσεις αυτούς τους βάναυσους και άσπλαχνους, που ουδεμία σχέση είχαν με την παιδαγωγική και δεν διέθεταν ούτε υποψία αγάπης για τα παιδιά;
Υπήρχαν όμως και φωτεινές εξαιρέσεις και μία από αυτές ακούει στο όνομα:
Είχαμε την τύχη, έστω και για λίγο, να τον έχουμε δάσκαλο. Ήταν αρχές του σχολικού έτους 1970-71 που, ως μαθητές (-τριες) της Γ’ Δημοτικού, ήμασταν ιδιαίτερα χαρούμενοι γιατί θα είχαμε ως δάσκαλο τον Κώστα τον ψηλό, που, όπως είχαμε ακούσει από τη θητεία του και σε παλιότερα χρόνια στο χωριό μας, είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Και πραγματικά ζήσαμε ένα θαυμάσιο διάστημα μαθητικής ζωής, για το οποίο όλοι οι μαθητές των άλλων τάξεων μας μακάριζαν. Ο κ. Κώστας μας φερόταν με απέραντη καλοσύνη, σχεδόν πατρικά, δεν ξεχώριζε καλούς από κακούς μαθητές, ενέπνεε σεβασμό χωρίς επιβολή και μας μάθαινε καινούργια πράγματα σε ένα ήρεμο και ευχάριστο σχολικό περιβάλλον. Όλοι τον προσέχαμε και τον αγαπούσαμε, και όλοι έχουμε έναν καλό λόγο να πούμε γι’ αυτόν!
Ένα απόγευμα, καθώς ανηφόριζα τον κεντρικό δρόμο του χωριού, ένιωσα κάποιον πίσω μου και ένα χέρι να μου φτιάχνει το γιακά από το σακάκι. Γύρισα και με μεγάλη έκπληξη είδα τον κύριο Κώστα! Εκείνος, με χαμόγελο και καλοσύνη, με χτύπησε ελαφρά στην πλάτη και συνέχισε το δρόμο του… Η σκηνή αυτή, με την απλή χειρονομία του Δασκάλου μας, δείχνει το μεγαλείο του ανθρώπου! Έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου για να μου θυμίζει πως ο δάσκαλος πρέπει πρωτίστως να ενδιαφέρεται για τους μαθητές του και αυτό το περιστατικό επανακαθορίζει κάθε φορά και τη δική μου στάση ως δασκάλου σε κάπως μεγαλύτερα παιδιά (φοιτητές).
Όμως η ευτυχισμένη μαθητική ζωή της Γ΄ Δημοτικού δεν έμελλε να τραβήξει για πολύ. Μια μέρα ο κ. Κώστας μας ανακοίνωσε ότι είναι αναγκασμένος να φύγει από το σχολείο μας, για τη Γερμανία, και κατά συνέπεια θα πάψει να είναι ο Δάσκαλός μας. Μια παγωμάρα κυριάρχησε στην αίθουσα και μια βαθιά θλίψη πλημύρισε την ψυχή μας. Τα κορίτσια άρχισαν να κλαίνε, εμείς τα αγόρια, καθότι άνδρες, όχι. Όμως το στόμα μας ήταν πικρό. Τόσο πικρό, όσο πικρό και λυπητερό ήταν και το τραγούδι που μας είχε μάθει ο καλός μας Δάσκαλος στο μάθημα της ιστορίας για το χορό του Ζαλόγγου. Αυθόρμητα, ως αποχαιρετισμό και έκφραση αγάπης προς το Δάσκαλό μας, αρχίσαμε όλοι μαζί να τραγουδάμε:
-Στη στεριά δε ζει το ψάρι,/ουδ’ ανθός στην αμμουδιά/και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε/δίχως την ελευθεριά.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαμε το Δάσκαλό μας. Μετά, η σχολική μας ζωή επανήλθε στην «κανονικότητα»!
Τον συνάντησα, με συγκίνηση, μετά από πολλά χρόνια, τέλος της δεκαετίας του 1990 στη Θεσσαλονίκη, στην Κάτω Τούμπα, όπου διέμενε. Είμασταν γείτονες! Ήταν το ίδιο ευθυτενής, ψηλός, αγέρωχος, χαμογελαστός και καλοσυνάτος! Είχαμε την ευκαιρία να τα λέμε για πολλά χρόνια, στο μέρος που εγώ έτρεχα και αυτός έκανε τον περίπατό του. Κι έτσι έμαθα πιο πολλά για την ιστορία του:
Ο Δάσκαλος Κώστας Παπάς γεννήθηκε σε ένα χωριό του Νομού Πέλλας, στο Ανω Γραμματικό, το 1942. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο Αμυνταίου και στη συνέχεια σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του δασκάλου το 1962. Πρωτοδιορίστηκε στο Δημοτικό Σχολείο Λιβαδερού, όπου διετέλεσε δάσκαλος για τρία χρόνια. Στη συνέχεια μετέβη στη Γερμανία για επτά περίπου χρόνια ως δάσκαλος, ενώ συγχρόνως έκανε και διδακτορικές σπουδές στα παιδαγωγικά στο Μόναχο. Το διάστημα που η τάξη μου τον είχε δάσκαλο ήταν ένα μικρό εμβόλιμο διάλειμμα από την απουσία του στη Γερμανία. Επανήλθε οριστικά στην Ελλάδα, στην Αθήνα, το 1973, με υπηρεσία για δύο χρόνια στο Υπουργείο Παιδείας. Τα χρόνια εκείνα δίδαξε και στη Μαράσλειο Ακαδημία, όπου γνώρισε και τη μέλλουσα γυναίκα του. Το 1976 άρχισε να διδάσκει στην Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και από το 1990 μέχρι τη συνταξιοδότησή του δίδασκε παιδαγωγική ψυχολογία στο Τμήμα Βρεφονηπιοκομίας του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Το 1978 παντρεύτηκε τη δασκάλα Ζαχαρούλα Κούτσιανου από το Τριγωνικό, τη σύντροφο της ζωής του, που όπως λέει η ίδια τους ένωσε η φιλομάθεια και η αγάπη. Απέκτησαν δύο κόρες. Το επίγειο ταξίδι του κυρίου Κώστα τερματίστηκε, μετά από πεντάμηνη ασθένεια, το Νοέμβριο του 2020, όταν και αποδήμησε.
Σήμερα λοιπόν, γιορτή των γραμμάτων, αφιερωμένη στους δασκάλους και τους μαθητές, ελάχιστοι από τους συμμαθητές μου θυμούνται τους δασκάλους τους. Κι αυτό γιατί τους συνδέουμε με δυσάρεστα βιώματα και αναμνήσεις, που φροντίζουμε να τα καταχωνιάζουμε στα βάθη του σεντουκιού της μνήμης. Τόσο βαθιά που να μην έρθουν ξανά στην επιφάνεια και να τα φάει ο σκόρος και το σαράκι. Όπως το σαράκι έφαγε και την βέργα του Μπάμπη!
Όμως πάντα θα θυμόμαστε και θα μνημονεύουμε στις συζητήσεις μας τον καλό μας Δάσκαλο, τον Κώστα τον Παπά! Και στο πρόσωπό του θα μνημονεύουμε και θα τιμούμε όλους εκείνους τους φωτεινούς δασκάλους, που σε δύσκολους ως προς τις παιδαγωγικές αντιλήψεις καιρούς ξεχώρισαν και διαφοροποιήθηκαν από τους άλλους. Όχι τόσο για τις γνώσεις τους και τα φοβερά εκπαιδευτικά τους προσόντα! Αλλά για την αγάπη που έτρεφαν για τα παιδιά, την καλοσύνη τους και το νοιάξιμό τους!
Αιωνία σου η μνήμη, καλέ μας Δάσκαλε, Κώστα Παπά! Η λάμψη σου θα φωτίζει για πάντα και θα ζεσταίνει τις καρδιές μας!