Χάραμα. Κάπου το 1962; Ο παππούς όρθιος, έτοιμος, να περιμένει στη δροσιά, κοιτώντας τον ήλιο να ανατέλλει απ’ τον αηΛιά. Εμείς άγουροι ακόμα απ’ τον ύπνο, ο τραχανάς πάνω στην ξυλόσομπα, η γιαγιά δεν θα έρχονταν μαζί μας, θα πηγαίναμε στα Σέρβια.
Κατηφορίσαμε, στην πλατεία το φορτηγό του Γιάννη του Σωφέρη κι ο κόσμος έτοιμος. Με καλάθια, σακιά και σακούλια. Ο Γιάννης ο Σωφέρης, κάπνιζε κι ας ήταν πρωί ακόμα. Ο Γιάννης, μελαχροινός με μουστάκι, είχε γυναίκα τη Γιάννω (Τζιώνα) και είχε δύο κόρες, τη Γεωργία και την Κατερίνα.
Κάπου είκοσι χιλιόμετρα η απόσταση ως τα Σέρβια, παλιότερα πήγαινε ο κόσμος με τα πόδια ή με γαϊδουράκια και μουλάρια, έπρεπε να υπολογίζει τρισήμισι με τέσσερις ώρες ως την κοντινότερη «πόλη», τα Σέρβια, εκτός κι αν περνούσε σπάνια κανένα φορτηγό που μετέφερε ξύλα και τους έπαιρνε, είχαν προχωρήσει όμως τα πράγματα, αφού μπορούσαν να πάνε «καβάλα» γιατί να μην πάνε έτσι;
Το φορτηγό είχε δυό ξύλινους πάγκους στην καρότσα του, εκεί κάθονταν ο κόσμος και κρατιούνταν και από τα πλάγια. Σε δύσκολο καιρό είχε σκεπασμένη την καρότσα με τέντα. Μπροστά, στο κουβούκλιο ήταν άλλες δυό θέσεις εκτός από τον οδηγό. Συνήθως εκεί κάθονταν αν ταξίδευε ο παπάΝικόλας ή ο χωροφύλακας, ή ο πρόεδρος, ο γραμματέας ή ο δάσκαλος, κάποιος απ’ όλους αυτούς τέλος πάντων. Και δεν πήγαινε κάθε μέρα στα Σέρβια το φορτηγό, μία μόνο φορά τη βδομάδα, Δευτέρα, όταν είχε παζάρι.
Έκλεισε πίσω η καρότσα, μπήκαν οι ασφάλειες, ξεκινήσαμε, ο δρόμος χωματόδρομος, αρκετή σκόνη και δύσκολος. Πρώτα στροφές, κάτω αριστερά η Τσάγκαρη, μετά ίσιωμα, εκεί κοντά στην Τούμπα και στην Αγια Σοφιά, εκεί που έλεγαν οι παππούδες πως αν βάλεις το αυτί σου στο έδαφος θα ακούσεις τις ψαλμωδίες από τους παπάδες που «μπάτισαν», βούλιαξαν μαζί με την εκκλησία όταν πήραν την Αγια Σοφιά στην Πόλη οι Τούρκοι. Δεξιά η Τούμπα, το πολυβολείο και οι στροφές ως το λάκκο της Κατερίνης. Το τρανό το ανήλιο, εκεί που διηγούνταν ο παππούς ο Τσιουβάκας πως τον κυνηγούσαν ένα βράδι οι διαβόλοι, είναι βορεινό μέρος και δε φτάνει εύκολα ήλιος. Φαίνεται και ο παλιός δρόμος, που υπήρχε πριν από τη χάραξη του νέου. Είναι και δύο μύλοι εκεί, ένας του δικού μας του Λεπόνη, δε λειτουργούν πιά, υπάρχουν όμως τα κτίσματα, ένα από τη μιά μεριά, το άλλο από την άλλη μεριά του λάκκου. Όλη αυτή η πλαγιά ήταν κατάφυτη με «κλαδί», κι ας έλεγαν πως κάηκε όταν υποχωρούσαν οι Άγγλοι και κατέστρεψαν όσα δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν όταν προέλαυναν οι Γερμανοί το 1941, περίπου είκοσι χρόνια πριν δηλαδή.
Στο βάθος της πλαγιάς κυλάει ο λάκκος της Κατερίνης, ο παππούς γεννημένος κοντά στα 1900, έλεγε πως είχε πνιγεί μια Κατερίνη εκεί, σε πολύ παλιά χρόνια, πιο παλιά από τα δικά του κι από αυτό ονομάστηκε έτσι. Ο δρόμος περνούσε μέσα από το λάκκο. Υπήρχε μια γέφυρα, που όμως την ανατίναξαν οι αντάρτες και βρίσκεται εκεί πεσμένη και δεν περνιέται. (Η γέφυρα αποκαταστάθηκε αργότερα, την εποχή της χούντας). Ο λάκκος πολλές φορές ήταν ήσυχος σαν ρυάκι, άλλοτε όμως άγριος, τόσο που οι ρόδες του φορτηγού σχεδόν σκεπάζονταν με νερό. Και τι φόβος τότε, μη μας πάρει το ρέμα, ή μη μπει νερό στη μηχανή, ούτε ανάσα δεν παίρναμε μέχρι να περάσουμε. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι σωφέρης εκείνη την εποχή.
Αν περάσεις το λάκκο της Κατερίνης, έρχεσαι σιγά σιγά στη Μαύρη Ράχη, που τη λένε έτσι γιατί έχει μαύρο χώμα κι είχε πολλές λάσπες όταν έβρεχε ή χιόνιζε, όπου βάλτωναν όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και τα αυτοκίνητα πριν καλιγώσουν το δρόμο με άσπρες πέτρες. Εκεί, διηγούνταν ο παππούς πως τους πρόφτασε μια φορά ο Γιανκούλας ο κλέφτης, όταν γυρνούσαν από το Νιάημερο των Σερβίων πολλοί μαζί από την περιοχή. Έψαχνε κάποιον που τους είχε προδώσει. Δεν τον βρήκε τελικά, ενώ ήταν ανάμεσα στον κόσμο . Του είχε προσφέρει ένας παππάς τσιγάρο κι εκείνος δεν το δέχτηκε΄: “όχι παππούλη μου, όχι πως είμαι ακατάδεχτος, αλλά να, δε φουμάρω”, είχε πει ο Γιανκούλας.
(Πολύ αργότερα, στα τωρινά χρόνια, επισκέφτηκα και το εκκλησάκι του Ιωάννη του Προδρόμου Προσηλίου, σε μια φανταστική τοποθεσία με θέα όλο το οροπέδιο της Κοζάνης, πάνω από τη Μαύρη Ράχη. Δεν έχω εικόνα αν οι παλιοί μας ήξεραν τη συγκεκριμένη τοποθεσία, ήταν σίγουρα καταφύγιο ανταρτών από τα χαραγμένα στους τοίχους, δε μπορώ όμως να μην την αναφέρω).
Το Προσήλιο είναι το πρώτο χωριό που συναντάμε, η μαμά έλεγε πως η τοποθεσία του είναι ασταθής και σε μια νύχτα είχαν μετακινηθεί κάποια σπίτια, μαλακά, χωρίς να πάθουν τίποτα. Παλιότερα που πήγαιναν στα Σέρβια με τα πόδια, έκαναν στάση σε κάποιους δικούς τους εκεί . Και δίπλα είναι οι “Πόρτες” με το μνημείο της μάχης, μνημείο γιά τους πεσόντες το 1912 αλλά και για τους πεσόντες το 1941. Περνώντας τις ”Πόρτες”, από μια επικίνδυνη ανηφόρα , έλεγαν πως είχε αναποδογυρίσει ένα τζιπ εκεί, χωρίς να πάθουν τίποτα όμως, μπαίνουμε σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Από εκεί περνάει το λεωφορείο για την Αθήνα αν κι εμείς στρίβουμε αριστερά, σε μια ελαφριά κατηφόρα κατά τα Σέρβια.
Δε θυμάμαι πιά γιατί πήγαμε στα Σέρβια, θυμάμαι πως σε σχέση με το χωριό μας ήταν πόλη. Το χωριό μας ήταν ο μεγάλος μικρόκοσμός μας κι από κει και πέρα άνοιγε μαγικός, ο απέραντος κόσμος.
Ο Γιάνης ο Καβουρίδης ο Σωφέρης, συνέβαλε με τον τρόπο του σε όλες τις μετακινήσεις μας εκείνης της εποχής. Γεννημένος το 1929, παντρεύτηκε την Ιωάννα Τζώνα και απέκτησε δύο κόρες τη Γεωργία και την Κατερίνα. Ανήσυχο πνεύμα, ανέλαβε τη συγκοινωνία της γραμμής Μικροβάλτου Σερβίων με ένα παλιό φορτηγό αυτοκίνητο στην αρχή και αργότερα με λεωφορείο που έφερε από το νησί Λέσβο. Είχε τη διορατικότητα να κρατήσει κάποια παλιά αντικείμενα όπως κομμάτι από το τέμπλο του ναού του αη Σωτήρα και άλλα αντικείμενα για να δημιουργηθεί κάποια μέρα λαογραφικό μουσείο στο Μικρόβαλτο. Πάλαιψε για να στηθεί προτομή του Μητροπολίτη Κωνστάντιου Ματουλόπουλου στο Μικρόβαλτο, καθώς από τους προγόνους του είχε την πληροφορία πως ο Μητροπολίτης κατάγονταν από το Μικρόβαλτο και από την οικογένεια Κάβουρα. Έφυγε από κοντά μας στις 25.01.2023.
Έλλη Λαμπρέτσα