Στο Αγροτικό Ιατρείο Τρανοβάλτου, για πολλά χρόνια, ακόμα και μετά τη δεκαετία του 60 υπηρέτησε σαν αγροτικός ο γιατρός Ιωάννης Ορφανός. Ηταν ο γιατρός της περιοχής μας στα παιδικά μας χρόνια. Ποιός ήταν, από πού ήρθε, γιατί έμεινε, μου διηγήθηκε η κόρη του Καλοτίνα Ορφανού.
Ο γιατρός Ορφανός γεννήθηκε το 1916 στην Κάλυμνο. Γονείς του ο Γρηγόρης Ορφανός και η Καλοτίνα Σουγγαρέλη. Κατάγονταν από μια από τις αρχοντικές οικογένειες του νησιού.
Ήταν έθιμο στην Κάλυμνο εκείνα τα χρόνια κάθε οικογένεια να ακολουθεί ένα επάγγελμα. Έτσι τρία πρώτα ξαδέλφια με το ίδιο όνομα Γιάννης Ορφανός έγιναν και οι τρεις γιατροί. Ένας γυναικολόγος, που αργότερα πήγε πίσω στην Κάλυμνο, ένας έγινε ορθοπεδικός χειρουργός στο Κιλκίς και ένας ακόμα, (ο δικός μας), που ήταν επίσης γυναικολόγος και ήρθε στην Κοζάνη.
Η Κάλυμνος και όλα τα Δωδεκάνησα από το 1912 (και ως το 1947) βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή. Ο Ιωάννης Ορφανός ήρθε και σπούδασε κι έμεινε στην Αθήνα. ‘Ήταν από τους καλύτερους φοιτητές κι έγινε πρώτος βοηθός του γυναικολόγου καθηγητή πανεπιστημίου Νικολάου Λούρου. Αργότερα πήγε στον Ευαγγελισμό σαν Επιμελητής.
Στον πόλεμο του 1940 κατατάχτηκε στον Ελληνικό στρατό. Ο εμφύλιος τον βρήκε με τις δυνάμεις Ζέρβα κι έλαβε μέρος στη μάχη του Γοργοπόταμου. Μετά το τέλος του εμφύλιου υπηρέτησε στο Δομοκό σαν ιατρός των Ελληνικών Σιδηροδρόμων.
Αμέσως μετά, όντας ειδικός γυναικολόγος, ξαναγύρισε στην Αθήνα σαν διευθυντής νοσοκομείου, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει κι ο ίδιος δε θέλησε να μείνει πιά εκεί . Ζήτησε να τον στείλουν σε απομακρυσμένη περιοχή και το υπουργείο επέλεξε την επαρχία των Σερβίων της Κοζάνης, το 1958. Εξυπηρετούσε τα χωριά Τρανόβαλτο, όπου και η έδρα του ιατρείου, Ελάτη, Λαζαράδες, Φρούριο και Μικρόβαλτο και μετακινούνταν με ένα χαρακτηριστικό Φορντ Τάουνους. Στην απομονωμένη και δυσπρόσιτη εκείνα τα χρόνια περιοχή μας, οι κάτοικοι τον είδαν σαν Θεό. Κι ο ίδιος αγάπησε το φτωχό αυτό τόπο κι ενσωματώθηκε στην τοπική κοινωνία, έμεινε εκεί.
Το 1950 παντρεύτηκε τη Μαρία Ορφανού, 27 χρόνια μικρότερή του, με καταγωγή από την Κέρκυρα κι απέκτησαν δύο κόρες , την Καλοτίνα και τη Μανθούλα. Η Μαρίκα, πολύ δυναμική, ζήτησε και έλαβε την άδεια από τη νομαρχία Κοζάνης να κάνει ανασκαφές για μάρμαρα σε περιοχή κοντά στο Ζιδάνι, «όπου φυτρώνανε κρίνα». Η μπουλντόζα αποκάλυψε και μάρμαρα αλλά και αρχαία, μία πλάκα που πήρε βοσκός και μαζί με το γιατρό παρέδωσαν στο αρχαιολογικό μουσείο Κοζάνης.
Ο γιατρός Γιάννης Ορφανός, που σφράγισε με την παρουσία του όλη την περιοχή των ορεινών χωριών των Σερβίων, πέθανε το 1977 σε ηλικία 61 χρονών.
Και η ζωή συνεχίζεται. Μένει η μνήμη του στη Μαρίκα, τις κόρες και τα τρία εγγόνια του, Μαρία, Άννα, Χριστίνα και τέσσερα δισέγγονα Χαράλαμπο, Γιάννη, Παύλο, Μάξιμο.
Η μνήμη του αλλά και της δυναμικής συζύγου του μένει μέχρι σήμερα ακόμα πολύ έντονη και στα χωριά μας. Οι ντόπιοι του έκαναν τραγούδι, προσάρμοσαν τους στίχους στο δικό τους γιατρό. Χαρακτηριστικά ακόμα τραγουδιέται το:
Δε μπορώ μανούλα μ’ δε μπορώ, άι σύρε να φέρεις το γιατρό
Άιντε το γιατρό τον Ορφανό
Άιντε πό’χει νταμάρι στο βουνό (δις)
Κι τ΄ Μαρίκα οδηγό
ΥΓ. Ευχαριστούμε την κ. Καλοτίνα Ορφανού για τις πληροφορίες
Έλλη Λαμπρέτσα
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
1. Λατομείο Τρανοβάλτου 1965
2. 1969 Φρούριο
3. και 6. 1965 Λατομεία Τρανοβάλτου, Μαρίκα Ορφανού
4. 1964 Νηπιαγωγοί και Δάσκαλοι και ο γιατρός του Τρανοβάλτου
5. 1969, Τρανόβαλτο, καθαρισμός κεντρικής βρύσης
7. 1968 Ιατρείο Τρανοβάλτου, Ιωάννης Ορφανός, Παπαγιώργης και Βαγγέλης
Δεληβάνης
8. Ιωάννης Ορφανός
Σχόλια
Καὶ τὸ δεύτερο εἶναι ὅταν ἔκοψα τὸ δάχτυλό μου τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1963 μὲ μαρμαρόπετρα καθὼς στεργιώναμε τὸ Χριστουγεννιάτικο δένδρο στὸ Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ. Εἶπε ὁ πατέρας σου νὰ κάνουμε ἀντιτετανικὸ ὀρό. Πήγαμε τὸ ἀπόγεμα μὲ τὸν πατέρα μου καβάλα στὸν Ἀράπη μας, καὶ τὸν ἔχαφτε τὸ χιόνι ὡς τὴν κοιλιά, στὸ Τρανόβαλτο γιὰ νὰ βροῦμε τὸν γιατρὸ νὰ μοὺ κάνει τὸν ἀντιτετανικὸ ὀρό, γιατὶ ἡ πέτρα ἦταν ἀκάθαρτη ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ποτίζονταν στὴν βρύση τῆς πλατείας. Ὅμως ἐμένα ὁ καημός μου ἦταν νὰ μὴν τὸν βροῦμε τὸ γιατρὸ καὶ νὰ γλυτώσω τὴν ἔνεσι. Κι ὅπως καὶ δὲν τὸν βρήκαμε καὶ δὲν ἔκανα τὴν ἔνεσι καὶ δὲν ἔπαθα καὶ τέτανο. Ἂς εἶναι ἀναπαυμένη ἡ ψυχή του. ἀρνιμα.
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.