Ἀγαπητέ μου Γιῶργο.
Διάβασα γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ ἠλεκτρικοῦ στὸ χωριό μας στὶς 28.12.1964. Σεὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἀκριβῆ ἔρευνα τῆς τοπικῆς μας ἱστορίας. Ἐμεῖς βέβαια τελειώσαμε τὸ δημοτικό, Ἰούνιο 1964, μὲ τὴν γκαζόλαμπα καὶ φύγαμε γιὰ τὸ Βαλταδώρειο τῆς Κοζάνης.
Θυμοῦμαι ὅμως, ὅτι δυὸ χρόνια νωρίτερα πρῶτα ἔβαζαν τὰ μικρὰ παλουκάκια, ὅπου θὰ ἄνοιγαν τὶς στρογγυλὲς τρύπες σὰν πηγαδάκια. Αὐτὲς τὶς δίμετρες τρύπες τὶς ἄνοιγαν μὲ εἰδικὰ σκαπτικὰ σὰν λοστοὺς μὲ σιδερένια σπάτουλα μπροστὰ καὶ τὸ χῶμα τὸ ἀνέβαζαν πάλι μὲ εἰδικὸ φτυάρι γυριστό, γιὰ νὰ μαζεύη τὸ χῶμα καὶ νὰ τὸ ἀνεβάζη. Ἐπίσης εἰδικὴ μαστοριὰ χρειαζόταν καὶ τὸ βάλσιμο τῆς κολόνας μέσα στὸ πηγαδάκι της. Πρῶτα τὴν σήκωναν πολλοὶ μαζὶ ἐργάτες κι ὕστερα εἶχαν εἰδικοὺς λοστοὺς μὲ δόντια, γιὰ νὰ σκαλώνουν στὸν κορμό της καὶ σιγὰ σιγὰ νὰ τὴν κατεβάσουν μέσα στὸ πηγαδάκι. Ὅταν τὴν σήκωναν, οἱ ἐργάτες φώναζαν ρυθμικὰ «ἔ ὤπ, ἔ ὤπ…». Ἐμεῖς τότε βλέπαμε καὶ χαζεύαμε μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ πολιτισμοῦ στὸ χωριό μας.
ΤΑ συνεργεῖα αὐτῶν ποὺ ἔσκαβαν κι ἔκαμναν τὶς ἠλεκτρικὲς ἐγκαταστάσεις στὰ σπίτια νοίκιαζαν στὸ παλιὸ μεγάλο μας σπίτι. Τὸ κατώη τοῦ σπιτιοῦ τὸ εἶχαν ὡς ἀποθήκη τοῦ ἠλεκτρολογικοῦ ὑλικοῦ. Θυμοῦμαι ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ βλέπαμε πολλὲς κουλοῦρες καλώδια καὶ βίδες μεγάλες. Ἡ μάννα μου λέει, ὅτι εἶχαν καὶ πολλὰ σακκιὰ μὲ γῦψο γιὰ τὴν στερέωσι τῶν σωληνώσεων. Ἐπειδὴ ὅμως χύνονταν καταγῆς ὁ γῦψος ἡ μάννα μου «τοὺν φουκαλνοῦσι κι τοὺν μάζουνι». Ὅταν ἔφτιαξε καινούργιο φοῦρνο, ἔβαλε μέσα στὴ λάσπη καὶ γῦψο, ὥστε στράγγισε ἀμέσως ὁ φοῦρνος καὶ τὸν ἔκαψε τὴν ἄλλη μέρα, ἐνῶ χρειάζεται μιὰ ἑβδομάδα μέχρι νὰ στραγγίση ὁμοιόμορφα.
Ὁ Ἐργοδηγὸς τῶν συνεργείων λέγονταν Γιαταγάνας καὶ δυὸ ἀπὸ τοὺς τεχνίτες του ἦταν ὁ Σιούρης καὶ ὁ Θανάσης Τάχατος. Εἴχαμε πιάσει φιλίες μὲ τὰ παιδιὰ αὐτά, ὥστε ὁ Θανάσης, ὅταν τέλειωσαν, πῆγε στὸ στρατό, κι ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔστειλε γράμμα καὶ φανταρικὴ φωτογραφία του.
ΤΟΤΕ μᾶς ἔλεγαν, ὅτι τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα χτυπάει δυνατὰ καὶ σκοτώνει. Γιαὐτὸ καὶ ὅταν πέρασαν τὰ σύρματα τοῦ δικτύου, ἐμεῖς φοβόμασταν νὰ περάσουμε τὰ ἀρνιὰ ποὺ βοσκούσαμε τὸ καλοκαίρι τοῦ 1964 κάτω ἀπὸ τὸ δίκτυο. Σιγὰ σιγὰ ὅμως ξεθαρέψαμε, ἀφοῦ εἴδαμε, ὅτι δὲν παθαίνουμε τίποτε. Τέλος, ὅταν ἔβαλαν στὶς κολόνες καὶ τὸ λαμαρινάκι μὲ τὸν κεραυνὸ καὶ τὸ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, θυμοῦμαι πὼς κάποιος ἡλικιωμένος μᾶς τὸ διάβαζε «Κινδυνὸς Θανατός». Κι ἐμεῖς γελούσαμε, σὰν τὰ παιδιά…
Πράγματι σήμερα ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὰ τὰ γεγονότα μπορεῖ νὰ φαίνεται καὶ σὰν παραμύθι…
Πτολεμαΐδα 13 Μαρτίου 2017
Μὲ ἀδελφικοὺς ἐν Χριστῷ χαιρετισμοὺς
πρὸς ὅλους τοὺς χωριανοὺς
ἀρχιμ.Νικηφόρος π’’Χρίστου Μανάδης.
(φωτο αρχείου Google)
...δείτε ΕΔΩ το σχετικό άρθρο που προηγήθηκε