ΠΑΛΙΟΣ μυλωνᾶς διηγοῦνταν πολλά, ἀλλὰ καὶ κάποιες θλιβερὲς ἱστορίες τοῦ παρελθόντος του. «Ἐπειδὴ ὁ κοσμάκης, ποὺ ἔφερνε γιὰ ἄλεσμα τὸ γέννημα, ποὺ τὸ εἶχε μαζέψει σπυρὶ τὸ σπυρί, μᾶς εἶχε ἐμπιστοσύνη, ἐγὼ σὰν μυλωνᾶς καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ μυλωνᾶδες ἂν ὄχι ὅλοι, κάναμε ὅ,τι θέλαμε.
Δὲν μποροῦσαν νὰ μᾶς ἐλέγξουν κιόλας, γιαὐτὸ καὶ δέκα λόγοι παραπάνω νὰ κάνουμε τὶς ἀπαίσιες κουτουράδες μας σὲ βάρος τοῦ ἁπλοῦ νοικοκύρη μὲ τὴν τυφλὴ ἐμπιστοσύνη. Νομίζαμε, ὅτι ἤμασταν ἀνεξέλεγκτοι! Κάποτε ἦλθε ἕνας πόντιος γέρος, ἅγιος θἄλεγα, καὶ τοῦ λέγω, «ἔλα νὰ τὸ ζυγίσουμε». Κι αὐτὸς ἀπάντησε, «ἐλέπ’ ὁ Θεόν»! Ὁ Θεὸν ἔλεπεν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔλεπεν. Ἔτσι νόμιζα ἐγώ. Γιαὐτὸ καὶ ἔκανα ὅ,τι ἤθελα, σὰν νὰ μὴν ἔλεπεν ὁ Θεόν! Τέτοια μεγάλη βλακεία εἴχαμε.
Ἡ δυστυχία μας, ποὺ τὴν θεωρούσαμε λεβεντγιάάά, ἦταν, ὅτι σὲ κάθε ζύγισμα ἔπρεπε τὸ δίχως ἄλλο νὰ κλέψουμε 5-6 κιλά. Εἴχαμε ἕνα εἰδικὰ παραποιημένο μεταλλικὸ στάθμιο, ποὺ τὸ πέταξα στὸ βόθρο ὅπου ἄξιζε, ὅταν πιὰ ἄλλαξα ζωὴ καὶ μυαλό. Τὸ παλιοεργαλεῖο αὐτὸ μᾶς τὸ δίδαξε ἕνας πιὸ παλιὸς μυλωνᾶς… Αὐτὸ ἔμπαινε στὴν κρεμαστὴ θέσι τῆς πλάστιγγας. Ἦταν κουφισμένο ἀπὸ μέσα, γιαὐτὸ καὶ ἄλλο ἔδειχνε, ἐνῶ ἔκλεβε. Σαὐτὸ τὸ ἄτιμο κόλπο ἦταν ἐκπαιδευμένη ὅλη ἡ οἰκογένειά μας. Παπποῦς, γονεῖς, παιδιά, ἐγγόνια καὶ δισέγγονα. Νὰ μὴ γλυτώνη κανεὶς ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς κλεψιᾶς τοῦ φτωχοαγρότη! Μιὰ φορὰ θυμοῦμαι, ζύγιαζε ἡ ἁγία γριὰ μάννα μου γιὰ πρώτη καὶ μοναδικὴ φορά, κατακοκκίνησε καὶ κόντεψε νὰ σπάση ἡ καρδιά της ἀπὸ τὸν τρόμο της, ποὺ ἔκλεβε κάποιον φτωχό.
ΩΣΠΟΥ ἔδωσε «ὁ Θεόν, ποὺ μᾶς ἔλεπεν» τόσα χρόνια καὶ πῆρε τὸ σκληρὸ ματσακόνι του. Μᾶς ματσακόνησε γερὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ πάνω μας ὅλη ἐκείνη ἡ ἔξυπνη (διαβολικὴ) σκουριά. Δὲν ξέμεινε τίποτε ἀπὸ τὸ ματσακόνι τοῦ Θεοῦ. Ξεκαθάρισαν ὅλα μὰ ὅλα. Δὲν ἔμεινε οὔτε σπόρος! Τὶ κυνηγὸς εἶναι!!! Ὅταν τέλειωσε αὐτὸ τὸ αἰσχρὸ πανηγύρι μας ἔκανα τὸ Σταυρό μου καὶ εἶπα, «Δόξα σοι ὁ Θεόν, ποτὲ πιὰ ζυγαριά».
ΟΤΑΝ τέλειωσε τὴν ἀφήγησί του ὁ ΠΑΛΙΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ, ποὺ ἔγινε ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ πλέον, τότε ἄνοιξα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ βρῆκα γύρω στὶς δέκα μαρτυρίες γιὰ τὸ πῶς βλέπει ὁ Θεὸς τὰ παραποιημένα στάθμια καὶ τὴν πονηρὴ ζυγαριά.
Λέγει στὸ Λευϊτικὸ 19,35-36. «Δὲν θὰ κάνετε ἄδικη κρίσι, στὸ μέτρημα, στὰ σταθμὰ καὶ στὴ ζυγαριά. Νἄχετε ζυγαριὰ καὶ στάθμια δίκαια».
Λέγει στὶς Παροιμίες 11,1. «Οἱ πονηρὲς ζυγαριὲς εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον Κυρίου».
Λέγει καὶ στὸν προφήτη Ἀμὼς 5,8. «Ἀκοῦστε, ὅσοι ἀδικῆτε καὶ καταδυναστεύετε ἀπὸ τὸ πρωΐ τὸν πένητα. Ὅσοι λέτε,… πότε θὰ κάνουμε στάθμια μικρὰ καὶ μεγάλα… Θὰ ἀνεβῆ ἡ καταστροφὴ σὰν ποτάμι καὶ θὰ κατεβῆ σὰν τὸν Νεῖλο τῆς Αἰγύπτου».
Εὖγε, ἀδελφέ μου ΠΑΛΙΟΜΥΛΩΝΑ, ποὺ μὲ τὴ μετάνοιά σου ἔγινες ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΜΥΛΩΝΑΣ. Μὲ τὴν ἄδειά σου καὶ χωρὶς ὄνομα γράφτηκε τὸ παρόν, γιὰ νὰ μετανοοῦν οἱ παλιοὶ καὶ νὰ συνετίζωνται οἱ νέοι. Βεβαίως ὄχι μόνο οἱ Μυλωνᾶδες, ἀλλὰ καὶ ὅποιοι ἄλλοι χρησιμοποιοῦν ὅποια ζυγαριά στὴ δουλειά τους.
ἀρ.νι.μα. 3.10.2016