Ο ΧΑΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
(Άλλος ένας νέος μας έφυγε για πάντα)
Τ’ είν’ το κακό που γίνεται
κι η ταραχή η μεγάλη
στη θέση, στα Παλιάμπελα
στης Παναγιάς τον τόπο;
3η Σεπτεμβρίου 2016, ημέρα Σάββατο, μετά το μεσημέρι κλείνει το δράμα του με τραγικό επίλογο, ο αξέχαστος κι αγαπημένος, ο οικογενειάρχης, Βασίλης Πάσχος.
Σβήνει το φως του «τσομπανόπουλου» για να χαθεί στο σκοτάδι του θανάτου και στο μέτωπό του απόμεινε μονάχα ο ιδρώτας της αγωνίας, μαρτυρικό στεφάνι!
Πατέρας και μάνα, σύζυγος και παιδί, αδερφός, συγγενείς και φίλοι κλαίνε το γιο, το σύζυγο, τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο, το παλικάρι 33 ετών.
Κεραυνός εν αιθρία η απρόσμενη είδηση του χαμού του. Νιώθουμε φτωχότεροι από τις 3 Σεπτεμβρίου και μετά, γιατί έφυγε από κοντά μας ένα από τα πιο αγαπητά κι ευγενικά μέλη της κοινωνίας του χωριού μας, ο Βασίλης Πάσχος, που το φετινό καλοκαίρι τον είχαμε συνηθίσει όλοι να μας εξυπηρετεί με ευγένεια και με προθυμία στο καφενείο των γονιών του. Έσβησε όρθιος στο χώρο που αγάπησε περισσότερο από κάθε τί. Άφησε την τελευταία του πνοή στον αγαπημένο του τόπο.
Ο αδόκητος θάνατος ενός ανθρώπου, όταν μάλιστα είναι νέος, αποτελεί πάντα μια απώλεια που ξαφνιάζει δυσάρεστα κάθε άνθρωπο. Το άκουσμα αυτής της είδησης ήταν κάτι που μας γέμισε όλους λύπη.
Βουβή η θλίψη στα πρόσωπα όλων. Στεγνά τα μάτια από δάκρυα. Ανείπωτος ο πόνος των οικείων του, των συγγενών, συγχωριανών και φίλων.
Θα μας λείψεις πολύ, Βασίλη, αλλά πιο πολύ θα λείψεις από την οικογένειά σου, την πολυαγαπημένη σου σύντροφο, την Πασχαλίνα, το λατρεμένο γιο σου, το Γιαννάκη, τον αγαπημένο σου αδερφό και τους σεβαστούς γονείς σου, που απαρηγόρητοι δεν μπορούν ακόμα να πιστέψουν την ξαφνική φυγή σου.
Στον Άδη δεν ανθίζουνε
την Άνοιξη τα δέντρα
και δε λαλούνε τα πουλιά,
ζεστός δε λάμπει ο Ήλιος.
Δε φυλλουριάζουν τα βουνά,
δεν πρασινίζ’ ο κάμπος
και δε δροσίζει το νερό
και το ψωμί πικραίνει.
Εκεί στον Άδη, ποιος θα σε χαρεί
και ποιος θα σου γελάσει;
Πού ‘ν της μανούλας τα φιλιά
τα χάδια του πατέρα;
Πού ’ναι τα γέλια τ’ αδερφού
κι η συντροφιά του φίλου;
Πού ‘ν της αγάπης οι ματιές
και τα γλυκά τα λόγια;
Νωπό είν’ ακόμα το χώμα που σε σκέπασε, Βασίλη. Κι η φθινοπωρινή βροχή απαλό χάδι στο νιόσκαφτό σου τάφο θα σου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ’ άψυχο κορμί σου.
Δύσκολα συνειδητοποιεί κανείς την απώλεια, όταν σκέφτεται έναν άνθρωπο και όταν τον θυμάται με έναν τρόπο που δεν θυμίζει σε τίποτα ότι «έφυγε». Ναι, «έφυγε» ο Βασίλης, αλλά, πάντα θα είν’ εδώ. Στο μυαλό, στην ψυχή, στη σκέψη μας, στην καθημερινότητά μας.
Γράφοντας τις παραπάνω σκέψεις, αναλογίζομαι τη στιγμή που θα συναντήσεις τους παππούδες και προπαππούδες σου, όλους τους συγχωριανούς, συγγενείς και φίλους, τους δικούς μας ανθρώπους και θα τα κουβεντιάσετε ώρα πολύ, με ησυχία και λαχτάρα.
Βασίλη,
Σε αποχαιρετούμε με απέραντη οδύνη στο μεγάλο σου ταξίδι!
Σου ευχόμαστε καλό κατευόδιο.
Το Μεταξιώτικο χώμα που σε σκέπασε, ας είναι ελαφρύ και την πληγή, τη μεγάλη πληγή, που η φυγή σου στις ψυχές των δικών σου άνοιξε, είθε να τη γιατρέψει ο πανδαμάτωρ χρόνος.
Εμείς, οι συγχωριανοί σου, οι φίλοι και οι γνωστοί σου, θα σε θυμόμαστε σαν το γελαστό και πρόσχαρο παλικάρι, που ήσουν πάντα πρόθυμος να μας εξυπηρετήσεις. Θα έχεις πάντα μια ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις μας.
Αξέχαστε Βασίλη,
Σ’ αποχαιρετώ με τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού της ευρύτερης περιοχής του Νομού μας:
Αχ καλή μου μάνα, πότι μαλουσάμι;
Πότι μαλουσάμι κι θα χουριστούμι;
Κι θα χουριστούμι ‘κόμα ‘πόψι αντάμα,
κι αύριο ως το γιόμα κι θα χουριστούμι
κι θα πάου πουλύ μακριά,
στουν απάνου κόσμου!
………
Σήμιρα κι αύριου είμ’ εδώ
κι ακόμα του Σαββάτου
την Κυριακή σ’ αφήνου γειά
πίσου δε θα γυρίσου!
Καλό σου ταξίδι, Βασίλη και καλόν Παράδεισο.
Αιωνία σου η μνήμη!
15 Σεπτεμβρίου 2016
Παναγιώτης Μπασιάς
(Συνταξιούχος Δάσκαλος)