Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012
Χωρισμός και πάλι…
5:25 απόγιομα και Κυριακή 4 Φλεβάρη του 2001
Ποια να’ταν στη σειρά κι ετούτη που μας ξεπροβόδισες;
Όρθια όπως πάντα και να θροΐζ’ αναστημένη
η Βασίλειος Δάφνη, θωριά κι άρωμα αλλοτινό,
φραγγέλιο τρελλά αγαπητό της μνήμης.
Έ ζωή …
Σαν της Καρυάτιδες που λεν εκεί στο άστυ
βαστάς κι εσύ χαρές και θλίψεις ετών!
Να ξεπροβοδάς πάντα με χαμόγελο σπαθισμένο
κι ασμίλευτη γλώσσα σαν ανοιξιάτικο ρέμα…
Ρυάκι το δάκρυ στα ένδον!
Ιστορία σαρανταπληγιασμένη τα «Καλωσόρσιτι»
και τα «ώρα καλή σας πιδγιαμ’ καλά»…
Ζεστασιά στο καλωσόρισμα…
Και χορικό άτομα στο ξεπροβόδισμα…
Οι τριανταφυλλιές σου, τα βασιλικά,
οι κατηφέδες και ο δυόσμος, μιλούν κι αυτά,
ιστορία γνωστή!
Χαίρονται και θλίβονται καθώς και η Κυρά τους.
Του χωρισμού η ώρα… Τι λέξη κι αυτή!
Ξεκίνησαν ετούτα κατ’ Οκτώβριον του 1964ου σωτηρίου έτους.
Κρατήσαμε, Δάκρυνο προζύμι από των πρώτη ετούτη.
Ω ανθεκτικό από σταυρολούλουδο προζύμι!
Κι ύστερα η συνήθεια. Ο εχθρός του ωραίου
της χαράς και του πόνου (;;)
Το νόστιμον διεδέχετο του χωρισμού το ήμαρ,
Χάσαμε λοιπόν το μέτρο των πολυκαιρισμένων
και σκουριασμένων από το δάκρυ κρίκων.
Ποιος να ναι τάχα ο αριθμός τ’ αποψινού μας κρίκου;
Κι ύστερα πες μου λίγο, πήγες μέσα, μόνη μονίμως πλέον.
Είδες την έρμη, που απ’ των εξώθυρα
χελιδονιών φωλιά; Και θυμητάρια,
τις παλιές φωτογραφίες απ’ τα περασμένα,
χαρούμενα και πονεμένα χρόνια;
Lacrimae rerum, λένε;
Κι όλα να σου θυμίζουν φωνές, εικόνες
και λόγια ετών μικρά (;) κι αγαπημένα.
Είν’ απ’ αυτά που υφαίνουν στη γλώσσα οι απλοί,
οι ποιηταί, οι σοφοί, ή μάλλον τα πουλιά, τα παιδιά και οι Άγιοι,
Και ν’αραδιάζης σκηνικά στο τζάκι δίπλα
πότε ήταν αυτό και ποτ’ εκείνο, μεγαλοπόνους,
μικροχαρές, το ίδιο τρανές σαν τους πόνους κι αυτές,
Και πόσοι μικροί και μεγάλοι επώνυμοι
και ασήμαντοι, γευτήκαν ή φορτωθήκαν
απ’ τα καλούδια που βγήκαν και σμιλεύτηκαν
από τα δυο σου τα βλογημένα,
Κι ύστερα, πάλι αναμονή.
Πότε να ‘ρθούν …και πότε θα ‘ρθούν!
«Ιλάτι καμιά φουρά, ξανά μας ξεχασέτι,
μάνναμ’ καλή να ξαναγιουμίσ’ του σπίτ’,
μην παέντι μούγκι κι ούλου στς άλλοι,
να μας αδουκιέστι κι μας λίγου…
Δεν χαλέβουμι κι τίποτας τρανό!»
Γιάννηηη.….
Πάντα μας τον μνημόνευες τον γυρισμό του Γιάννη, εκείνον τον σημαδιακό και πάντ’ αρχινούσε, μέσα ή έξω το λίγο δάκρυ.
Μάννα ήταν κι η μάννα του Γιάννη.
6:10 πια κι αρχίζει ν’ ασημίζη ή αρχόντισσα της νύχτας…
Μπροστά μας φουγάρα, πυλώνες ΔΕΗ.
Ορυχεία του μαύρου χρυσού, κέντρα για νυχτερίδες, πολιτισμένα σκιάχτρα.
Μινώταυροι, ανθρωποφάγα!
Σίγουρα τώρα φωτίζουν τ’ ακοίμητα σου καντήλια.
Το ‘να στο τζάκι και τα’ άλλο στο κοιμητήρι!
Πανάκριβοι, αγάπες και πόνοι, αγνάντι τ’ Άη Λιά και τα δυό τους.
Ελπίδα – καπάρο, πως κάθε ξεπροβόδισμα, θα’ χη καλωσόρισμα, μικρό ή αιώνιο
Ε Μάννα,
Καλωσόρνα και προβόδα μας,
Όσο ορίζει ο κύριος των κρίκων.
Κι ας πονάς.
Με νταϊάκι, την αναστημένη σου δάφνη
Νι. Μ. Βαλτινός