p nikiforos 1Ὀ ρα πιδγιά, τὶ εἶνι κι ἰτούτου τοὺ θκόμ’; Ξαναϊνουργιάσκα, ἁπ’ λέτι πάλι τοὺ μισουχώρ’ στοὺ χουργιό. Δέφτιρ’ φουρὰ ντὶπ τοὺ ἴδγιου ἴνουρου!  Πάλι μὶ τς παπποῦδις μαζουμέν’ ἀμπρουστὰ στοὺν ἉϊΓιώρ’. Ἄστου, ντὶπ λόζιους. Ὅλ’ ἦταν μὶ τὰ σκτίσιατς ἀντμέν’. Ἄλλους μὶ κάπα κι ἄλλους μὶ ταλαγάν’.

Μὸ ρα καένας δὲ ἦταν ἀντμένους φράγκ’κα. Ὅλ’ ἦταν μὶ ἀδήμτα κι σαϊάκια. Κάναδγυὸ εἶχαν χουλέβγια, τσιπούνια κι συγγούνια, π’ ἀργότιρα τἄβαναν μαναχὰ τ’Ἁηβασιλειοῦ. Ἄλλ’ εἶχαν κλοῦτσις, ἄλλ’ κρανίσις φοῦρκις κι ἡ παπποῦς ἡ Τρατσουμήτρους εἶχι μνιὰ τρανὴ φουρτουτήρα φοῦρκα ἀποὺ γκριουσιάδ’.

Ἅμα γκριζιαλήθκαν οἱ χουργιανοὶ γιὰ ‘μπλατέα, νάτς κι παρουσιάσκαν ἀμπρουστάμ’ ὅλ’ οἱ παπποῦδις, π’ τς ἀγνώρσαμι κι μεῖς ἀπ’ τοὺ ’50 κι καταδῶθι μιριά.

Ἰὰ πχοιοὶ ἦταν.

«Οἱ δγυὸ παπάδις μας παπαΝικόλας κι παπαΧρήσους. Τςἀλνοὺς θὰ τς πάρου μὶ ‘νἀράδα, ὅπους πααίν’ οἱ μαχαλάδις στοὺ χουργιό. Ἦταν οἱ Γκουβράδις, Γκουβρουχαρίσ’ κι ἡ Γκουβρουκώτσιους, Γκουβρουντιώνας, Γκουβρουζιώγας κι τὰ πιδγιάτ’ Γκουβρουνικόλας, Γκουβρουνάτσιους μιρακλῆς στοὺ χουρὸ κι στοὺ τραγούδ’ κι Γκουβρουλίας, ἡ Ἀριδουϊάνντς, ἡ Βέτας, ἡ Καβρουχιλλέας, ἡ Λοιπόντς κι ἡ γιόςτ’ ἡ Χαρίσ’, ἡ Παδημητρουχιλλέας, ἡ Σταθουνικόλας κι ἡ γιόςτ’ ἡ Σταθουγιώρς, ἡ Μιχαλουζιώγας κι ἡ ἀδιρφόςτ’ ἡ Μιχάλτς, ἡ Τζουκουϊάνντς, ἡ Γκισιλούλτς, ἡ Τζουκουτζήμους, ἡ Τζουκουβασίλτς, ἡ Κουτουλουχαρίσ’ κι ἡ γιόςτ’ ἡ Κουτουλουβαγγέλτς, ἡ Μαστρουγιώρς κι ἡ γιόςτ’ ἡ Λάμπρους, ἡ παπποῦς ἡ Μπατσιακουβασίλτς κι ἡ γιόςτ’ ἡ Μπατσιακαντώντς, ἡ Μπακαλαντώντς, ἡ Γκαλτσουζιώγας κι τ’ἀδέρφχιατ’ Γκαλτσουνάτσιους κι Γκαλτσουχρήσους, ἡ Κουτουλουνικόλας κι ἡ Κουτουλουκώτσιους, ἡ Ναστάσς, ἡ Γκουβρουγιώργους, ἡ Γκουβρουδημήτρης, οἱ Ζιακάδις Θουμᾶς κι Ἀντρέας, ἡ Τζιαντουϊάνντς, ἡ Τσακναντρέας, ἡ Τρατσουμήτρους, ἡ Τρατσουνάτσιους, ἡ Τρατσουδημητράκς, ἡ Γκουτσιουνουθύμνιους, ἡ Γκουριαμουβαγγέλτς, ἡ μπάρμπαζμ’ ἡ Πουστόλτς, ἡ Λυκουμήκας, ἡ Ἀλέξς, ἡ Ἀλιξουτζιμουζιώγας, ἡ Παδημητραντώντς, ἡ Κουτουλουϊάνντς, ἡ Παδημητρουζιώγας κι ἡ Παδημητρουνικόλας.

Τώρα πααίνουμι ἀπ’ ‘μπλατέα κι σιαπάν. Ἦταν ἡ Τσαμουλιόλιους κι ἡ γιόςτ’ ἡ Τσαμουϊάνντς, ἡ Μακρυαννουβασίλτς, ἡ Βάϊους, ἡ Γούλας, ἡ παπποῦζμ’ ἡ Στέργιους κι ἡ μπάρμπαζμ’ ἡ Νικόλας, ἡ Πασκάλτς μὶ τοὺ καμίν’, ἡ Μήκας κι τὰ πιδγιάτ’ Χιλλέας, Γιώργους κι Κώτσιους μὶ τοὺ ταξί, ἡ Τζιουνουζιώγας, ἡ Τζιουνουβάγγιλους, ἡ Τζιουνουμήτσιους, ἡ Τζιουνουλίας, ἡ Κρανουλίας, ἡ Βασίλτς ἡ Τσίλτς, ἡ Παπαχαρσουκώτσιους, ἡ Τζιουτζιουγκουντῆς, ἡ Σταθουβασίλτς, ἡ Ἀνέστς, ἡ Τσιουτσιουλουϊάνντς, ἡ Γκουντουβᾶς, ἡ Μπιτζάρας, ἡ Γιώρς ἡ Λιπιτᾶς, ἡ Γκιατουϊάνντς κι ἡ γιόςτ’ ἡ Γκιατουζιώγας, ἡ Τζικουβαγγέλτς κι ὅλ’ οἱ Τζικάδις, ἡ Χαϊνταρουκώτσιους π’ χόριβι ἀμπρουστὰ τ’ἉηΒασιλειοῦ μὶ ‘νξυλουμαχαίρα, ἡ Σταθαντώντς’, ἡ Στάθς, ἡ Σκαριμπουγκουντῆς, τ’ παπἈντών’ Χρηστάκς κι Κώτσιους, ἡ Θουδουρουϊάνντς, ἡ Τσιάτσιους, ἡ Γραμματκὸς μπάρμπαΚώτσιους, οἱ δάσκαλ’ Γιάνντς κι Λίας, ἡ Παπαντουνουκώτσιους, ἡ Καραθουμᾶς, ἡ Νατσιουθουμᾶς ἡ κλητήρας, ἡ Τσιουβάκας κι τὰ πιδγιάτ’ Τσιουβακουσπύρους κι Φίλππας, ἡ Καβρουνικόλας, ἡ Καβρουϊάνντς, ἡ Ξυνουϊάνντς, ἡ Καβρουβαγγέλτς, ἡ Φακουβαγγέλτς κι ἡ Φακουνάτσιους ντὶπ ἀπάν’ στ’ Ράχ’.

Ἀμπρουστὰ ἀμπρουστὰ ἦταν οἱ παπᾶδις κι ἡ Λίας ἡ δάσκαλους. Ἡ δάσκαλους ἴλιγι πάντουτις καλὲς συμβουλὲς γιὰ τοὺ καλὸ τ’χουργιοῦ μας. Ἀμ’ κι αὐτὸς δὲν συμφουνοῦσι μὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ντρούμπαλα, ἁπ’ γένουντι.

Ἁπ’ λέτι τς εἶδα ὅλ’ μὶ σφαϊό, νὰ οὐχταλιοῦντι κι νὰ λέν’ γιὰ τοὺ κακὸ π’ μᾶς βρῆκι. ΙΝΑΜΨ’ ΧΡΟΝΟΥ ἀντὶ νἄχουμι πλατέα ἔχουμι σουροὶ τὰ μπᾶζα γιὰ σκόνταμα. Σὰ νἄφιράμι τὰ Νταμάργια σμπλατέα μας.  

Ὅλ’ μὶ ἕνα στόμα εἶπαν. «Ἀ ρὰ πιδγιά μας καλά, μπράβου σας. Πρῶτα εἰδάμι τ’ Γιώργου τὰ γραφούμινα σιαὐτόϊας π’τοὺ λέτι σάϊτς πὄχ’ σν Κουζάν’. Εἰδάμι κι τοὺ σχόλιου τ’Βαγγέλ’ τ’Βάϊου. Μᾶς τὰ δγιάβασι ὅλα ἡ δάσκαλους ἡ Λίας. Σᾶς εἰδάμι ὅλνους π’μνιὰ μέρα διαμαρτυρήθκητι ἰκεῖα κάτ’ ἁπ’ ἦταν κάναν κιρὸ ἡ παλιὰ ἡ βρύσ’ ἁπ’ γίνκη τοὺ 1956. Ἔπριπι νὰ τν κρατήστι ἰκείν’ τ’ βρύσ’. Κρῖμα π’ τ’χαλασέτι. Ἰφτυχῶς ποὺ οἱ γναῖκις μας κα’ τοὺ 1950 πῆραν παραμάζουμα, κράτσαν τοὺ παλιὸ καμπαναργιό μας  κι δὲν τοὺ γκρέμσι ἄλλους λυκουἰργουλάβους ἁπ’ ἤθιλνι νὰ πάρ’ τς γουνίιςτ’ ὅταν ἔχτζι τνἸκκλησιά μας.

Εἴδαμι κι τοὺν Γιάνν’ τς Λίνας μὶ τοὺ κουμπουλόϊ στοὺ χέρ’, τοὺν Ἀντών’ τ’Μακρυανουβασίλ’, τοὺν Κώτσιου τ’ Τζουκουϊάνν’ κι ἀλνοὺς ἁπ’ τςτἄλιγέτι γιρά. Οὔτι τοὺ ’40 δὲν ἦταν ἔτσιας ἡ πλατέα μας. Αὐτόϊας τοὺ αἴσχους. Ὀ ρὰ νὰ τὰ μάσν ἀ κι νὰ φύγν κι αὐτοὶ κι τὰ μπᾶζα τς. Ἔφκιασαν μνιὰ τρανὴ κατρατσιά. Ὀ ρὰ νὰ θιμὰτ’ τοὺν πατέρα τς ΙΝΑΜΨ’ ΧΡΟΝΟΥ ἡ πλατέα μας εἶνι μόνου γιὰ νὰ σκουντάφτν τὰ ἔρμα τὰ γουμάργια ἀ κι τὰ μπλάργια μας. Κι καλὰ ἁπ’ τὰ πααίντι ψίτσα ἔναργα κι δὲν τσάκσαν τὰ πουδάργια τα. ΙΝΑΜΨ ΧΡΟΝΟΥ…. τὰ βόδγια κι οἱ γίδις δὲν ξέρν σιαποῦ νὰ βαΐσν.  Ἀ ρά, πχοιὸς κι σιαποῦ νὰ μᾶς ἀκούσν’; Τὰ θκά μας μουλουγμόν δὲν ἔχν! Σὰ νἆταν κι κάνας τρανὸς πάρκους τς Ἀμιρικῆς ἢ τς Ρουσίας, ἰκεῖ ἁπ’ ἔστειλναν τς ἀντικαθιστουτικοὶ γιὰ παραθέρισ’! Νὰ δῆς πῶς τοὺ λέν’ ἰκεῖ σιαπέρα… GRAΝ KANYON μὶ χιλιάδις στρέμματα!

Ἰὰ ἕνα ἁπλόχειρου πλατειοῦλα ἔχουμι, κι μᾶς φτάν’. Νὰ καθουμέστι ὅλ’. Ἀλλοῦ τὰ πιδγιὰ κι ἰμεῖς οἱ παπποῦδις ‘νἀκουμποῦμι στοὺ ντβάρ’ τ’ἉηΓιώρ’. Νὰ χουρεύουμι τ’ἉηΒασιλειοῦ, ‘μΠασχαλιά, στς χαρές κι στὰ γιουρτάσια. Νὰ πααίνουμι κι νὰ κλουθουμέστι ἰλεύθιρα κι ὄχ’ νὰ ζιαρίζουμι καλὰ μπὰς κι σκουντάψουμι ἢ νὰ σουντίξ’ κάνας Γκισούλτς ἢ κάνας Κιμάλτς παραμουνεύουντας πίσου ἀπ’ τὰ μπᾶζα. Λὲς κι κατιβαίνουμι ‘νκατηφόρα σνΤσιπιτοῦρα, στς Μπιστιριές, ἢ στὰ Νταμάργια οὕλου κριάκουρα, ἢ στοὺ Τρανὸ τ’Ἀνήλιου ἢ σιακάτ’ στ’Ἀσκηταργιὸ στοὺ Παλικρόκ’, σνΤρανὴ ‘νΚουμμέν’ τ’Ράχ’ κι πίσου ἀπ’ τοὺν ἉηΛιᾶ στὰ Τζιρνόκια. Μόνου «ἡ Διγινὴς μὶ τιτραπίθαμου σπαθὶ κι δγυὸ οὐργὲς κουντάρι», μπορεῖ νὰ ἀπιράσ’.

«Τὶ τὰ χάλιβέτι, ἀ ρὰ πιδγιά μας καλά, τς σκρόφας τὰ τραγούδγια, σὰν τοὺν ἔρμου τοὺν λύκου;».

 Ἄει, νὰ μὶ σχουρνᾶτι οἱ Ὑπεύθυν’ ἁπ’ τὰ γράφου αὐτάϊας. Ἀλλὰ δὲν σώνου μὶ τς παπποῦδις μας. Ποῦ νὰ γράψου κι αὐτὰ ἁπ’ μὶ λέν κι τὰ πιδγιὰ ἁπ’ μᾶς ἔφυγαν νέοι. Δὲν θὰ σώνου νὰ γράφου ἕνα χρόνου. Φανταστῆτι τὶ μὶ λιέει ἡ ἀδιρφόζμ’ ἡ Βασίλτς, ἡ Κώτσιους ἡ ἀξάδιρφους, ἡ Νικόλας κι ἡ Λιφτέρς π’χόριβαν τοὺν ἁηΒασίλ’ ἢ ἡ Γκούντας! Ὅλ’ γκριζιαλνιοῦντι πουλύ …

Ἄει ὡς ἰδῶ κι μὴ παρέκεια. Ποῦ νὰ ξέρς κι σὺ καημένημ’;

Διφτέρα 7.11.2022, ἄει σών’ κι αὐτό. Τὶ τοῦ θέλτς; Ὅλα χαζά κι μψόχαζα.

ἀρνιμα

Σχόλια   

Τζουκοπουλος Ιωαννης
+1 # Τζουκοπουλος Ιωαννης 08-11-2022 17:54
Ωχ πάτερ τα σκαλνας αλλά μας αρεζει που τα σκαλνας. Θυμουμι κανα κιρο είμασταν λιανούπαιδγια, παραμουνη τ Άι Λια που καρτερουσαμι να φέρει η τζιουμπανους τα γίδια τα χουριανκα, για να να πλυνουμι ν πλατεα να είναι καθαρή για του πανηγύρι του βράδυ. Σ ευχαριστούμε πάτερ μου για όλα αυτά που μας θυμίζεις!!!! Την ευλογία σας!
Παράθεση
ἀρχιμ.Νικηφόρος Μανάδης
+2 # ἀρχιμ.Νικηφόρος Μανάδης 09-11-2022 16:32
Α ρά Γιάνν' σιφχαριστω. Πρόσθισις μνια ψηφίδα καλή, π'δέν τ' γνώρζα ιγώ. Επριπι να γράψς "για νά ξιπλύνουμι 'μπλατέα απ' τςγκαγκαράτζις". Είδις Γιάνν; χάρκα, σι φλώ. 'αρνιμα.
Παράθεση