p nikiforos 1Κάθουμάσταν ἕνα προυΐ κι ἔπναμι καφὲ ἰά ἰδώϊας στοὺ μαναστήρ’. Εἴχαμι κι μνιὰ ἄκρια ἀποὺ παλιὸ ψουμί. Μᾶς τοὔχαν φέρ’ ἀπ’σιακάτ’ ἀπ’Ζάκυνθου. Τὶ νὰ σᾶς πῶ, ἦταν ψουμὶ ἀποὺ παλιὸν κιρό. Θαρροῦσις κι ἦσαν στοὺ 1960! Ἰγὼ λίγου λίγου τοὺ μουτσιαλνοῦσα.

Δείχου σνἈλιξάντρα τ’δασκάλα κι στοὺν μκρὸ τοὺν γιότς τοὺν Γιάνν’ ‘νἄκρια κι τ’ λέου πῶς τοὔλιγι ἡ μπάμπουσ’ ἡ Μπλατσιώτσσα αὐτόϊας; Κι μὶ λιέει, Τοὔλιγι κόρα. Κι τ’λέου. Ὄχ’ μά. Τοὔλιγι κουριὰ κι στοὺν πληθυντικὸ τοὔλιγαν κουριές!

Στοὺ σπίτ’ μὶ παπποῦδις ἀ κι μπάμπις, ἰτότις ἰκείνουν τοὺν κιρό, π’δὲν ἔβαναν ἀκόμα μασέλις, τςἀπόμνισκι μόνου ἀποὺ κάνα δόντ’ κι δὲν μπουροῦσαν νὰ μουτσιαλίσν εὔκουλα τοὺ ψουμί. Ποῦ νὰ κόψ’ ἡ ἔρμους ἡ πάππους κιἡ μπάμπου τςκουριές; Ἔβγαναν ἀπ’ τ’φιλοῦδα, (στοὺ Μπλάτσ’ ‘νἴλιγαν φιλιῶτα), ‘μψίχα κι γύρου-γύρου ἄφναν τςκουριὲς ἀπ’ὄξου. Αὐτὲς τςἔτρουγαν τὰ κούτσκα τ’ἀγγόνιατς κι τ’ἄρζι κιόλας.

Ἄλλ’ δόσ’ πάλι τςκουριὲς τςἔφκιαναν λιγδουπάπαρα, κρασουπάπαρα ἢ μὶ ζαχαρουνέρ’. Ἡ λιγδουπάπαρα γένουνταν στοὺ μαύρου, τοὺ τρανὸ τοὺ τηγάν’, αὐτὸ ἦταν ντὶπ μαύρου-πίσσα καραμπουϊά. Ἔρχναν λίγδα κιἔτριβαν κουριὲς κι ξηρουκόμματα κι αὐτὰ μὶ τ’λίγδα κι τ’φουτχιὰ μαλάκουναν. Ἔφκιαναν παπάρα μὶ σκουρδάρ’, μὶ τραχανᾶ καυτὸν ξινὸ ἢ γλυκόν. Μὶτιαὐτὲς τςπαπάρις οἱ κουριὲς ἔρχουνταν κι μαλάκουναν κι ἔτσιας κατάφιρναν κι οἱ παπποῦδις νὰ φᾶν ψίχα φαΐ κι αὐτοί. Ἀλλιῶς ποῦ νὰ μουτσιαλνοῦσαν οἱ φουκαράδις τὰ κριᾶτα κιἄλλα φαϊά. Ἰτότις δὲν εἴχαμι κι τοὺ μπλέντιρ, ἁπ’λέν’ τώραϊας.

Ἡ θκόζμας πάλι ἡ Τρανὸς ἴλιγι τ’μάνναμ’, Μόϊ Χρήσινα, βάλιμι μνιὰ κουτσουλιὰ τυρί, δηλαδὴς ψίτσα, κι λίγου νιρό. Κιὕστιρα λιάντζι τοὺ τυρὶ κι ἔτριβι μέσα κουμμάτχια ψουμί, ἂς ἦταν κι κουριές. Μούσκιβαν ὅλα αὐτάϊας καλά. Μό ρα ἔρχουνταν κι φαφούλιαζαν γιὰ τὰ καλά, κι ἔτσιας μπουροῦσι νὰ φάη κιαὐτός. Ἡ θκόζμας εἶχι μασέλις, ἀλλὰ οὕλου γκριζιαλνιοῦνταν, ὅτ’τοὺν πατοῦσαν στὰ οὖλατ’ κι οὕλουένα τςξοῦσι μὶ κάνα σπαζμένου τζιάμ’ γιὰ νὰ τςἰλαττώσ’ ἀποὺ λίγου.

Πῆρα λίγου σβάρνα-παρανταριὰ ὅλα τὰ λιξικάμ’ ἰδώϊας στοὺ μαναστήρ’, κι εἶνι κάμπουσα κι δυνατά, κι δὲν κατάφιρα νὰ βρῶ τ’λέξ’ κουριά, ὅπους τ’λέμι στοὺ χουργιό. Μόνου στ’Δημητράκου γράφ’ ἡ κόρα: ὁ περιβάλλων τὸν ἄρτον σκληρὸς φλοιὸς· ἀντίθετο ἡ ψίχα. Ὅμους γιὰ ‘νκουριὰ κι τςκουριὲς τ’χουργιοῦ μας δὲν γράφ’ καγκάνας τίπουτας. Κι πάλι θὰ μὶ γράψ’ ἡ Χρίστους ἡ Δάλκους, πὼς τοὺ Μκρόβαλτου ἔχ’ «ἅπαξ λεγόμενον». Κι αὐτὴν πάλι ‘νκουριὰ τ’φκιάνν’ πουλὺ καλὴ μόνου τὰ παλιὰ τὰ στρουγγυλουπὰ τὰ πλαστάργια τὰ τρανὰ ἁπ’ἔφκιαναν οἱ μάννιζμας ὡς τοὺ 1980. Τοὺ πλαστάρ’ αὐτὸ τὄπιρνις σνἀγκαλιάσ’ γιὰ νὰ κόψς τ’φιλοῦδα ἄκρια κι ἄκρια. Εἶδα στοὺ διαδίκτυου κιτ’λέξ’ παρανταριὰ κιν’εἶχαν σὶ ἕνα πλακάτ’ ἀγρουτικοῦ συλλαλητήριου, ὅτ’ ἦταν ἱβραϊκιὰ ἡ καημέν’. Δὲν κατάλαβαν καντίπουτας ἰκεῖ σιακάτ’ σνἈνθήνα. Τὶ λυκουγράμματα ξέρν, ἅμα δὲν ξέρν ‘μπαρανταριά; ….

Ὀ ρά, φαντάσ’ ποῦ ἔφτασάμι! Τὰ θκάμας τὰ Μκρουβαλτνά, νὰ τὰ λέν’ οἱ ἀγράμματ’ ἱβραϊκά, κινιζικά, ἀλαμπουρνιζικὰ κι ἄειντι ἀποὺ δῶ ρά, μὴ σᾶς πῶ κι τίπουτας ἄλλου.

Ἄει. Μπαίνουμι κι στοὺν Δικαπινταὔγουστου

μὶ τοὺ καλὸ νὰρθῆ κιἡ Παναγιὰ

ἀρνιμα 1.8.2024