«Ὅταν βράδυασε τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθηταί, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς». Ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ Σωτήρας πραγματοποίησε τὴν ἀνάστασί του γιὰ χάρι μας, ἐμφανιζόταν σπάνια σὲ ἄλλες μέρες ἐκτὸς τῆς Κυριακῆς.
Ὅπως προηγουμένως ἐμφανιζόταν κάθε Σάββατο στὴ Συναγωγή, γιὰ νὰ ἐκπληρώση τὸν Νόμο, ἔτσι ἀφότου πραγματοποίησε τὴν ἀνάστασι, κι ἔδωσε τὴν προκαταβολὴ στὸν κόσμο, ἐπεδίωκε νὰ ἐμφανίζεται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, τὴν πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος, γιὰ νὰ στερεώση τὸ θεμέλιο τῆς ἁγίας Κυριακῆς. Σήμανε πλέον τὸ τέλος τῆς λατρείας τοῦ Σαββάτου καὶ ξεκίνησε πιὰ τῆς Δεσποτικῆς ἡμέρας, δηλαδὴ τῆς ἀναστάσεως.
Πῶς ὅμως ὁ μακάριος Ματθαῖος γράφοντας τὴ λέξι Σάββατο καὶ εἰσάγοντας τὸ ξεκίνημα τῶν ἁγίων Κυριακῶν ἔλεγε, «Ἀργὰ τὴ νύχτα τῶν Σαββάτων»; Διότι ἦταν τὸ τέλος καὶ οἱ τελευταῖες πλέον στιγμὲς τῆς προηγούμενης ἑβδομάδος. «Ὅταν ξημέρωνε ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος». Ἐμφανίστηκε λοιπὸν ἀφοῦ ἀναστήθηκε τὴν πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος, δηλαδὴ σαὐτὴν τὴν πρώτη μέρα τῆς ἁγίας ἑορτῆς τῆς ἀναστασίμου ἡμέρας.
«Ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συναγμένοι ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε στὸ μέσον τους». Ὅπου κυριαρχεῖ ὁ φόβος, ἐκεῖ παρουσιάζεται αὐτὸς ποὺ διώχνει τὸν φόβο. Ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ταραχή, ἐκεῖ φωτίζει τὴν γαλήνη. Ὅπου βλέπει νὰ κλυδωνίζεται τὸ σκάφος τῆς εὐσέβειας, ἐκεῖ προσφέρει τὴν γνῶσι τῆς καλῆς διοικήσεως. Σταματᾶ τὴν τρικυμία καὶ εἰσάγει τὸ σκάφος σὲ λιμάνι γαλήνιο. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ φόβος εἶναι στὴν ἀποκορύφωσί του, τότε προσφέρει τὸ φάρμακό του.
«Στάθηκε στὸ μέσον τους». Καὶ τὶ εἶπε; «Εἰρήνη σὲ σᾶς». Ἂς μὴν ἔχη τρικυμία ἡ σκέψι σας, ἂς μὴν ταράζεται ὁ λογισμός σας, ἂς μὴ σᾶς πολεμοῦν οἱ σκέψεις τοῦ φόβου. «Εἰρήνη σὲ σᾶς». Ἡ εἰρήνη διώχνει τὸν πόλεμο, διαλύει τὸν φόβο, ἐξορίζει τὴν ἔχθρα. «Εἰρήνη σὲ σᾶς». Πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἔδωσε εἰρήνη στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὄχι μὲ πρόσωπο αὐθεντικό, ἀλλὰ μὲ ἀγγέλους, μὲ προφῆτες καὶ μὲ δικαίους. Δόθηκε στὸν Δανιὴλ εἰρήνη, ἀλλὰ μὲ ἄγγελο. Ἐμφανίσθηκε στὸν Δανιὴλ ἄγγελος καὶ εἶπε, «Εἰρήνη σὲ σένα, ἄνδρα ἐπιθυμιῶν, λάβε δύναμι καὶ ἀνδρεία, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Δανιὴλ 10,19). Ἐμφανίσθηκε καὶ στὸν Γεδεὼν ἄγγελος καὶ εἶπε, «Εἰρήνη σὲ σένα» (Κριταὶ 6,23).
Ἄγγελοι λοιπὸν ἔδιναν τὴν εἰρήνη, ποτὲ ὅμως ὁ Δεσπότης τῶν ἀγγέλων. Τὴν ἔστελνε μὲ κείνους καὶ ἀποταμίευε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν εὐαγγελικὴ εἰρήνη. Οἱ προφῆτες, ποὺ δέχθηκαν πολλὲς φορὲς εἰρήνη ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, διψοῦσαν νὰ τὴν δεχθοῦν καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ αὐθεντικὸ πρόσωπο τῆς εἰρήνης. Γιαὐτὸ ὁ Ἡσαῒας ἔκραζε, «Κύριε καὶ Θεέ μας, δῶσε μας εἰρήνη» (Ἡσαῒας 26,12). Δὲν θέλω μὲ ἀντιπροσώπους ἀλλὰ ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ μοῦ δώσης εἰρήνη.
Μετὰ ἀπὸ τὴν παράκλησι ἦλθε ὁ λόγος του, «Σᾶς δίνω τὴν δική μου εἰρήνη» (Ἰωάννου 14,27). «Μόλις εἶπε αὐτό, ἔδειξε σαὐτοὺς τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά». Ὅπως ἕνας στρατηγὸς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ πόλεμο καὶ ἀστράφτει μέσα στὰ νικηφόρα τραύματά του, δὲν συστέλλεται γιὰ τὰ τραύματα. Διότι αὐτὰ εἶναι λαμπρότερα ἀπὸ τὰ στεφάνια. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Σωτήρας ἀφοῦ δέχθηκε ἐπάνω του τραύματα γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τοῦ κοινοῦ γένους, δὲν κρύβει τὶς πληγές του, ἀλλὰ τὶς ξεσκεπάζει, γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀνδρεία του. Ἔδειξε τὰ χέρια του στὰ ὁποῖα ὑπῆρχαν τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ τὴν πλευρά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέβλυσε γιὰ χάρι μας ἡ πηγὴ τῶν μυστηρίων. Ἔδειξε τὰ χέρια, γιὰ νὰ πληροφορήση τὴν ἀνάστασι, γιὰ νὰ βεβαιώση τοὺς ἀμφιβάλλοντες, ὅτι πραγματικὰ ἀνέστη ὁ σταυρωθείς, ὅτι πραγματικὰ ἀναστήθηκε τὸ σῶμα ποὺ ἔπαθε, πέθανε καὶ ἐτάφη.
«Χάρηκαν οἱ μαθηταί, ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο». Δόθηκε εἰρήνη, διαλύθηκε ὁ φόβος καὶ ξανάνθησε ἡ χάρι. «Εἶπε σαὐτοὺς πάλι ὁ Ἰησοῦς. Εἰρήνη σὲ σᾶς». Γιατὶ λέγει τὸ «πάλι»; Ὅπου θέλει νὰ θεμελιώση τὰ δῶρα τῆς ἀναστάσεως, διπλασιάζει καὶ τὶς εὐλογίες. Ὅπως ἔκανε στὸν Ἀβραάμ, «Εὐλογώντας θὰ σὲ εὐλογήσω καὶ πληθύνοντας θὰ σὲ πληθύνω» (Γένεσι 22,17). Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίνει εἰρήνη πάνω στὴν εἰρήνη στοὺς κοντινοὺς καὶ στοὺς μακρυνούς. «Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς».
Παρακαλῶ, πρόσεχε. Κοίτα πῶς μὲ τὸ ἀνθρώπινο σχῆμα ἁρπάζει τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶπε. Ὅπως μὲ γέννησε ὁ Πατέρας. Διότι ὅπου ὑπάρχει ἀποστολὴ δείχνει τὴν ἀνθρώπινη μορφή. Ὑπογραμμίζουμε συνεχῶς τοῦτο, ἐπειδὴ ἑρμηνεύει τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπου ὅμως εἶναι φανερὴ ἡ θεία ὑπόστασί του μιλάει γιὰ Πατέρα καὶ Υἱό. Λέγει, «Ὅπως μὲ ἔστειλε». Πῶς δὲ σὲ ἀπέστειλε; Πρόσεχε, παρακαλῶ. Ἀπεστάλης ὡς Δεσπότης ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ πῶς ἀποστέλλεις ἐσὺ, ὅπως σὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας; Δὲν ἐννοῶ τὸν τρόπο τῆς ἀποστολῆς λέγοντας «Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας καὶ ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς», ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια δύναμι. Στάλθηκα ἐγώ, γιὰ νὰ πάθω ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Ἀποστέλλω ἐγὼ ἐσᾶς, γιὰ νὰ στεφανώσω τὴν οἰκουμένη μὲ τὰ μαρτύριά σας.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀνθρώπινη φύσι δὲν μπόρεσε νὰ ἰσορροπήση μὲ τὴν δύναμι τοῦ Κυρίου, λέγει, «Ἀφοῦ εἶπε αὐτό, φύσησε σαὐτοὺς καὶ εἶπε, Λάβετε Πνεῦμα ἅγιο». Πρόσεξε κάτι. Γιατὶ φύσησε στοὺς ἀποστόλους ὁ Σωτήρας αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως; Ἆραγε χωρὶς φύσημα δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς δώση Πνεῦμα ἅγιο; Ἐπειδὴ ὅταν ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν πρῶτο ἄνθρωπο «Φύσησε στὸ πρόσωπό του καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ψυχὴ ζωντανή» (Γένεσι 2,7), ἀλλὰ αὐτὸς ἔχασε τὴν χάρι ἐκείνης τῆς πνοῆς μὲ τὴν παράβασί του. Ἀπώλεσε τὴν ζωοποιὸ δύναμι. Διελύθη σὲ χῶμα. Ὁ Θεὸς κατέλυσε τὸ δημιούργημά του στὸν τάφο. Τώρα ὅμως ἀνανεώνοντας τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποδίδοντας σαὐτὸν τὴν ἀρχαία δωρεά του φύσησε στὸ πρόσωπο τῶν ἀποστόλων καὶ ξανάδωσε ἐκείνη τὴν ἀρχαία ζωτικὴ δύναμι στὸ πλάσμα. Μὲ αὐτὸ ἐκπληρώθηκαν καὶ οἱ προφητεῖες τῶν προφητῶν. Ὁ μακάριος προφήτης Ναοὺμ προβλέποντας ὅτι ὁ Σωτήρας μόλις ἀναστηθῆ ἀπὸ τοὺς νεκρούς ἐπρόκειτο νὰ φυσήση στοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ νὰ τοὺς γεμίση μὲ θεία χάρι ἀνακοινώνει στὸν λαὸ λέγοντας, «Ἰούδα, γιόρταζε τὶς γιορτές σου καὶ ἀπόδωσε τὶς εὐχές σου στὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει πλέον φόβος νὰ παλιώσουν. Εἶναι βέβαιο καὶ τὸ σφράγισε ὁ Θεός. Ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν γῆ αὐτὸς ποὺ φυσᾶ στὸ πρόσωπό σου καὶ σὲ λυτρώνει ἀπὸ τὴν θλῖψι σου» (Ναοὺμ 2,1-2).
Τότε εἶπε, «Εἰρήνη σὲ σᾶς. Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, φύσησε καὶ εἶπε σαὐτούς, Λάβετε Πνεῦμα ἅγιο». Ἐπειδὴ ὁ Κύριος εἶδε τὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ ὑποχωρῆ μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ νὰ ἀποφεύγη τοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὴν ἀνημπόρεια της, γιαὐτὸ ἀναπληρώνει τὸ ἔλειμμα μὲ τὴν δύναμι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἀφοῦ ἀποκάμη αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά μας νὰ τὴν στηρίζη. Σὰν τὸ σίδηρο τὴν δυνάμωσε μὲ τὴν θεία χάρι, ὥστε ὅ,τι δὲν ἔχει ἀπὸ τὴν φύσι της νὰ τὸ δεχθῆ ἀπὸ τὴν χάρι. Νὰ προσέλθη δηλαδὴ στοὺς ἀγῶνες δυναμωμένη μὲ τὸ Πνεῦμα. «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιο. Ὅπως μἔστειλε ὁ Πατέρας ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς».
Ναί. Ἀλλὰ ἐσὺ Κύριε, πορεύθηκες σὰν Δεσπότης, εἶδες ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἐλέησες, συγχώρεσες τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἡ χάρι σου εἶναι ἀνώτερη. Ἐμεῖς πέφτουμε μέσα στὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτημάτων μας. Οἱ ἁμαρτάνοντες εἴμαστε πολλοί καὶ χρειάζεται πολλὴ φιλανθρωπία. Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε αὐθεντικότητα καὶ πῶς μποροῦμε νὰ ἀποσταλοῦμε σὰν καὶ σένα; Γιαὐτὸ γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ τὸ «Ὅπως ἔστειλε ἐμένα ὁ Πατέρας, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς», λέγει, «Ἂν κάποιων συγχωρᾶτε τὶς ἁμαρτίες θὰ εἶναι συγχωρημένες, σὲ ὅποιους δὲν τὶς συγχωρᾶτε, θὰ εἶναι ἀσυγχώρητες».
Τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχει ὁ Σωτήρας, τὴν ἴδια δίνει καὶ στοὺς ἀποστόλους. Ὅπως ἕνας ἄρχοντας δὲν μπορεῖ νὰ ἀναλάβη τὴν κυβέρνησι ἑνὸς ἔθνους ἂν δὲν πάρη ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τὴν ἐξουσία νὰ ἀποφυλακίζη ἢ νὰ ἐκτελῆ καὶ νὰ τιμωρῆ, ἔτσι καὶ ὁ Σωτήρας καθὼς ἐπρόκειτο νὰ καταστήση τοὺς ἀποστόλους ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τοὺς χορηγεῖ τὴν ἐξουσία τῆς συγχωρήσεως καὶ τῆς τιμωρίας μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, «Ὅσων συγχωρᾶτε τὶς ἁμαρτίες, θὰ εἶναι συγχωρημένες. Καὶ ὅσων δὲν συγχωρᾶτε, θὰ εἶναι ἀσυγχώρητες».
Εἶναι ἀκατόρθωτο ἢ νὰ μαρτυρήση μὲ γενναιότητα κάποιος, ἢ νὰ κηρύξη μὲ ὄρεξι, ἢ νὰ πράξη κάτι μεγάλο καὶ δύσκολο, ἐὰν τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν δυναμώση τὴν ψυχή του. Διαφορετικὰ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν μάρτυρες. Ὅταν λέγω μάρτυρα δὲν ἐννοῶ μόνο αὐτὸν ποὺ τελειώνει μὲ τὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ κηρύττει τὸν λόγο τῆς χάριτος. Διότι κάθε κήρυκας τῆς ἀληθείας εἶναι μάρτυρας τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «Καὶ ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν ἀλήθεια λέγοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός» (Ἰωάννου 1,32). Μαρτυρεῖ ὄχι μὲ μαρτύριο, ἀλλὰ μὲ τὴν φωνή. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ γίνη κάποιος μάρτυρας τοῦ θείου λόγου, ἐὰν δὲν νευρωθῆ ἡ ψυχή του μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Γιαὐτὸ λέγει ὁ Σωτήρας κατὰ τὴν Ἀνάληψί του, «Ἐσεῖς δὲ νὰ καθήσετε στὴν πόλι τῆς Ἱερουσαλήμ, μέχρι νὰ ἐνδυθῆτε δύναμι ἀπὸ τὸν οὐρανό» (Λουκᾶ 24,49). Θὰ λάβετε δύναμι μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἂν δὲν δεχθῆτε αὐτὴν τὴν δύναμι, δὲν μπορεῖτε νὰ γίνετε μάρτυρες.
«Ὁ Θωμᾶς ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ποὺ λεγόταν καὶ Δίδυμος, δὲν ἦταν μαζί τους». Ἦταν μεγάλη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς, γιὰ νὰ κάμη πιὸ τρανταχτὴ τὴν ἀνάστασι ἡ ἀμφιβολία του. Ἐὰν δὲν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς καὶ δὲν ἀμφέβαλλε, ὅτι ξαναέλαβαν πάλι τὸν Κύριο μὲ τὴν ἀνάστασί του, καὶ ὁ Σωτήρας δὲν πρόσφερε τὴν ἀπόδειξι στὴν ἀμφιβολία, ἀκόμη καὶ σήμερα θὰ σκανδάλιζε πολλοὺς τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως. Ἡ ἀμφιβολία τοῦ Θωμᾶ ἔγινε θεραπεία ὅλων τῶν πιστῶν. «Ὅταν λοιπὸν ἦλθε ὁ Θωμᾶς ἔλεγαν σαὐτὸν οἱ ἄλλοι μαθηταί, Εἴδαμε τὸν Κύριο». Οἱ μὲν ἄλλοι χαιρόταν κάπως ὑπερήφανα γιὰ τὸ ὅτι τὸν εἶδαν. Ὁ Θωμᾶς ὅμως ἦταν σὰν αἰχμάλωτος στὴν ἀντιλογία του καὶ ὄχι ἀκριβῶς σὲ ἀπιστία (τέτοια εἶναι ἡ ἀμφιβολία) καὶ διψώντας νὰ μάθη, δὲν εἶπε, «Αὐτὸ εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ γίνη». Πρόσεξε μὲ ἀκρίβεια. Δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἀνάστασι. Δὲν εἶπε. «Μιλᾶτε γιὰ ἀδύνατα πράγματα καὶ μοῦ ἀναγγέλλετε ἀκατόρθωτα». Ζήτησε ὅμως μόνο πληροφορία λέγοντας, «Ἐὰν δὲν ἰδῶ καὶ ἐγὼ στὰ χέρια του τὶς πληγὲς τῶν καρφιῶν, καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ ἡμέρες».
Κοίταξε πῶς ἐμφανίζεται πάλι τὴν ἄλλη Κυριακή. Ἀπὸ Κυριακὴ σὲ Κυριακὴ εἶναι ὀχτὼ μέρες. «Καὶ μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ ἡμέρες ἦλθε πάλι ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, καὶ στάθηκε στὸ μέσον καὶ εἶπε, Εἰρήνη σὲ σᾶς». Ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶπε δύο φορὲς «Εἰρήνη σὲ σᾶς», ἐδῶ εἶπε μία φορά, ὥστε μὲ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ καταστήση ὁλοκληρωμένο τὸ δῶρο του. Λέγει, «Εἰρήνη σὲ σᾶς. Ὕστερα λέγει στὸν Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλό σου ἐδῶ».
Πρόσεχε σὲ παρακαλῶ. Δὲν περιμένει ὁ Σωτήρας νὰ ἀκούση ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τὴν ἀμφιβολία τοῦ Θωμᾶ. Δὲν δασκαλεύεται πρῶτα καὶ ὕστερα νὰ διδάξη ὁ ἴδιος, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς πείση ὅτι ἦταν παρὼν ἔστω κι ἂν δὲν φαινόταν, καὶ γιὰ νὰ γίνη ὁ ἴδιος ὁ ἀποκαλύπτων τὴν ἀμφιβολία, λέγει στὸν Θωμᾶ, «Φέρε τὸν δάκτυλό σου ἐδῶ», ὅπως εἶπες, «καὶ δὲς τὰ χέρια μου, καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου, καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δείχνει ὅτι ὅποιος ζητεῖ ἀποδείξεις δὲν εἶναι πιστός. Ὅποιος ὅμως ὑπακούη μὲ πίστι, αὐτὸς εἶναι πιστός.
Τὸ νὰ ἐξετάζης τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ λές, «Πῶς γεννήθηκε;». Ἢ μᾶλλον δὲν εἶναι ὅμοιο. Διότι ὁ ἕνας ζητοῦσε νὰ δῆ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν ποὺ φαινόταν στὸ σῶμα καὶ ψηλαφητὰ μὲ την αἴσθησι, ἐπιθυμοῦσε δηλαδὴ νὰ ἰδῆ πρᾶγμα ποὺ εἶχε γίνει, τὸ ὁποῖο προγνώριζε. Ἐσὺ ὅμως πολυπραγμονῆς σὲ φύσι ποὺ δὲν μπορεῖς να δῆς, σὲ οὐσία ἀκατάληπτη, σὲ γέννησι ποὺ δὲν περιγράφεται μὲ λόγια ἀνθρώπινα, μὲ γεννήτορα καὶ γεννηθέντα ἀκατάληπτο. Ἐσὺ λοιπὸν δὲν παρανομεῖς χειρότερα; Δὲν εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τὸν ἄπιστο; Ἂν ὁ μακάριος Θωμᾶς, ποὺ ἐρεύνησε τὴν πλευρά, ἄκουσε «Μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός», ἐσὺ ποὺ ἐρευνᾶς τὴν ἀσώματη φύσι καὶ τὴν ἀκατάληπτη δύναμι, «μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός».
Ὅμως ἂς εὐχαριστήσουμε τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀνεξικακία τοῦ Θεοῦ, διότι τὸ δάκτυλο τοῦ Θωμᾶ ἔγινε γραφίδα πίστεως, ποὺ ἀνατρέπει τὰ πλοκάμια τῶν αἱρετικῶν καὶ φράζει τὰ στόματα τῶν τολμητιῶν ποὺ λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἰκονικὰ σαρκώθηκε καὶ εἰκονικὰ ἀπέθανε. Ὁ δάκτυλος ὅμως τοῦ Θωμᾶ διέλυσε τόσο τὴν ἀμφιβολία τῶν αἱρετικῶν, ὅσο ἐκεῖνος ὁ δάκτυλος πρὸς τὸν ὁποῖο δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντισταθοῦν οἱ μάγοι τῶν Αἰγυπτίων, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ ποῦν, «Αὐτὸ εἶναι δάκτυλος Θεοῦ» (Ἔξοδος 8,9).
Ταιριαστὸ θὰ ἦταν καὶ στὸν ἅγιο Θωμᾶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπαλήθευσι νὰ πῆ τὸν λόγο τοῦ Δαυῒδ, «Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς θλίψεώς μου ἀναζήτησα τὸν Θεό» (Ψαλμὸς 76,3). Ἐπειδὴ ὅμως ἐρευνοῦσε μὲ τὰ χέρια μποροῦσε νὰ πῆ τὸ ἑπόμενο, «Ἅπλωσα τὰ χέρια μου πρὸς αὐτὸν καὶ δὲν ἀπατήθηκα» (Ψαλμὸς ). «Μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ὁ Θωμᾶς βλέποντας τὸ παρουσιαστικὸ τοῦ παθόντος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν προγνώριζε τὸν ὀνομάζει Θεό, «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἂς τὰ ἀκούσουν αὐτὰ οἱ αἱρετκοί. Ἂν πραγματικὰ ὁ Υἱὸς παρακαλῆ καὶ δὲν εἶναι ἰσότιμος μὲ τὸν Πατέρα, γιὰ ποιὸν λόγο δὲν ἀπορρίπτει τὴν τιμὴ ἡ ὁποία τὸν ξεπερνᾶ; Ἄκουσε κάποτε ἀπὸ κάποιον, «Διδάσκαλε ἀγαθέ», καὶ τοῦ λέγει, «Γιατὶ μὲ λέγεις ἀγαθό; Κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μονάχα ἕνας, ὁ Θεός» (Ματθαίου 19,16-17). Ἂν καὶ τὴ λέξι ἀγαθὸς τὴν χρησιμοποιοῦμε κι ἐμεῖς. Μόλις ὅμως ἄκουσε τὴν προσφώνησι «Ἀγαθέ» σύμφωνα μὲ τὴ δική σου σκέψι τὴν ἀπέρριψε. Ἀκούγοντας ὅμως ἀπὸ τὸν Θωμᾶ «ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», δὲν ὤφειλε νὰ τὴν ἀπορρίψη; Ἀκούει «Διδάσκαλε ἀγαθέ» καὶ ἀπαντᾶ «Γιατὶ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό;». Ἀκούει ἐδῶ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» καὶ δὲν εἶπε «Γιατὶ μὲ ὀνομάζεις Κύριο καὶ Θεό»; Ἐκεῖ ὅμως ἐπειδὴ δὲν ταίριαζε ἡ ὀνομασία γιαὐτὸν, (διότι δὲν εἶπε, Κύριε ἀγαθέ, ἀλλά, Διδάσκαλε ἀγαθέ), δὲν δέχθηκε τὸ ἀσήμαντο, ἀλλὰ ὅμως ἀποδέχθηκε τὸ ἔνδοξο. Ἐκεῖ τὸν μέμφθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα τὸν μέμφθηκε, διότι ἀργοπόρησε. Τὸν κατηγόρησε λοιπὸν ὄχι γιατὶ εἶπε, «ὁ Κύριός μου», ἀλλὰ διότι καθυστερεῖ νὰ τὸ πῆ, «Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶδες καὶ πίστεψες, εὐλογημένοι θὰ εἶναι ὅποιοι δὲν θὰ ἰδοῦν καὶ θὰ πιστέψουν».
Ἕνας κατηγορήθηκε καὶ ὅλοι ἐμεῖς μακαρισθήκαμε. Ὁ μακαρισμὸς αὐτὸς φθάνει σὲ ὅλους ἐμᾶς καὶ σὲ ὅσους θὰ ἔλθουν μετὰ ἀπὸ ἐμᾶς. Διότι ἐνῶ δὲν εἴδαμε θαύματα, ἀλλὰ δεχθήκαμε μὲ πίστι καὶ γίναμε κοινωνοὶ τοῦ μεγάλου τούτου καὶ ἐνδόξου μακαρισμοῦ...
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
στὸ Ἰωάννου 20,19-29 στίχοι τοῦ Θ’ ἑωθινοῦ
ΕΠΕ 36,236-268 καὶ Migne 52,775- 781