Μὶ λιέει ἡ θχειάκουμ’ ἡ Πανάϊου. Πῆρι προυαγουγὴ τώρα κι εἶνι ἡ κινούργια καθηγήτριαμ’, ἀδιρφὴ τςμάνναζμ’. Σὰν πόσου θὰ κάτσ’ κι αὐτήν; Κι τὶ μὶ λιέει, λέτι; Ἔδισάμι τοὺ γουμάριμας πίσου ἀπ’ τ’Τζιουνουμήτσ’ τοὺ σπίτ’, στ’ἀβλαγάδγια, κι κουντὰ στ’Γκιατουϊάνν’ τοὺ καλαμκουχώραφου.
Ἔμ κιαὐτὸ τοὺ ἔρμου εἶδι τοὺ καλαμπούκ’ πράσινου-πράσινου, τοὺ μύρσι κιἄνοιξι ἡ ὄριξιτ’. Τανιοῦντας τοὺ σβέρκουτ’ ξισβιρκιάσκι κι τράβα-τράβα τοὺ φόρτουμα ν’ἁρπάξ’ καμνιὰ χαψιά, ἔβγαλι τοὺ παλούκ’. Κι ἅμα ξιπαλουκώθκι τραβάει ἴσια μέσα στοὺ καλαμπούκ’. Πρόλαβι κιἔφαγι καμπόσις χαψιὲς χουρτάτις μέχρι π’τοὺ ζιάρσι ἡ παπποῦς ἡ Γκιάτας. Μνιὰ κι δγυὸ τραβάει ἴσια στοὺ χουράφιτ’. Κρατοῦσι κι μνιὰ φοῦρκα γαβρίσια ἴσια μὶ τοὺ μπόϊτ’, κι τ’ἀρχινάει, ποῦ σὶ σφάζ’ κι ποῦ σὶ πουνάει. Ὅμως τοὺν ἔρξι κι καμπόσις διπλαριὲς ἀπάν’ στὰ καπούλια. Αὐτὸ φκιάν’ ζαράλ’ στὰ γουμάργια. Βαρσέτα ὅπ’ προυλάβς. Ὅμους ἅμα τὰ βαρέησ’ γιρὰ στὰ καπούλια, τοὺ γουμάρ’ κατσιαρών’, σὰ νὰ βγάζ’ φουλτακίδις. Ἔτσιας ἔπαθι κι τοὺ θκόμας. Κατσιάρουσι καταῆς κι σβαρνίζουντας τοὺ φόρτουμα κι τὰ πισνὰ πουδάργιατ’ ἔφτασι στοὺ σπίτιμας. Τοὔειδι ἡ μάνναμ’ κι σιάστσι, τ’θιρμόκουψι. Παίρ’ τοὺ δρόμου μὶ τςσβαρνιξιὲς ἁπ’ ἄφσι στοὺ χῶμα (ἰτότις δὲν εἴχαμι ναὶ ἄσφαλτου ναὶ τσιμέντου) τοὺ φόρτουμα κι τὰ πουδάργιατ’ κι ἔφτασι στ’Γκιάτα τοὺ χουράφ’. Κατάλαβι τὶ γίνκι. Μνιὰ κι δγυὸ ἀπ’ τοὺ χουράφ’ πααίν’ κι τοὺν βρίσκ’ στοὺ σπίτιτ’, λίγου σὰν παραπάν’. Κι τοὺν ἀρχίντσι. «Ἀ ρα Γιάνν’ δὲν ἀντρέπισι λίγου, νὰ βαρέησ’ τοὺ γουμάρ’ ἀ κι νὰ ρθῆ τοὺ ἔρμου κατσιαρουμένου, κουψουμισιαζμένου κι ξικατηνουμένου ὅλουν τοὺν δρόμου ὡς τοὺ σπίτ’; Ἰὰ κι σ’ἔφαγι πέντι ρόκις. γουμάρ’ εἶνι, πρᾶμα εἶνι. Τόσου τρανὴ ζημνιὰ ἦταν; Ἴφιρις τοὺν τέλουν. Θὰ στς πλέρουνα ὅσου κιὅσου. Ἦταν δλειὰ αὐτὴν ἁπ’ἔφκιασις νὰ ξικατηνιάησς, νὰ μσουκόψσς τοὺ πρᾶμα. Δὲν ἀντρέπισι λίγου, γκουτζιὰ ἄντρας δγυόμψ’ μέτρα ἁψλός. Φτοῦ κι νὰ μὴ βασκαθῆς, ρά!»
Αὐτὴν ἦταν ἡ μπάμπουΣτέργινα! Ἰά ἔτσιας ἰξιγιοῦνταν.
ἀρνιμα.
Κυργιακὴ 9.6.2024
ἰβρουικλουγές ἀ ρά.