Ἰά, ἤμασταν πιδγιὰ κάναν κιρὸ στοὺ χουργιό. Ἄλλ’ εἶχαν ρουλόϊ στοὺ σπίτ’ κι ἄλλ’ δὲν εἶχαν. Στοὺ χέριτ’ δὲν εἴχαμι καγκάνας. Σάματις κι τὶ τοὔθιλνάμι, τὶ τοὺ χρειάζουμάσταν;. Ὅμους ὅλ’, ἀκόμα κι τὰ πιδγιά, ἤξιρναν καλὰ νὰ ὑπουλουγίζν σὰν τὶ ὥρα νὰ ἦταν.
Πρώτουν κι πρώτουν ξικινούσαμι ἀπ’ τ’χαραή. Ἰδίους φόντας εἶχαν δρόμουν κι ἤθιλναν νὰ πααίν’ στὰ Σέρβγια γιὰ τοὺ παζάρ’. Εἶχαν γιὰ οὑρουλόϊ τ’ἀρνίθχιατς, τὰ κουκουτάργιατς. Καρτιροῦσαν πῶς κι πῶς κι ἀφκριοῦνταν ὅλ’ τ’νύχτα, ἀφοῦ κοιμοῦνταν ντὶπ μὶ τςκότις, νὰ μὴ χάσν τοὺν πρώτουν στοὺ προυτουΰπν’. Ἀμπουτὶ ἅμα ἔχαναν τοὺν πρώτουν, ἔχαναν κι τ’σειράτς. Ἅμα λαλοῦσι ἡ πρώτους ἡ κόκουτας ἡ ὥρα ἦταν δώδικα μὶ δουδικάμψ’ τὰ μισάνυχτα. -Ἄειντι, λάλτσι ἡ πρώτους, ἴλιγαν. Γυρνοῦσαν πλιβρὸ κι ἔπιρναν κόμα ἕνα τρουπάρ’, ἄλλ’ τοὔλιγαν κι χουτζιούμ’. Κατὰ τςτρεῖς ξαναλαλοῦσι ἡ δεύτιρους κι τότις κινοῦσαν γιὰ τὰ Σέρβγια. Ἡ Τζουκουτζήμους ἔσκουζι, Ἄει μόρ’, σκουθῆτι λάλτσαν τὰ κουκουτάργια! Γουμάρ’ ἢ μπλάρ’ ἕτμα, στοὺν τρουβᾶ κάνα μψουπλάσταρου κι στοὺ πνάκ’ ἢ ἄλλ’ στοὺν τυρουφάη λίγου τυρὶ ἢ τσιγαρίδις μιτὰ τὰ Χριστούγιννα, τοὺ δισάκκ’ ἢ τσάκκ’, τὰ κατούνια ἁπ’ χρειάζουνταν, καβάλα κι τραβοῦσαν σιακάτ’. Κουντουλάκκ’ ἢ Καραγάτσ’ ἡ ἀηπανὸς ἡ μαχαλᾶς, Ἀκατνὸς Συρτός, τ’Σιλιμάν’ τοὺ κθάρ’, Τσάγκαρ’, τ’Κουτουλουϊάνν’ κι τ’Γκιάτα τὰ μαντριά, ἉγιαΣουφχιά, Παλιάμπιλα, Σταυρός, ἡ παλιὸς ἡ δρόμους σὰν μουνουπάτ’ ἁπ’ ἔβγαζι κάτ’ στοὺ Μάλιου, τςΚατιρίντς ἡ Λάκκους, στοὺ Ρουγάζ’ μπουρεῖ νἄκαναν κι μνιὰ στάσ’ κατιβαίνουντας ἀλλὰ ἀνιβαίνουντας οὕπουσδήπουτις, τ’Κούτσιαν’ τὰ μαντριὰ ἀπ’ τοὺ Δέλνου, Μαυρηράχ’, ἉγιαΤριάδα, Καλδάδις-Προυσήλιου, Πόρτις, στοὺ Μάτ’ μὶ τὰ σφαγεῖα ἔβγανι ἕνα δρουσιρὸ νιρό! ἡ Γέφυρα ἡ ξυλέϊν’ ἁπ’ ἔκαμνι κάμπουσου ντόρου κι τρουμαργιάζουνταν ἡ θκόζμας ἡ ξίκους ἡ μκρὸς ἡ Ἀράπς, τ’Ἀμιρικάν’ τ’ἀμπέλ’ κι τέλους ἔμπιναν στὰ Σέρβγια κι ἀνακατώνουνταν μὶ τςἄλλ’ τςπαζαργιώτ’. Κα’ τοὺ μισμέρ’ ξανὰ τς πίσους γιὰ τοὺ χουργιό. Οἱ στάσεις ἦταν Μάτ’ γιὰ κρύου νιρό, ἉγιαΤριάδα, Ρουγάζ’ κι χουργιό.
Τρίτ’ δόσ’ λαλοῦσαν τὰ κουκουτάργια κατὰ τς ἕξ κι κινοῦσαν γιὰ ἄλλις δλιές, νταμάργια, χουράφχια ἢ νὰ κόψν ξύλα, ἢ νὰ μάσν τσάκνα.
Ἰμεῖς τὰ πιδγιὰ τοὺ καλουκαίρ’ πάηνάμι στ’ἀρνιά. Ἔβγηνι ἡ ἥλιους κι τὰ κινούσαμι. Ἡ παπποῦς ἡ Σταθουνικόλας-Τσατσώνας τὰ κινοῦσι τ’χαραή. Ποῦ νὰ ξυπνήσουμι ἰμεῖς;;; Ἴλιγι ἡ θκόζμας ἡ Τρανός: Ἄειντι ρά, θὰ βουλῶστι κριᾶς, βγῆκι ἡ μπάλιους μνιὰ ἀξυάλ’, ἀ ρὰ κρυώνδεις, κι ἀκόμα δὲν κίντσιτι; Ἡ ἀξυάλ’ ἦταν λοῦρα ἴσια κάνα δγυόμψ’ μέτρα μὶ ἕνα καρφὶ ἀμπρουστὰ στ’μύτ’. ‘Νκρατοῦσι ἡ ζιβγουλάτς φόντας ὄργουνι μὶ τὰ βόδγια κι τὰ τζουνοῦσι, ἅμα πάηναν ἔναργα στοὺ ὄργουμα, γιὰ ν’ἀνοίξν τοὺ βῆμα τα. Ἰκεῖ ἁπ’ βουσκούσαμι, ἅμα πάηνι ἡ ὥρα κουντὰ κατὰ τς ἕντικα ἔβανάμι μνιὰ πέτρα ἀντίκρυτα ἀπ’ τοὺν ἥλιου κι μιτρούσαμι μὶ τὰ πουδάργια τοὺν ἤσκιου μας. Ἅμα ἦταν τέσσιρα μὶ πέντι πουδάργια μάζουνάμι τ’ἀρνιὰ κι τὰ πάηνάμι γιὰ στάλουν. Ἅμα τ’ἀπόγιουμα ἔγιρνι ἡ ἥλιους τὰ κινούσαμι πάλι γιὰ βουσκή. Τ’ἀπόγιουμα ἅμα κόντιβι νὰ βασιλέψ’ ἡ ἥλιους, ἴλιγάμι, Ἄει μνιὰ ἀξυάλ’ ἀκόμα κι θὰ βασιλέψ’. Τοὺ βραδάκ’ ἔπριπι νὰ βγοῦν οἱ ἄσπρις οἱ ζῶνις, αὐτάϊας τ’ἄστρα ἁπ’ τὰ λέν οἱ μουρφουμέν’ γαλαξίις, κι νὰ τὰ μάσουμι ξανὰ στοὺ σπίτ’.
Μὶ τιαὐτὸν τοὺν τρόπουν μιτρούσαμι ἰτότις τςὧρις. Μὶ τοὺν κόκουτα τοὺ προυΐ, μὶ τνἀξυάλ’ ἅμα ἔβγηνι ἡ ἥλιους ἢ τ’ἀπόγιουμα ἁπ’ ἔγιρνι, κι μὶ τοὺν ἤσκιου μας κα’ τοὺ μισμιράκ’.
Πῆρα στοὺ τηλέφουνου κι ‘νἀξαδέρφημ’ τ’Βαγγιλὴ στοὺ χουργιό, γιὰ νὰ μὶ πῆ γιὰ τὰ κουκουτάργια.
Εἶδις τὶ εἶνι ἅμα σὶ λείψ’ ἡ καθηγήτρια ἡ Μάννασ’!!! Ἰά, τώρα τοὺ γλέπου κι ποὖσι ἀκόμα… Ἅμα ἦταν, θὰ μὶ τἄλιγι ὅλα σπειρὶ σπειρί!!!
Ἄει, αρνιμα
Τὶ νὰ τοὺν κάμς κιαὐτόν;
Σαββάτου 16.9.2023