Άγιοι πατέρες Ι. Ν. Αγ. Κων/νου Κοζάνης 19.02.2014
Αξιότιμοι προσκεκλημένοι
Φίλες και φίλοι
Το Μικρόβαλτο είναι ένα μικρό χωριό πάνω στα Καμβούνια όρη στα 45 περίπου χιλιόμετρα από την Κοζάνη, και 25 περίπου χιλιόμετρα από τα Σέρβια.
Στις τελευταίες απογραφές μετράει περί τους 350 κατοίκους από 700 που είχε παλιότερα. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Σερβίων Βελβενδού.
Όταν στα 1380-90, πριν ακόμα από την άλωση της Πόλης, μετακινήθηκαν στα μέρη μας κατακτητές τουρκικοί πληθυσμοί και κατέλαβαν τις πεδινές εκτάσεις, πολλοί γηγενείς κατέφυγαν στα γύρω βουνά, δημιούργησαν στην αρχή μικρούς οικισμούς. Στη συνέχεια συνενώθηκαν κι έκαναν τα χωριά μας, με εξαίρεση το Φρούριο και την Ελάτη. Αυτή είναι η απαρχή των οικισμών των χωριών των Καμβουνίων.
Η ζωή των κατοίκων σκληρή, οι καιρικές συνθήκες δύσκολες.
Τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει; Γη, νερό καὶ Θεό.
Εκχέρσωσαν και καλλιέργησαν τη λιγοστή γη, έκαναν με τα χρόνια κοπάδια γιδοπρόβατα, κότες, μελίσσια, γελάδια. Πήραν βόδια για το όργωμα, γαϊδουράκια και μουλάρια για να κουβαλούν τα φορτιά τους. Έχτισαν μικρά πέτρινα σπίτια, εκκλησιές. Τα παιδιά ζούσαν και μεγάλωναν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο όπως οι γονείς και οι παππούδες τους κι αυτό συνεχίστηκε για 4-5 αιώνες. Ως τις αρχές του 1900. Μια μικρή αυτάρκης κοινωνία. Απομονωμένοι και μακριά από πολιτείες, με συνήθεις τις επαφές με τα γύρω παρόμοια και συγγενικά γειτονικά χωριά.
Ο περασμένος αιώνας ήταν καθοριστικός στην αλλαγή πορείας.
Το μικρόκοσμο αυτού του τόπου διαπραγματεύεται το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας σήμερα.
Κι τι ήταν αρά αυτό του θκόσας του Μκρόβαλτου;
Το χωριό μας, για μας ο κόσμος όλος.
Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μικροβάλτου Περιλειπόμενα». Ο πατέρας Νικηφόρος μας εξηγεί ο ίδιος τον τίτλο, υπάρχει ήδη το βιβλίο του δασκάλου Ηλία Λαμπρέτσα «Μικρόβαλτο, (ιστορική και λαογραφική συλλογή με σύντομη γεωγραφική και ιστορική επισκόπηση της περιοχής των Καμβουνίων)». Με σεβασμό στο δάσκαλο και έντεχνα, μας λέει πως διηγείται όχι αυτά που παραλείφθηκαν, όχι παραλειπόμενα, αλλά περιλειπόμενα, πράγματα που απόμειναν να ειπωθούν.
Ο δάσκαλος Ηλίας Λαμπρέτσας σε κάποιο σημείο γράφει: «ποιός ξέρει, ίσως η εργασία μας αυτή γίνει αφορμή και χρησιμεύσει σ’ άλλον, ειδικότερο από μας, σα βοήθημα για τη συγγραφή…πράγμα που θα μας δώσει ιδιαίτερη χαρά… γιατί θα βρισκόμουν έξω από την πραγματικότητα αν ισχυριζόμουν ότι εξάντλησα το θέμα. Ο πλούτος της λαϊκής μας παράδοσης είναι ανεξάντλητος».
Έχουμε λοιπόν στα χέρια μας ένα βιβλίο.
Συνηθίζεται στις παρουσιάσεις να γίνεται λόγος για την εμφάνισή του, σκληρό εξώφυλλο. Δύο οι συγγραφείς πρεσβυτέρα Αφροδίτη παπαΧρίστου Μανάδη και
αρχιμανδρίτης Νικηφόρος παπαΧρίστου Μανάδης.
Στο μπροστινό εξώφυλλο φωτογραφία με τις γιαγιές του χωριού σε χαρακτηριστικό για τα χρόνια εκείνα κάθισμα, στο οπισθόφυλλο ο κώδικας της Ζάβορδας. Στο εσώφυλλο τα παιδιά με το δάσκαλο Μπουμπουρέκα στο σχολικό κήπο. Όλο το βιβλίο τυπωμένο σε υπόλευκο χαρτί που παραπέμπει σε παλιά βιβλία, πολλές φωτογραφίες με περιγραφή στην τοπική διάλεκτο. 400 σελίδες, με γράμματα μεγάλα και ευανάγνωστα και από τους μεγαλύτερους.
Το περιεχόμενο όμως πάντα είναι πιο σημαντικό από το περιτύλιγμα.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα διαχωρισμό σε κείμενα που είναι γραμμένα στη σύγχρονη γλώσσα και σε κείμενα γραμμένα στην τοπική διάλεκτο του Μικροβάλτου. Ακόμα σε αρχεία που παρατίθενται αυτούσια και σε κείμενα γραμμένα από τους συγγραφείς. Όλα με φόντο τον ίδιο χώρο, το Μικρόβαλτο, τη γενέτειρα.
Έχουμε λοιπόν την ιδιαιτερότητα των δύο συγγραφέων. Τη γάργαρη μνήμη της μάνας που έζησε όλες της αλλαγές της κοινωνίας και το γιό, που με την εμπειρία του συγγραφέα και την άριστη γνώση της γλώσσας, τόσο της σύγχρονης όσο και της διαλέκτου, καταγράφει τις διηγήσεις και συμπληρώνει.
Πόσο χρόνο μπορεί να καλύψουν οι προσωπικές εμπειρίες ενός ατόμου; Συνήθως έχουμε τις διηγήσεις των γονιών κι ύστερα των παππούδων. Μαζί με τις δικές μας φτάνουν τις τρεις γενιές, τα εκατό χρόνια περίπου. Γι αυτό και είναι σημαντική η παρέμβαση της πρεσβυτέρας, που μακραίνει τη χρονική περίοδο που περιλαμβάνουν οι διηγήσεις.
Κι έχουμε την επιτυχημένη ανασύνθεση μιας εποχής.
Πώς μπορεί κανείς να ανασυνθέσει μια εποχή;
Εκτός από τα αρχειακά κεφάλαια που παρατίθενται στο βιβλίο, κατά ομολογία του ίδιου συγγραφέα ανίατη η συνήθειά του να στοιβάζει στα ράφια της ιστορίας ιστορικό υλικό όπως
ο Κώδικας της Ζάβορδας του 1662, που για πολλά χρόνια αποτελούσε την πρώτη ιστορική μαρτυρία- αναφορά για την ύπαρξη του χωριού μας,
τα Μκρουβαλτνά Μπρατίμνια, ένα μητρώο αρρένων στην ουσία,
ένα άλλο βιβλίο-τετράδιο-μητρώο του 1945 όπου φαίνονται οι οικογένειες του Μικροβάλτου και ο αριθμός των μελών τους,
ο εκλογικός κατάλογος των γυναικών του έτους 1965,
επιστολές του Μητροπολίτη Κωνστάντιου 1891-1910.
Πιό σημαντικά για την ανασύσταση του κλίματος και της αίσθησης της εποχής, τα πρακτικά της κοινότητας από το 1940 (τα προηγούμενα κάηκαν από τους Γερμανούς το 1943 με το κάψιμο του χωριού) και το ιστορικό του αστυνομικού τμήματος του Μικροβάλτου. Έτσι έρχονται στο προσκήνιο γεγονότα σημαντικά για την κοινότητα: η απαλλοτρίωση οικοπέδων για τη δημιουργία της κεντρικής πλατείας, το υδραγωγείο, η ανέγερση του Σπιτιού του Παιδιού, η υποχρεωτική προσωπική εργασία των δημοτών, η ανέγερση του Σταθμού Χωροφυλακής, πρόεδροι, κλητήρες και αγροφύλακες, ο αγώνας για τον καθορισμό των ορίων της κοινότητας, η επίσκεψη της Βασίλισσας, το Νυχτερινό σχολείο, εδώ υπήρχε μια έγκριση της δαπάνης για αγορά λούξ, πετρελαίου και βιβλίων. Η πορεία της ανάπτυξης του μικρού μας τόπου, πράγματα που ζήσαμε και ξεχάσαμε, που κάποιοι όμως πάσχισαν πολύ για να προχωρήσουν.
Πολιτισμός είναι κατά το λεξικό του Δημητράκου η κατάστασις κατά την οποίαν ο άνθρωπος έχει αναπτύξει ενσυνείδητον βίον ηθικόν, πνευματικόν και καλαισθητικόν.
Ή και το σύνολο των υλικών και πνευματικών δημιουργημάτων του ανθρώπου σε ορισμένη χώρα ή εποχή.
Μιλάμε λοιπόν για έναν ιδιαίτερο παραδοσιακό πολιτισμό, σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό στα σπίτια. Με πολύ τυράννια, κέφι και μεράκι.
Και συνεχίζω με το περιεχόμενο του βιβλίου. Μνήμες, επιστολές, πολλές απ’ αυτές αφορούν άτομα που έφυγαν. Θα ξεχωρίσω τρία πολύ ζωντανά κείμενα, όπως άλλωστε είναι όλα του βιβλίου.
Το πρώτο η υποθετική έκθεση του συγγραφέα για το χωριό, όπου φωτογραφίζει με λεπτομέρεια το περιβάλλον των παιδικών μας χρόνων, με έντεχνη προέκταση στο σήμερα. Σας διαβάζω αποσπάσματα
« Πέστε πως για μια ώρα μόνο βρισκόμαστε στον Ιούνιο του 1964 και είμαστε μαθηταί στην Στ’ τάξη … και γράφουμε έκθεσι…
το χωριό μας ονομάζεται Μικρόβαλτο και ανήκει στην επαρχία Σερβίων, στο Νομό Κοζάνης και στη Δυτική Μακεδονία. Έχει τέτοιο όνομα επειδή κάποτε είχε Μικρό Βάλτο, όπως το γειτονικό χωριό Τρανόβαλτο είχε Τρανό Βάλτο….είναι χτισμένο σε όμορφη και προσήλια ράχη. Ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί αντίκρυ απ’ τον Αη Λιά και το λούζει όλην την ημέρα μέχρι να βασιλέψη το βράδυ πίσω από τον Μπούρινο. … Στην πλατεία είναι τα καφενεία… Τα σπίτια είναι ισόγεια και διώροφα… Τρία μπακάλικα αποτελούν την τοπική αγορά…Το χωριό μας έχει και διακόσια κοντά βόδια…Οι χωριανοί μας ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία…αρκετοί νέοι άνδρες εργάζονται στα νταμάρια του Τρανοβάλτου… και λέτε νάρθει μέρα που να …» να στρωθεί με άσφαλτο ο δρόμος, να έχουμε βρύσες μέσα στο σπίτι, να…αλλάξουν όλα;
Την επιστολή του στη μάνα του «Ἐγήρασες μάνα»
«επέρασαν δεκαετίες αφόντας μας ξεπροβόδισες για την τρανή την πόλη. Εδάκρυζες στον χωρισμό. Κι εγώ απορούσα με το 12χρονο μυαλό μου, γιατί δάκρυζες καθώς ξεπροβοδούσες το παιδί σου…έπρεπε να πλέξης για τους έξι άνδρες του σπιτιού σου… θυμούμαι πάλι εκείνον τον αργαλειό σου…κι ύστερα μάννα ήρθαν μαζεμένες χαρές…. Σαν αντιστάθμισμά τους μας ακολούθησαν και πόνοι πολλοί… κι ύστερα από τόσην πορεία εγήρασες μάννα.…»
Και την επιστολή στο δάσκαλό του αμέσως μετά το θάνατό του, ανασύροντας απ’ τη μνήμη του όλο το σκηνικό του σχολείου
«θυμάσαι δάσκαλε;… ήρθες στο χωριό μας μόλις έσβυναν οι φωτιές που άναψαν οι ποικίλοι φωτισμένοι της Ευρώπης…θυμάσαι δάσκαλε Ο παπαΝικόλας σε είχε πρώτο σύμβουλό του στα της ενορίας του… Θυμάσαι δάσκαλε το σμίλεμα των μαθητών σου. Η πολύτιμη εργασία στο σχολειό μας 150 παιδιά, 150 χωράφια με πόσα στρέμματα για καλλιέργεια…
Θυμάσαι δάσκαλε… την καρποφορία των κόπων σου;…».
Κι αφηγήσεις. Ο Βολταίρος έλεγε, οι πρώτες βάσεις κάθε ιστορίας είναι οι αφηγήσεις των πατεράδων στα παιδιά, που μεταβιβάζονται σε συνέχεια απ’ τη μια γενιά στην άλλη.
Αφηγήσεις δικές του και της μάνας του Αφροδίτης. Στην αυθεντική διάλεκτο του τόπου. Όπου ο άντρας έχει άρθρο η, η Γιάνντς, η Κώτσιους, χωρίς να χάνει τίποτα απ΄την αντριοσύνη του. Όπου η γυναίκα χάνει το βαφτιστικό της όταν παντρεύεται, γίνεται Κώτσινα ή Γκουντίνινα, Σπύρινα, Γκισιλούλινα, Αριδουιάννινα, Χρήσινα, η μάνα του η παπαδιά. Όπου για να εντοπιστεί ποιος είναι κάποιος, μπαίνει μπροστά απ’ το όνομα το παρατσούκλι ή το επίθετό του: Λυκουπαναέτς, Γκαλτσαντώντς, Παπαδημητρουβασίλινα, Μπατσιακαντώνινα. Όπου οι μικρές λέξεις μο (μο Μαρία), μα, ρα (μα ρα πιδιά), α κι (και), ναι..ναι.. κάνουν τη διαφορά στο λόγο.
Γραμμένα ολόσωστα και σε πολυτονικό σύστημα. Με βαθειά γνώση της γλώσσας, με παραλληλισμούς και προσεγγίσεις για κάποιες λέξεις που έρχονται από την αρχαιότητα.
Αυτή τη γλώσσα, αυθεντική Ελληνική διάλεκτο, που όλοι όσοι ήρθαμε σε πόλεις προσπαθήσαμε αρχικά να ξεχάσουμε, να αποβάλουμε για να μη μας λένε από την προφορά μας χωριάτες, που όμως έχει τόσο πλούτο και ακολουθεί την πορεία της εξέλιξης των κατοίκων ενός τόπου δια μέσου των αιώνων.
Πρόσουπα, ιστουρικά, γιγουνότα, ιατρική, κίντσι η Χαρά, Νοικουκυργιό, Πιγνίδγια, η τόπους, άει κι οι Παροιμίις μας, θκέζ μας λέξεις, Ιστουρίις-Παραμύθχια, ξιτάγματα, ιθίματα. Γύρω στα 350 μικρά κείμενα συνολικά, ένα είδος χρονογράφημα, κάτι σαν σύγχρονα ανέκδοτα. 149 μόνο οι παροιμίες. Με χιούμορ και κέφι και ένα είδος νοσταλγίας.
Όλα αυτά μαζί καλύπτουν την ιστορία και εμπειρία από τις τρεις γενιές που προανέφερα.
Στο βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας τα πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο, οι προπάπποι και παππούδες του συγγραφέα, συγγενείς και άλλες φυσιογνωμίες του χωριού, δάσκαλοι, η κλητήρας, περαστικοί μικροπωλητές. Η μπάρμπα Πασκάλτς απ΄ έπιζι καλό βγιουλί, η παππούς η Καβρουιάνντς π’ πουλέμσι στ’ Μικρά Ασία κι για τούτου βαργιάκουγι, η μπάρμπαΚώτσιους η Νατσιόπουλους η γραμματκός απ’ είχι μιλίσσια μι τουν παπαΧρήσου, η Ντραγατουβασίλτς, η παππούς η Στέργιος κι η μπάμπου η Στέργινα, η Γκουβρουγκουντής.
Διαβάζω απόσπασμα.
Ο Γκουβρουγκουντής, ένας παππούς κάπου στα 1935 κάθονταν στο καφενείο με άλλους κι έλεγε πολλές φορές : «ω ρα πιδγιά, θέλου να πιθάνου. Μι ξιαστόχσι η Θιός. Πουλύ μι άφσι. Θέλου να πααίνου ικεί απάν’. Να ιδώ όλ’ τς θκοί μας»
Άκσαν αυτόν τουν λόγου η τσιουπλιακιά κι αρχίντσαν να λεν στουν πάππου.
-Όι παππού Γκουντή, ξέρς, βγήκι τώρα ένα κινούργιου φάρμακου π’ του πίντς κι σι λίγου πιθαίντς χουρίς πόνουν.
-Τι λέτι ρα πιδγιά; Νάνι αλήτχεια αυτόια; Κι πού τόχν ρα πιδγιά αυτόιας του φάρμακου;
-Θα στου φέρουμι ιμείς παππού, μη στιναχουρέβισι.
-Μαν είνι ακριβό ρα πιδγιά μ’; Δεν έχου κι πουλλές παράδις.
-Όχ’ παππού, είνι πουλύ φνό. Θα στου φέρουμι ιμείς απ’ του μαγαζί τ’ Κλιάνθη τ’ Πατσίκα.
-Πάηναν οι μπριόνδεις στου μαγαζί τ’ Κλιάνθη κι σι ένα πουτήρ’ νιρό έρχναν λίγ’ λουκουμόσκουν’ κι αυτό γένουνταν άσπρου σιρόπ’. Του πάηναν στουν παππού κι τουν ίλιγαν.
-Ιά του, παππού, τουφιράμι του φάρμακου. Του πίντς μι μνιά κι σι λίγου φέγς για τουν άλλουν τουν κόσμουν.
-Όι τι λέτι ρα πιδγιά μ’. Να του πχιώ; Μα. Τι λέτι ισείς; Θα προυλάβου να ιδώ τ’ Γιάννου; Θα προυκάνου να ιδώ του Ζιώγα, του Χαρίις’, του Ντιώνα;
-Θα προυλάβς παππού. Θα προυλάβς να τς δης όλνους.
-Θα μπουρέσου ρα πιδγιάμ’ να φτάσου στου σπίτ μ’ ή θα πέσου στου δρόμου;
-Θα προυλάβς παππού να πας στου σπίτι σ’. Θα δης κι τ’ μπάμπου σ’.
-Μα ρα πιδγιά. Άς μην του πχιώ. Μην πάθου καναν μπέρκου. Όχ’ τώρα. Αλλά ‘ν άλλ’ τ’ βουλά θα του πχιώ.
Έτσι γλύτωνε κάθε φορά ο παππούς κλπ.
Ένας Κς, π’ ίφιρνι φουρτουμενα στου μπλάρ’ κάρνα, η Κουλούσιας απ’ του Μόκρου, η γουρνάρ΄ς, π’ στου δικαστήριου είπι Κύριι Πρόιδιρι, ιά πε μι ξέρς απού γουρούνια; Ξέρς τι τσιφτιλήθκα, κι τι ξιπατουμένα απού ίνι; για να δικαιολογηθεί που τα γουρούνια του ξιπάτουσαν ένα χουράφ’ απού ρίζα. Η Δημουλάς, ένας από τους πρώτους δασκάλους, προπολεμικά. Για όλους γραμμένη μια μικρή ιστορία συνήθως με πολύ γούστο.
Στο βιβλίο μας δίνονται πολλές πληροφορίες για τον κόσμο και τον τρόπο ζωής:
Στο χωριό μας οι γιαγιές είχαν ένα σταυρό στο μέτωπο ή στο χέρι τη χρονολογία γέννησης. τώρα πώς τάφκαναν αυτάια; έβαναν λουλάκ απ΄ βγάζ γαλάζια μπουιά ή αλλιώς έπιρναν ένα κάρνου απού κέδρου. Του στούμπζαν σι μνια γκούμπζα. Φτούσαν σιαυτό κι τόφκιαναν λασπιρό…τρυπούσαν μι του βιλόν’ πουλλές φουρές… Μάτουνι κάμπουσου του σημείου ικείνου κι έτσιας έμπινι μέσα στου χέρ’ ή στου μέτουπου του κάρνου κι έβαφι … ένα είδος σύγχρονου τατουάζ δηλαδή.
Οι γυναίκες έφτιαχναν μόνες τους ρούχα και σκεπάσματα: έγνεθαν, ύφαιναν, έβαφαν. Για να φκιάσουμι ένα ταλαγάνι μαλλιότου μι κατσιούλα χρειαζουμέστι δέκα ουργιές σκτί κι για μνιά κάπα γδουμαλλίσια άλλις δέκα ουργιές.
Και
Σιαπέρα κα΄ του χειμώνα θα υφάνου στουν αργαλειό μνιά διπλή φλουκιαστή βιλέντζα. Γιαυτήν τ’ βιλέντζα θα ιτοιμάσου τρία κιλά στμόν’, τέσσιρα κιλά κάνουρα- υφάδ΄κι πέντι κιλά φλόκουν τρανό. Χαλεύου να γέν’ χουρτατ΄ βιλέντζα.
Και πώς ζύμωναν
Μια φαμπλιά μι ουχτώ νουμάτ’ χάλιβι τ’ βδουμάδα κανα δικατέσσιρα πλαστάργια ψουμί…Επιρνάμι απ’ λέτι κι κουσκνούσαμι 2 1/2τινικέδγια αλεύρ’ κι εβαζάμι 1 ½ μπραγάτσα ζιστο νιρό. Εκανάμι του σταυρό μας κι αναπχιανάμι του προυζύμ’ απου βραδύς….
Πληροφορίες για το πώς έκαναν την πτιά, την κασταλαή, τη γκιζλιμόπτα, τα φουκάλια, του γαλουδέρματου, του ξυνουτύρ’, του κρασί, τι είναι η ντραγατσίκα κι η τυρουφάης., η αρμιά, του μπουσιουρτί, η σκουρδάρ, πώς έφκιαναν τα γαλίκια, τι είναι το αραμπόσ΄.
Οι κάτσιδις, του ξιφύλλ’, η βοσκή των αρνιών, οι βυροί, όπου το καλοκαίρι κουλιουμπούσαν τα πιδγιά αλλά κι τα’ αρνιά κι άμα στέγνουναν χαίρουσαν να τα βλέπς, γένουνταν άσπρα σα βαμπάκ’.
Οι βρύσες, είχαν κι αυτές ονόματα. Η Τρανή η βρύσ’ η Αγασταριά –εκεί μάλωναν συνήθως οι γυναίκες για τη σειρά-, η Τσιπιτούρα, του Λιβάδ’ η Βρουμόβρυσ’ η Τσάγγαρη, κι όλες οι άλλες, τα νερά που έλεγα πως είναι απαραίτητα. Τα μπγιάδια, οι συρτοί. Του πλύσιμου στου λάκκου… ικεί στου λάκκου λούσκα κι γω για να γένου νυφ΄.
Τα κήπχια που σιγοποτίζονταν κι εκεί μάλωναν οι γυναίκες για τη σειρά.
Και «σήμιρα στου χουργιό μας έχ’ πουλύ νιρό. Ας είν’ καλά η πρόιδιρους η Τζιουζιουνάτσιους κι η ραβδουσκόπους π’ βρήκαν του νιρό μι του κλουνάρ’ τη λιφτουκαρυά κι έκαναν τ’ γιώτρυσ’ τουν Φλιβάρ’ τ’ 1986. Άκσαν τότι πουλλά λόια, γιατί τρυπούσαν αράδα μέτρα ‘ν πέτρα κι δεν ίβρισκναν ούτι κόμπου νιρό. Είχαν μπαϊλντίσ’ …..Έτσια τώρα έχουμι όλ’ απού ιφτά βρύσις στα σπίτια μας, όσις δεν είχι κάναν κιρό όλου του χουργιό μαζί… Παν τα μαλώματα κι του ξιαράδγιασμα στς βρύσις... Παει κι του φόρτουμα στουν ώμου ή στα μπλάγργια μι τς φτσέλις, τς κάσις κι τα γκίμνια, ή τ’ μπραγάτσα στου κιφάλ’... Δόξα Τουν»
Με κόπο όργωναν τη γη (πρώτα με ξυλάλετρα, μετά με σιδηράλετρα και μετά με τρακτέρ, όλη η εξέλιξη) και θέριζαν θέρζαμι κάπουτις τα γιννήματά μας μι τα λιλέκια. Οι γναίκις κι οι άντρ΄ π΄θέρζαν είχαν στου διξί του χέρ’ του λιλέκ, κι στου ζιρβί μ’παλαμαριά κι θέρζαν σκυμμέν’ όλ΄ τ΄μέρα. Έφκιαναν χειριές χειριές τα θιρζμένα στάχυα κι τάφναν καταής σν καλαμιά… Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, βρίζα τ’ βρίζα τ’ στούμπζαμι μι λουστάργια ουδ’ ικεί στου βριζουχώραφου. Φκιαρνούσαμι μι του λιζγκάρ λίγου παραόξου απ’ του χουράφ’ κι εφκιανάμι τ’αλών. … άμα τνάζουνταν τα σπειριά έρχναμι τουν λόζιου όξου. Αν τουν χρειάζουνταν για να σκιπάσν καμνιά αχυρώνα ή κάνα μαντρί τότι κρατούσαν μι σειρά τουν λόζιου, τουν έκαμναν σφάλτσις κι τουν πάιναν όπ’ τουν χρειάζουνταν…και μετά οι κομπίνες. Καλλιεργούσαν φακή : εσπιρνάμι παλιά στου χουργιό μας απ’ όλα, π’χρειάζουνταν του σπίτ’. Έσπειρναν απ’ λέτι φακή α κι αύκουν. Αύκουν ίλιγαν αυτόια π’ του λεν ιξιλιγμένα αρακά. Η κάθι ρίζα τς φακής φόρτουνι κάνα εικουσαριά λουβίδγια κι του καθένα είχι μέσατ’ ένα μι δγυό μπουμπόλια κι πουτές παραπάν….
ένα μείουν απ’ είχι ικείν η φακή ιτότι, είνι, απού είχι μουμούδγια. Ιπιδής δεν έρχναν αυτάια τα ξιπατουμένα τα φυτουφάρμακα…
Η περιγραφή είναι εκπληκτικά λεπτομερής πάντα.
Τα ζώα είχαν ονόματα τα βόδια μας ήταν η Λιάρους κι η Κουκκίντς., η γελάδα που πουλήθηκε, άλογα, μουλάρια, αγελάδες και πρόβατα γίδια έπρεπε να βγουν για βοσκή κι αναλάμβαναν τα παιδιά κυρίως τα καλοκαίρια.
Συνειδητοποιώ πως τα ζωντανά εξαφανίστηκαν απ’ τη ζωή μας σήμερα, πως ήταν αυτά που συνέβαλαν στην αυτάρκεια του τόπου εκείνα τα χρόνια
Οι άνθρωποι ήταν δεμένοι με τη γη τους. Και κάθε σπιθαμή γης είχε ένα όνομα.
Η γης ουχτρός δε γίνεται.
Του δάσους βουγγάει πιδ μ’ ἴλιγε η παπαΝικόλας.
Του μιλίσσι κλαίει κουρίτσιμ’ έλεγε ο δικός μου παππούς, ο μπάρμπα Κώτσιος ο γραμματέας.
Ωρα πιδίμ΄δεν είνι κρίμα π’εκουψέτι τα κλουνάργια τς βρουμουξυλιάς; Έλεγε ο μπαρμπα Γιάντς ου Ξυνουιάνντς.
Τα παιδιά σκανταλιάρικα, όπως όλα τα παιδιά, στην ιστορία με τον κόκουτα τς Αριδουιάννινας,
Τα παιχνίδια που έπαιζαν όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι, τα γκιόσια, τα γκουργκόλια κι τα Τσιόκανα, τα κουκότσια. Τα κουκότσια ήταν το εσωτερικό, αυτό που μένει μετά από το ξεσπείρισμα του καλαμποκιού «τα κουκότσια τα μαζουνάμι κι αυτά. Δεν πεταζάμι καντίπουτας. Τα χρειαζουμάσταν κι αυτά για του χειμώνα. Τάχαμι για προυσάναμμα για τ’σόπα. …Ιμείς οι μκροί όμους μέχρι να ταβαζάμι στ’ σόπα επιζάμι μιτιαυτά. Εφκιανάμι συρτοί κι μαντριά. Εβαζάμι δγυό κουκότσια καταής κι ύστιρα έχτζαμι απάν’ απ΄τα δγυό άλλα δγυό κι έτσ’ προυχουρούσαμι σιαπάν. Άμα εβαζάμι κανα δικαπινταριά τότι όπχοιους προυλάβισκνι τάρχνι μια μι του πουδάρ’ ή μι του χέρ’ και τα γκριμούσι… μπίλις κι μπισλίκις «τς μπισλίκις τς μαζουνάμι στς μισαρές απ’ τα κλαδγιά. Είνι αυτές απ’ τς λέν οι γραμματζμέν΄ κικίδις. Ήταν μκρές, μισαίις κι χουντρές…»
Η οικογένεια σε λειτουργία, έμμεσα φανερή η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, χαρακτηριστική η παρέμβαση αλλά και η μορφή του παππού νένι παπαΝικόλα.
Του καλουκαίρ απ’ δεν είχαμι σκουλειό παηνάμι στς δλιές απ’ είχι του σπίτ’. Άλλ’ στουν θέρου, άλλους στα ξύλα κι η καθένας έπριπι να φκιάν’ κάτ’. Του κάτσιμου απαγουρεύουνταν. Μόνου η δλιά ιπιτρέπουνταν. Ιμείς τα πιδγιά, φότνς τιλειουνάμι του σκουλειό ΄νάλλ’ την μέρα παηνάμι να βουσκήσουμι τα μανάργια μας… Δυσκολεύονταν να ξυπνήσουν, με το καλό φώναζε η μάνα, απ’ όξου καρτιρούσι η Τρανός (ο παππούς παπαΝικόλας) κι φώναζι «Άει σκώστς μουρή. Μην τςαφήντς να κοιμθούν, βγήκι η ήλιους δγυό αξυάλις κι αυτοί ακόμα γκλιούντι σαν τα μπλάργια στ’ γκυλτσταριά. Σκουθήτι ρα κρυώνδεις. Τι είνι ιτούτου του θκό σας; Σαν τι θαρρείτι ρα. Άμα κοιμθήτι, θα βουλώστι κριάς σαν τα μσκάργια;» Λάβζι η Νένις πότι ιμάς κι πότι τ’μάννα μας. «Ισύ μορ’ θα χαλάεις τα πιδγιά. Μην τςαφήντς να κοιμούντι έτσιας. Ισείς οι έξυπνις θα χαλάστι του Κράτους. Σαν τ’βασίλτσα τ’Φειρδιρίκ».Και συνεχίζει πως τώρα γύρσι η κιρός κι ξυπνώ ιγώ απ’ τςχαραές, σαν τουν Τρανό μας
Πολλά κομμάτια είναι διδακτικά, για παράδειγμα στις παροιμίες, όπου ο πατέρας έδειξε στα παιδιά το μέτρο, πώς να φορτώνουν τα μπλάργια ούτε πολύ χαμηλά, ούτε πολύ ψηλά, ούτε πολύ μπροστά, ούτε πολύ πίσω. Χαμπλουφόρτουνι και ψιλουτραγούδα.
Κι ακόμα κι άλλα, κι άλλα: Η ίσκνα, η χαβούζα, η κούτουλους, αρχαία λέξη, η
Αρκουδιάης.
Γιατρική τς μπάμπους τς Στέργινας του νισιαντήρ’ κι του σανίδ’ που αμπήθκι κι μι σούγλισι απουπχάτ απ’ του διξί του φτι, η κηραλοιφή κι του ξινουφάλιασμα, οι γάμοι «ιγώ είχα για νυφχιάτκου φουστάν λιανουμέταξου, π μι τόρραψι η Θανάσου η Χαϊνταρουπάνινα κι φτνή κρέπ’. Μ’ είχι ράψ ένα άλλου κι μ΄είχι αφήσ’ λίγου ανοιχτό στου λιμό κι η πατέραζμ’ μ΄είπι κουρίτσιμ αυτόιας σκανταλίζ’ τς άντρις. Η Χρήσους είχι κουστούμ’ σκτίσιου παντιλόν κι σακκάκ…
Κι η Γάμους μι ένα γκούστιαρα, όπου ο παπαΝικόλας στεφάνωσε ένα ζευγάρι χωροφυλάκων με αμοιβή ένα γκούστιαρα ενώ απαγορεύονταν κι όταν τον κάλεσε ο Δεσπότης, «Δισπότημ’ να σι πώ. Ήρθαν στου σπίτιμ’ ένα βράδ’ κι μι λιέν, ή μας στιφανώντς απόψι ή τραβούμι ίσια στου πουτάμ κι α οι δγυό κι σώνουμι…» Για του γκούστιαρα δεν είπι τίπουτας. Γκούστιαρα ικείνουν τουν κιρό ιλιγάμι του πιντακουσιάρκου…»
Πολλά κείμενα γραμμένα σ’ αυτό το χιουμοριστικό ύφος.
Και πολλά στοιχεία ιστορίας. Απομονωμένο το χωριό μας. Το δύσβατο της περιοχής την έκανε καταφύγιο ληστών, του Γκαντάρα και Γιαγκούλα . «…Κα’ του 1920… Μουλουγάει η ΤζουκουΓκισιλούλτς….Ιτιμαζουμάσταν να δειπνήσουμι καμνιά λιγδουπάπαρα κι ακούμι όξου σν αυλή μας πιρπατσιές απού προυκιασμένα άρβυλα. Γκράπ γκρούπ βάρσαν ‘μπόρτα μας κι σέφκαν μέσα. Ήταν δυό τρεις αντρακλαράδις ίσια μι ΄μπόρτα. Αξούρστ’ μι γένεια, μι τρανά μαλλιά, μι φουστανέλλις κι χουλέβγια. Είχαν απού ένα όπλου πιρασμένου στουν ώμουτς κι στου στήθους τα φυσικλίκια σταυρουτά κι ασημκά. Στς αλτσίδις μι τ’ ασημκά είχαν κριμασμένα φλουργιά κι λίρις.
-Ωι τσιφτιλίθκα, σμαζουχτήτι, ράψτι του κι κάτστι καλά, μας είπι η μάννα μ’. Αυτόσισιά ρα είνι η Γιαγκούλας. Ιμάς τα μκρά μας πήγι πέντι πέντι…
Η πατέραζμ’ τς είπι καλουσώρσιτι παλληλκάρια μ’ τς είπι να κάτσν κι η μάνναμ’ η Κουντύλου τςίφιρι ρακί …» Και πάλι διηγείται μια μικρή ιστορία, όπου ο Γιαγκούλας δίνει μια λίρα στα παιδιά και στέλνει το μικρό στο φοροεισπράκτορα να πάει να τη χαλάσει για να τη μοιραστούν όλα, εκείνος δεν το κάνει, πάει ο ίδιος ο ληστής, και «λιμόνιασι η έρμους η εισπράχτουρας άμα είδι αμπρουστά τ’ τ’ γιαλτζμέν μαχαίρα τ’ Γιαγκούλα…
Οι Γάλλ’ στου Ζντιάν’ . Η Μικρασία. Η ιπιστράτιψ’ στις 28 Οκτουβρίου 1940 (όλ΄ εκλιγάμι. Γναίκις, πιδγιά, πατιράδις κι μάννις). Το πέρασμα των Γερμανών.
1943 το κάψιμο του χωριού:
Φόντας μας έκαψαν εμνεισκάμι στα Καλύβγια…
Ιτότι οι ξιπατουμέν’ οι Γιρμανοί σκότουσαν 15 χουργιανοί μας. Είχαν πάρ’ πουλνούς όμηρ’ κι τς πήγαν σνΚάλιαν’. Ικεί τς έβαλαν μέσα σν ικκλησιά αλλά οι πχιό πουλλοί αμπήτσαν απού μια αμπουριά κι μέσα απ’ τα παλιούργια σκαπέτσαν κι γύρσαν στου χουργιό. Τιλικώς απόμειναν14 όμηρ’….
….Μέσα σι αφνούς π’ σκότουσαν ήταν κι η παππούς η Μακρυϊάνντς. Αυτός βαστούσι στα χέριατ’ τουν δίχρουνου αγγουνότ’ τουν Γιάννη τ’Μήκα… Ήρθι η Γιρμανός η στρατιώτς κι τουν βάρσι μι ‘ν μπιστόλα ίσια στου μέτουπου ….Έπισι η παππούς κι κρατούσι ακόμα τουν Γιάνν’ σν αγκαλιά τ’ …
Έφυγαν απ’ το καμένο χωριό οι κάτοικοι, ζούσαν στα καλύβια. Το Φεβρουάριο ξαναήρθαν οι Γερμανοί, ο κόσμος έφυγε κι από κει.
Φουβήθκαμι μη μας κάν’ ζημνιά κι κρύφκαμι στου Βρουμουνέρ’ κι εφυγάμι τ’ νύχτα στου Ρύμνιου π’ ήταν φυβγάτ’ όλ’. Ικεί μας έδουσι ψουμί η Παναϊώτς η Μαργαρίτς. Απού κει μεσ’ στ’ νύχτα πάλι εφτασάμι στς Γούλις. Ικεί εμεινάμι μνιά ιβδουμάδα στου Χρήσου τουν Σταθόπουλου αδιρφό τς θχειάκους τς Μιταξούς…
Τον Οκτώβριο οπισθοχωρούν οι Γερμανοί, τρομαγμένοι οι χωριανοί έφυγαν πάλι απ’ τα καλύβια, κοιμήθηκαν στον ΑηΛιά στην εκκλησία, είχε κρύο. Αναψάμι φουτχιές για να ζισταθούμι γιατ’ είχαμι ξιπαϊάσ’. Είχι ψουφμό. Ικεί τότι ήρθι η Χρήσους τς Γκουτσιουνουνάτσινας κι φώναξι «Στέργινα τι θα μι κιράης. Έφυγαν οι Γιρμανοί..»
Έφυγαν οι Γιρμανοί κι ζιστάθκι η ψυχή μας…
Άλλα ιστορικά στοιχεία η ιπιστράτιψ απ’ τς αντάρτις. Ικλουγές τ’ 1963, όλα διηγήσεις της πρεσβυτέρας Αφροδίτης- Χρήσινας (κατά τον παππού μου).
Η ιστορία των μικρών τόπων και των ανθρώπων ακολουθεί τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας κι ανάποδα το σύνολο της ιστορίας των μικρών τόπων και των ανθρώπων συνθέτουν την ιστορία του τόπου μας.
Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, το χωριό βγαίνει τραυματισμένο αλλά σώο. Κάποιοι χάθηκαν, κάποιοι έφυγαν.
Όσοι έμειναν, μελίσσι. Άνθρωποι εργατικοί. Με αρωγό την πολιτεία ξαναχτίζουν τα σπίτια τους. Η εκκλησιά είναι καμένη, μέχρι να ξαναχτιστεί και να τελειώσει το 1956 οι γάμοι γίνονται στα σπίτια ‘νΚυριακή τς 12 απ’ του Γινάρ’ γίνκι η χαρά μας. ΄Αμα μούρξι κι έπιρνι να σκουτιδγιάζ κίντσαμι απ’ του σπίτ’ για να πααίνουμι στ’ Αντών’ α κι να γέν η γάμους.
Μικρόβαλτο 1949. Το σχολείο άρχισε να λειτουργεί. 150 παιδιά κάθε ηλικίας, δασκάλα η Σοφία τ’ γραμματέα, η πρώτη γυναίκα απ’ το χωριό που έφυγε, γιὰ να σπουδάσει στην ακαδημία στη Θεσσαλονίκη κι ας ήταν μοναχοπαίδι, κι ας την έκλαιγε η μάνα της, ο παππούς είχε αποφασίσει να τη σπουδάσει, αυτή ήταν η μάνα μου κι ο Γιάννης ο Νατσιόπουλος, αδελφός του παππού μου. Το 1950 έρχεται στο χωριό ο Ηλίας Λαμπρέτσας, ο πατέρας μου, νέος δάσκαλος, 25 χρονών, με όρεξη για δουλειά. Εύφορο το χωράφι, καλό υλικό, καλός ο καλλιεργητής. Αγαπάει τον τόπο και τον αγαπούν. Διψασμένα τα παιδιά αλλά κι οι μεγάλοι για μάθηση. «Κάτσι δάσκαλι κι πε μας» . Σχολείο πρωί απόγευμα, συνδιδασκαλία, 2 ή 3 τάξεις μαζί, τα παιδιά κρέμονται απ’ τα χείλη των δασκάλων. Βούιζι του χουργιό ουλόκληρου απού βαγμούρα, σαν να κατέβαζι κάνα πουτάμ’ ή να γκουντρουγκλούσαν πέτρις, όταν σκουλνούσαν τα δασκαλούλια απ΄ του μάθημα του μισμέρ΄ κι του δειλνό κι τραβούσαν για τα σπίτια τα…
Γίνεται νυχτερινό σχολείο για να μάθουν κι οι μεγάλοι γράμματα, να πάρουν απολυτήριο Δημοτικού.
Αυτή την εποχή ξεκινάει στον πατέρα μου η ιδέα για την καταγραφή της ιστορίας του Μικροβάλτου. Καταγράφει ό,τι του διηγούνται οι γέροντες καθισμένοι στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου παίζοντας τριότα. Εκεί μαθαίνει από τους πρεσβύτερους την καταγωγή του Μητροπολίτη Κωνστάντιου από το Μικρόβαλτο. Πως το 1928 που ήλθε ο Ιωακείμ στο Μικρόβαλτο ζήτησε και του έδειξαν το σπίτι του Κωνστάντιου (που γεννήθηκε ο Κωνστάντιος έλεγαν) κι έριξε τρισάγιο. Πως υπήρχαν πολλοί συγγενείς του που τον ήξεραν κι άλλοι που άκουσαν γι’ αυτόν από τους γονείς τους.
Ας γυρίσουμε πίσω στο σχολείο. Πόσο μπορεί ένας δάσκαλος να εμπνεύσει τους μαθητές του; Στο δάσκαλό μου χρωστώ το ευ ζην, μας μάθαιναν. Πόσο τα παιδιά μπορούν να εμπνεύσουν το δάσκαλό τους; Στην προκειμένη περίπτωση λειτούργησαν και τα δυό, το δέσιμο ολοφάνερο, η σφραγίδα του σχολείου ακολουθεί τα παιδιά μια ζωή.
Ο Νίκος ο Μανάδης συμμαθητής του αδελφού μου Κώστα. Δεν υπάρχουν πολλά βιβλία, τα μαθαίνουν όλα στο σχολείο, τα γράφουν στα τετράδιά τους
Συναγωνίζονται στα μαθήματα. Μια χρονιά ο ένας πρώτος, μια χρονιά ο άλλος. Το 1964 τελείωσαν το δημοτικό με το Νίκο πρώτο. Όλα τα παιδιά της τάξης πανέξυπνα. Πολλά συνέχισαν τις σπουδές.
Γυμνάσιο. Σκόρπισμα. Η αρχή του τέλους για μια εποχή. Άλλοι ορίζοντες.
Μόλις το 1965 το Μικρόβαλτο ηλεκτροδοτείται.
Το 1995 καταστρέφεται από το σεισμό και ξαναχτίζεται κι αλλάζει όψη.
«Καλά κι τα κινούργια, αλλά στα παλιά μας τράνιψάμι κι μούγκι αυτά βλέπουμι στου ίνουρου»
Δε σας είπα τίποτα για τις παροιμίες και τις εξηγήσεις τους το κριμάτι τουν αδιρφόμ’ ρα γιατί ιγώ αντραλίζουμι, ψώραβη γίδα νουρά σιαπάν, όποιους κάηκι σν κουρκούτ φσάει κι στ’ μαρκάτ, τι είχαν τα έρμα κι ψουφούσαν, τράβα μι λαλάμ κι ας κλαίω, δεν σας είπα για τις θκές μας λέξεις, εκεί είναι τα δύσκολα, κάποιες είναι και σε μένα άγνωστες. Δεν σας είπα για τα παραμύθια, ιστορίες. Δε σας είπα για την Παναγία τη Ζιδανιώτισσα, που ήταν πάντα μέσα στη ζωή των κατοίκων του χωριού. Πώς να σας μεταφέρω εν συντομία αυτή τη φωτεινή για μας εποχή
Η ζωή ξεχειλίζει μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου, διαβάστε το, όλο και κάτι βρίσκει ο καθένας να θυμηθεί. Kάθε ιστορία έναυσμα για παραπέρα ενθυμήματα.
Πώς μπορεί λοιπόν κανείς να ανασυνθέσει μια εποχή; Η γλώσσα είναι ένα στοιχείο. Η ψυχή είναι το άλλο.
Ο τόπος είναι γεμάτος μνήμες π. Νικηφόρε.
Ανέφερα στην αρχή πως μόνο Περιλειπόμενα δεν είναι. Αυθεντικές διηγήσεις, πρωτογενές υλικό για γλωσσολόγους, λαογράφους και μελετητές.
Το βιβλίο αυτό δεν ενδιαφέρει μόνο τους Μικροβαλτινούς, αλλά κι όλους όσους κατάγονται από την ευρύτερη περιοχή, που έχουν λίγο πολύ παρόμοια ιστορία κι εμπειρίες. Ενδιαφέρει ακόμα όσους ασχολούνται με την τοπική ιστορία, τη λαογραφία, τη γλώσσα, ειδήμονες ή μη. Κι όχι μόνο εδώ όπου εμείς ζούμε.
Με βάση τη σύνθεση αυτού του άφθονου υλικού που διέθετε παλιότερα η περιοχή μας, τις διηγήσεις των κατοίκων κατά κύριο λόγο των πρεσβυτών, γράφτηκε και το άλλο βιβλίο για το Μικρόβαλτο. Τα δυο βιβλία αλληλοσυμπληρώνονται.
Είναι όμως μόνο ένα βιβλίο για το Μικρόβαλτο; Έχω μια αίσθηση αυτοβιογραφίας. Μια κατάθεση ψυχής. Διαβάζοντάς το η μορφή του συγγραφέα είτε σαν μικρό παιδί είτε σαν ενήλικας αναδύεται έντονα και μαζί κι η αγάπη του για τον τόπο και τους ανθρώπους κι η ανθρώπινη πλευρά του ιερωμένου, η οικογένειά του. Η μάνα. Ο γλυκύτατος, υπομονετικός, αθόρυβος, ήπιος πατέρας, ο παπαΧρήσος. Ο σύντροφος σε όλα μικρότερος αδελφός του Βασίλης. Ο παππούς παπαΝικόλας. Είναι το πώς αντιλαμβάνεται το παιδί που υπήρξε, τον κόσμο, πώς συνεχίζει μετά, ως σήμερα. Κατά κάποιο τρόπο είναι ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, με την έννοια πως όλα όσα είναι γραμμένα, είναι άμεσα εμπειρίες του ίδιου και της μητέρας του, είναι τα γεγονότα που τον σημάδεψαν όταν ήταν παιδί αλλά κι αργότερα.
Γιατί να γραφτεί κάτι για όλα αυτά;
Γιατί γράφς ά; Ρωτάει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Με ρώτησαν κάποτε τι το ιδιαίτερο έχει το χωριό Μικρόβαλτο για να γράψει κανείς γι αυτό. Μετά απ’ όλα όσα ανέφερα παραπάνω, δε νομίζω πως χρειάζεται να το αιτιολογήσω περισσότερο. Το Μικρόβαλτο είχε ζωή και τη ζωή πάντα αξίζει τον κόπο να τη διηγηθείς. Κι έχει την ιδιαιτερότητα πως έγραψαν γι αυτό τα παιδιά του. Με αγάπη.
Καμάρωνε η μάνα μου η δασκάλα με τις προόδους των παιδιών του Μικροβάλτου, έλεγε «οι κόποι μας δεν πήγαν χαμένοι, ο σπόρος που ρίξαμε βλάστησε», πόσο αγαπούσε τον τόπο και τους ανθρώπους, έκανε τον αγώνα της να βάλει το δικό της Μικρόβαλτο στο χάρτη. Ο πατέρας μου πάντα λιγότερο εκδηλωτικός, έλεγε μόνο μπράβο κι έλαμπε το πρόσωπό του.
Λέω πως ο παπαΝικόλας, ο παπαΧρήσος, ο Βασίλης, ο πατέρας μου ο δάσκαλος Ηλίας, η μάνα μου η Σοφία η δασκάλα, ο παππούς μου ο Κώστας Νατσιόπουλος ο γραμματέας, ο Αναστάσης ο Αλεξόπουλος, που έκανε πρόεδρος στο χωριό και φιγουράρει στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο παππούς ο Στέργιος, η μπάμπω η Στέργαινα, πρώτη ξαδέρφη της γιαγιάς μου Μεταξούς κι όλοι οι Μικροβαλτινοί που έφυγαν, είναι περήφανοι και χαίρονται εκεί που βρίσκονται.
Όπως χαιρόμαστε όλοι όσοι ήμασταν κοινωνοί. Αυτής της εποχής.
Λένε πως τα παιδικά μας χρόνια μας σημαδεύουν. Και πολλές φορές θυμάμαι τους στίχους Η πόλη θα σ’ ακολουθεί και στις γειτονιές τις ίδιες πάντα θα γυρνάς
Κι ακόμα : με τη διάδοση του περίφημου ευρωπαϊκού πολιτισμού, τα λαϊκά έθιμα σα φοβισμένος κλέφτης φεύγουν από τη μια άκρη του χωριού, ενώ ο πολιτισμός κατακτητής αλύπητος μπαίνει από την άλλη…
Αυτός ο πολιτισμός που κάποιοι μεγάλοι τον χειρίστηκαν για να μας αφαιρέσουν την ταυτότητά μας,
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ντοκουμέντο μιας εποχής όπου ξαναγυρνάμε και παίρνουμε κουράγιο απ’ τον αγώνα, την αυθεντικότητα και την καθαρότητά της. Ένα εμπόδιο στη λήθη που επιβάλλει ο χρόνος. Τελειώνω εδώ.
Λέτε να ξαναβρεθούμε όταν γραφτεί το τρίτο βιβλίο του Μικροβάλτου;
Σας ευχαριστώ
Έλλη Η. Λαμπρέτσα