Θὰ ἦμαν κάνα δικαπινταριὰ χρόνια κι μ’ἔστειλι ἡ μάνναμ’ στοὺ λάκκου, γιὰ νὰ πλύνου τὰ φουρέματα τς οἰκουγένειας. Πῆγα κι ‘γὼ μαζὶ μὶ τς ἄλλις τς τρανὲς τς γναῖκις κάτ’ σν Ἀργασταριά. Ἔβαλα στοὺ καζάν’ νιρὸ νὰ βράσ’. Ἔφκιασα κι θέςι γιὰ ‘νκουπάνα κι σὶ λίγου ἀρχίν’τσα νὰ τὰ πλιακουτῶ.
Ντὲ τὶ ἤξιρνι ἕνα λιανουκόρτσου ἀποὺ πλύσιμου; Ἀφοῦ νὰ σκιφτῆς ἔβαλα ‘νκουπάνα νὰ γέρν’ κατιμένα. Κι ἔρχουνταν τὰ νιρὰ ἀπάνουμ’. Ἦταν ἰκεῖα παραδίπλα ἡ μπάμπου ἡ Μπακαλαντώνινα. Μ’εἶδι ἁποὺ μπλατσαρνοῦσα ὅπους ὅπους κι ἀρχίντσι νὰ λιέει γιὰ τ’μάνναμ’, «ἄει μόρ’ Μαρίαμ’. Ἔστειλις τοὺ λιανουκόρτσου νὰ σὶ πλύν’ τὰ στράνια!». Ὕστιρα αὐτὴν μεἶπι πῶς νὰ κάνου. Τὰ συλλάρουσα ὅλα κι πῆγα στοὺ σπίτ’. Ὕστιρα ἔμαθα πῶς γένιτι τοὺ πλύσιμου στοὺ λάκκου κι τὰ τιμάριβα ὅλα.
Τὶ νὰ πῆς, μάνναμ’ καλή;
Ἄει κι τούτου τοὔχαμι παλιότιρου
κι τοὺ στέλουμι σήμιρα Διφτιργιάτκα 22μάρτ’2021
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.