«Ἰὰ ρὰ πιδίμ’, μᾶς στρούγγιασαν τώραϊας μιτιαὐτὸν τοὺν βλουημένου τοὺν κουλουρουνουϊό, κι πῶς τοὺν λέν’ τοὺν ἀλαθεύου ἀράδα, κι δὲν ἀκουτοῦμι νὰ ξικάνουμι σὰν παραόξου. Πρώτ’ φουρὰ ἀπέρασαν Τρανὲς κι χρουνιάρις μέρις κι δὲν πήραμι χαμπάρ’.
Τρανὴ Σαρακουστὴ, Μιγαλουβδόμαδα, κι πόσα’ κι σὰν τὶ λουῆς νὰ πῆς γιὰ τνἈνάστασ’.
Χόρτιναν οἱ ψυχές μας μούγκι ἀπ’ πάηνάμι σν Ἰκκλησιά. Τἄγλιπνάμι ὅλα μάτχια μὶ μάτχια. Μούγκι ‘νκαμπάνα π’ἄκουγάμι. Τὰ Δώδικα Ἰβαγγέλια. Ἡ Ἰπιτάφιος ν’ἄλλ’ τ’βραδιά. Πάηνάμι ὡς κάτ’ τοὺ Κουντουλάκ’ κι ἀκλουθούσαμι ὅλ’ τοὺν Ἰπιτάφιου. Ἡ παπαΝικόλας γέρους ἦταν κι βαστοῦσι μαναχόςτ’ τοὺν Ἰπιτάφιου, π’τοὺν εἶχι φέρ’ ἀπ’ τοὺ Ζντιάν’. Κλώθουμάσταν ὕστιρα ἀπ’ τοὺ Καραγάτσ’ κι ἔφτανάμι ξανὰ τςπίσους στοὺν ἉηΓιώρ’. Τοὺ βράδ’ σν Ἀνάστασ’ τὰ πιδγιά, ἅμα ἔπιρναν τ’Ἅγιου Φῶς μὶ τς λαμπάδις τα, πχιαλοῦσαν ἴσια στοὺ νουφανό. Ἅμα ἔβγηνάμι ὄξου σμπλατέα γιὰ τν Ἀνάστασ’ νὰ κι ἴγλιπνάμι κι τοὺ νουφανὸ νὰ λαμπαδγιάζ’ ἀπάν’ σν’Ἰτιὰ ἢ στοὺν Πύργου ἢ στὰ Ἰσιώματα ἢ στ’Διμοιρία. Μᾶς ἄρζι ὅλνους. Τσίγκριζάμι κι τὰ κόκκιανα τ’αὐγά. Τέλειουνι κι ἡ λειτουργία κι ἄει στὰ σπίτχια μας ὅλ’ γιὰ νὰ ξησαρακοστέψουμι.
Τνἄλλ’ τ’μέρα τὰ πιδγιὰ δικαουχτάρδις-εἰκουσάρδις γυρνοῦσαν ὅλου τοὺ χουργιὸ κιἔψιλναν τοὺ Χριστὸς Ἀνέστη. Οἱ νοικουκυρὲς τς ἔδουναν αὐγὰ κι κλοῦρις. Τ’αὐγὰ τἄβαναν σὶ καλάθ’ κι τς κλοῦρις τς ἀπιρνοῦσαν σὶ ἕνα παρμακλίκ’ π’τοὺ κρατοῦσαν δγυὸ στοὺ νὤμου τς. Ὕστιρα ἔβγηναν σνπλατέα οἱ γναῖκις κι τὰ κουρίτσια κι χόριβαν τραγδοῦντας μαναχιὲς τις. Τἀπόγιουμα τς Κυργιακῆς γένουνταν ἡ Δεύτιρ’ Ἀνάστασ’. Ὅλ’ ἔρχουνταν μὶ τς λάμπάδις τς. Ἀπιρνοῦσαν πρῶτ’ οἱ Τρανοὶ κι φλοῦσαν τν ἉγιἈνάστασ’ κι τοὺ Ἰβαγγέλιου κι τέλειουνι ἡ μέρα.
Τ’ Διφτέρα εἶχι πάλι λειτουργία. ‘ΝΤρίτ’ πάηνάμι σνἉγιΚοίμησ’. ‘ΝΤιτράδ’ πάηνάμι σν ἉγιουΠαρασκιβή. ‘ΜΠέφτ’ πάηνάμι στοὺν ἉηΛιᾶ. Ὅλ’ ἀνέβηνάμι μὶ τὰ πουδάργια, ἢ μὶ μπλάργια κι γουμάργια. Ἀφοῦ σν ὥρα τς λειτουργίας ἄκουγις ἀπόξου κι ἀποὺ κανένα γουμάρ’ νὰ ἀγκαρίζ’ ἢ κάνα μπλάρ’ νὰ χλιμιντράη. ‘ΜΠαρασκιβὴ τς Ζουουδόχου Πηγῆς πάηνάμι κάτ’ στοὺ Ζντιάν’ στοὺ Μαναστήρ’. Ἦταν σὰν δεύτιρου πανηγύρ’. Ἰκεῖ ἔρχουνταν κι ἡ Δισπότς ἡ Διουνύσ’, κι ἡ παπαΝικόλας ἡ Δρόσους ἀπ’ τὰ Σέρβγια. Ἔρχουνταν Κουζιανίτις καὶ Βιλβινοί. Ἔρχουνταν κι ἀπ’ τὰ γύρου χουργιά, Μκρόβαλτου, Τρανόβαλτου, Λαζαράδις, Νιζισκό κι Ρύμνιου. Ἡ Λουζιανὴ πάηνι πχιὸ πουλὺ στ’Ζάμπουρντα. Ἅμα εἶχι καλὸν κιρὸ ἡ Δισπότς κάθουνταν στ’ σκάλα καταῆς κι μᾶς οὑμιλοῦσι σν αὐλή. Μνιὰ φουρὰ πέρασι ἕνας μαύρους γάτους κι εἶπι ἡ Δισπότς, «Ἕνας μαῦρος γάτος φεύγει. Εἶναι ὁ διάβολος ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν λόγο περὶ Ἀναστάσεως…».
Τιλιφτέα μέρα τςΔιακηνισίμου ἦταν τοὺ Σαββάτου. Πάηνάμι στοὺν ἍγιουΣουτήρου κι ἔτσιας τέλειουνι αὐτὴν ἡ σμαδγιακὴ βδουμάδα. Κι ὕστιρα τν καρτιρούσαμι νὰ ξαναρθῆ ἕναν χρόνουν οὑλόκληρουν. Σαράντα μέρις δὲν ἴλιγάμι ναὶ καλημέρα, ναὶ καλησπέρα, ναὶ καληνύχτα. Ἴλιγάμι μούγκι Χριστὸς Ἀνέστη, κι ἡ ἄλλους ἀπαντοῦσι ἈΑΑΑληθῶς Ἀνέστη. Τώρα λέν’ Χρόνια Πουλλά, κι Ἰπίσης. Δηλαδὴ καγκαντίπουτας. Χρόνια πουλλὰ λέμι κι τοὺν Αὔγουστου.
Ἄει Δόξα Τουν. Τὶ γκριζιαλνούμιστι; Ἔχ’ ἡ Θιός»!
Διφτέρα τ’ἉηΘουμᾶ 27.4.2020
Χρόνια στς Θουμάδις μας
παπαδγιὰἈφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.