Ἡ ἑπόμενη Χρυσοστομικὴ εἰκόνα τοῦ ζεματισμένου Εὐτροπίου εἶναι παραστατικώτατη. Σὰν νὰ βλέπουμε video 1600 ἐτῶν. Κι ἐνῶ ζεματίζονταν ἐπὶ χρόνια μὲ τὰ ὅσα «πετύχαινε», αὐτὸς καὶ ὅσοι τὸν ζήλευαν γιὰ τὶς «ἐπιτυχίες του» θεωροῦσαν ὅτι δροσίζονταν.
Αὐτὸ ἀπέδειξε ἡ κατάληξι, τὴν ὁποία μᾶς ζωγραφίζει ἄριστα ἡ ἀξεπέραστη γλῶσσα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
«Ποιὸς ἔγινε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Εὐτρόπιο; λέγει. Αὐτὸς δὲν ξεπέρασε ὅλην τὴν οἰκουμένη στὰ πλούτη; Δὲν ἀνέβηκε στὶς κορυφὲς τῶν ἀξιωμάτων; Ὅλοι δὲν τὸν ἔτρεμαν καὶ δὲν τὸν φοβοῦνταν;
Ὅμως κοιτᾶξτε τον τώρα. Δὲν ἔγινε πιὸ ταλαίπωρος κι ἀπὸ τοὺς φυλακισμένους κι ἐλεεινότερος ἀπὸ τοὺς δούλους; Δὲν εἶναι φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ποὺ λυώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα; Κάθε μέρα δὲν βλέπει μπροστά του ξίφη ἀκονισμένα καὶ βάραθρο καὶ δημίους; Δὲν βλέπει νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸν θάνατο; Κι οὔτε κἂν θυμᾶται ἂν κάποτε ζοῦσε μὲ ἀπολαύσεις. Δὲν θυμᾶται οὔτε τὴν ἐλάχιστη ἀκτίνα. Ἀκόμη καὶ στὸ καταμεσήμερο ζῆ σὰν νὰ εἶναι πηχτὸ σκοτάδι. Καθὼς εἶναι περικυκλωμένος ζῆ σὰν νὰ εἶναι τυφλός.
Βέβαια ὅσα κι ἂν ποῦμε, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ παραστήσουμε μὲ τὸν λόγο μας τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ὅπως εἶναι φυσικὸ αὐτὸς ὑπομένει, ἀφοῦ κάθε μέρα περιμένει νὰ τὸν φονεύσουν. Διότι τὴν προηγούμενη μέρα, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν σύρουν μὲ βία, αὐτὸς προσέτρεξε στὰ ἱερὰ σκεύη. Τὸ πρόσωπό του, ὅπως καὶ τώρα, ἦταν σὰν τοῦ νεκροῦ. Τὰ δόντια του χτυποῦσαν κι ὅλο του τὸ σῶμα κλονιζόταν κι ἔτρεμε. Ἡ φωνή του ἴσια ποὺ ἔβγαινε κι ἡ γλῶσσα του κόλλησε. Εἶχε τέτοια εἰκόνα σὰν νὰ εἶχε πετρώσει ἡ ψυχή του.
Λέγοντας αὐτὰ δὲν τὸν ἐξευτελίζω κι οὔτε τσαλαπατῶ τὴν συμφορά του. Ἁπλᾶ θέλω νὰ συγκινήσω τὸν λογισμό σας καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω στὸ ἔλεος. Προσπαθῶ νὰ σᾶς πείσω νὰ ἀρκεσθῆτε στὴν τιμωρία ποὺ τοῦ ἔγινε μέχρι τώρα. Διότι ὑπάρχουν πολλοὶ ἀπάνθρωποι ἀνάμεσά μας, καὶ μάλιστα κατηγοροῦν κι ἐμένα, διότι τὸν δέχτηκα σαὐτὸ τὸ βῆμα. Γιαὐτὸν τὸν λόγο ἐκπομπεύω τὰ πάθη του. Γιὰ νὰ ἁπαλύνω μὲ τὰ λόγια μου τὴν ἀστοργία τους.
Ἀγαπητέ μου, πές μου, γιὰ ποιὸν λόγο ἀγανακτεῖς; Διότι, λέει, κατέφυγε στὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς ποὺ τὴν πολεμοῦσε συνεχῶς; Γιαὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θἄπρεπε νὰ δοξάζης τὸν Θεό. Διότι τὸν ἄφησε νὰ ἔλθη σὲ τόση ἀνάγκη, ὥστε νὰ μάθη καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν δύναμι μὲν ἀπὸ τὸ ὅτι ἐπῆλθαν τόσες μεταβολὲς ἀπὸ τὴν πολεμική του ἐναντίον της. Τὴν φιλανθρωπία δὲ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἂν καὶ πολεμήθηκε ἀπὸ αὐτὸν τὴν στιγμὴ αὐτὴ βάζει τὴν ἀσπίδα της, τὸν δέχθηκε κάτω ἀπὸ τὰ φτερά της καὶ τὸν ἀσφάλισε τελείως. Δὲν μνησικάκησε γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ προηγηθέντα, ἀλλὰ ἄνοιξε γιαὐτὸν τὴν ἀγκαλιὰ τῆς φιλοστοργίας της.