Ἔχου ἰδώϊας στοὺ Μαναστήρ’ τ’ μάνναμ’ κι μὶ λιέει πότι κι πότι κάνα λόγου στρόγγυλου κι τοὺν γράφου. Τὶ μεἶπι λέτι αὐτέσια τς μέρις; «Ἀ ρὰ πιδίμ’, αὐτοὶ πλοῦν μέρα κι ἀγουράζν νύχτα». Κι τὶ θέλ’ νὰ πῆ αὐτὸς ἡ λόγους ἀ ρὰ μάννα;
Κι αὐτὴν μεἶπι. «Ἰὰ νὰ δῆς. Ἔχουμι οὑλόκληρ’ μέρα νὰ πααίνουμι ἀ κι νὰ ρθοῦμι, νὰ ἀνταμώσουμι, νὰ ἰδιθοῦμι, νὰ τὰ ποῦμι, νὰ φκιάσουμι τς δλιές μας σαλάμκα κι παστρικὰ κι ἀντὶς νὰ τσακουθοῦμι ἀγλήγουρα στς δλιές μας, τς ἀφήνουμι κι φέγ’ ἡ ὥρα κι ἅμα παίρ’ νὰ νυχτών’ κι νὰ μουργκίζ’ ἰτότι μᾶς ἔρχιτι νὰ πχιαστοῦμι στς δλιές κι στὰ χουζμέτχια μας. Ὕστιρα, τέτχοια ὥρα τέτχοια λόϊα. Στ’ νύχτα γένιτι π’ δὲ γένιτι δλιά. Ἰὰ νὰ πηράης σκνὶ στοὺ βιλόν’ τ’νύχτα. Δὲν εἶνι νοικουκυργιὸ αὐτό. Ἰὰ νὰ πᾶς γιὰ ξύλα κι γιὰ τσάκνα τοὺ Φλιβάρ’, ἢ γιὰ ἄχυρου. Σιαποῦ θὰ βρῆς; Κάμπθινά.
Μὶ τν ὥρα νὰ μαϊρέψουμι, μὶ τν ὥρα μας νὰ ἀναπχιάσουμι τοὺ προυζύμ’ κι νὰ ζμώσουμι, στν ὥρα μας ν’ἀνάψουμι τοὺν φούρνου, σν ὥρατ’ νὰ τοὺν πανίσουμι, σν ὥρατ’ θὰ τνάξ’ τοὺ ψουμὶ στὰ πνακουτὰ κι σν ὥρατ’ θὰ ρίξουμι τὰ πλαστάργια στοὺ φούρνου γιὰ νὰ ψστοῦν.
Ἀ ρα ὅ,τ’ κι ἀντὶ θέλ’ τν ὥρατ’. Κι ἂν δὲν φκιάσουμι σν ὥρατ’ τοὺ ψουμὶ θὰ εἶνι ἢ ἄγιντου, ἢ παραγινουμένου. Δὲν μπορεῖς νὰ ρίξς τὰ πλαστάργια ἄγιντα στοὺ φούρνου γιατὶ θὰ τὰ βγάλτς πλατσίγγις, π’δὲν τς τρῶν οὔτι τὰ σκλιά. Οὔτι πάλι νὰ τοὺ ρίξς παραγινουμένου ἀμπουτὶ θὰ χύνιτι δῶθι κεῖθι κι δὲ θὰ μπουρῆς νὰ τοὺ σμαζώξς.
Ἡ θκόζμας ἡ Τρανὸς μᾶς λάβζι. Ἴλιγι «ἡ δλιά μας δλιά, κι ἡ χουρὸς γαϊτάν’». Ὅλα ἔπριπι νὰ γένουνταν σν ὥρα τα. Ἅμα ἔρχουνταν κάνας ξιαστουχμένους παράουρα στοὺ σπίτ’ εἶχι ἕτοιμουν λόγουν, π’καταλάβισκνι ἡ ἄλλους ἤθιλνι δὲν ἤθιλνι κι τοὺ μάζουνι, κι ἔφυγνι τακουσιοῦ. Ὅπους πάλι δὲν ἄφνι κι κανέναν νιαρὸ ἢ νιαρὴ νὰ βάν’ τὄνα τοὺ πουδάρ’ ἀπάν’ στ’ ἄλλου ἢ νὰ καπνίσν’ ἀμπρουστάτ’. Τοὔχει πρώτουν λόγουν ἅμα ἔρχουνταν καμνιὰ κινούργια δασκάλα στοὺ σπίτ’ κι ἔβανι τοὺ πουδάριτς ἀπάν’ στ’ ἄλλου. Τν ἴλιγι, «κάτ’ τοὺ πουδάρ’ μουρή…». Δὲ χαμπάρζι πολλὰ ἀποὺ ἰβγένιις κι ἰβρουπαϊκὲς ξιλιγουμάρις.
Πέφτ’ 13φλιβάρ’2020
παπαδγιὰἈφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.