Ἐκ προοιμίου λέμε, ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη ἡ περιποίησι τῶν νεκρῶν μας. «Ἄλουστο κι ἀστόλιστο τοῦ χάρου δὲν τὸ δίνω…». Σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ στοὺς προγόνους μας θὰ βροῦμε αὐτὴν τὴν φροντίδα πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπ’ τὴ ζωή. Μὲ τοὺς πλούσιους θάβονταν καὶ πολλὰ χρυσαφικά τους…
Ἦταν καὶ αὐτὸ μιὰ ἀπόδειξι ὅτι πίστευαν, ἔστω κι ἔτσι, στὴν μετὰ θάνατον ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Ἀθηναῖοι κατεδίκασαν ὀχτὼ στρατηγοὺς (ἄδικα βέβαια) ποὺ κατηγορήθηκαν δημαγωγικά, ὅτι δὲν περισυνέλεξαν τοὺς νεκροὺς στὴ ναυμαχία στὶς Ἀργινοῦσες τὸ 406 π.Χ.
Δὲν γνωρίζω ποιὰ περιποίησι κάμνουν στοὺς ἐσχάτως πολιτικῶς κηδευόμενους καὶ στὴ συνέχεια ἐν κλιβάνῳ ἀποτεφρούμενους. Οἱ ψυχές τους βέβαια, ἔστω κι ἂν δὲν πίστευαν κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο τους ὅτι θὰ ὑπάρχουν καὶ μετὰ θάνατον, ἐκεῖ ποὺ πῆγαν βλέπουν αὐτὰ ποὺ παράγγειλαν στοὺς δικούς τους. Σὰν τὶ νὰ λένε ἆραγε; Meaculpa-Ὢ ἐσχάτη καὶ μὴ διορθώσιμη πλάνη μου!!! Ὅμως ἀρκοῦδες, ἀρκουδάκια καὶ λύκοι ποὺ φονεύονται στὴν ἄσφαλτο δὲν ἀποτεφρώνονται, ἀλλὰ θάβονται! Μόνο σκυλιά, γάτες, σκιουράκια, κουνάβια καὶ ἀσβοί, διαλύονται ἀπὸ τὰ τροχοφόρα κι ἀπ’ τὸν ἥλιο ἐπὶ τῆς ἀσφάλτου, ἢ στὸ ἄκρον κάποιου δρόμου.
Ὅταν λέμε περιποίησι καὶ φροντίδα, ἀσφαλῶς δὲν ἐννοοῦμε τὴν παρατραβηγμένη καὶ πολυδάπανη. Ἀλλὰ τὴν μετρημένη φροντίδα, ποὺ δείχνει σεβασμὸ καὶ ἀγάπη. Τὰ ἀκριβὰ τῶν κηδειῶν λυώνουν μέσα στὰ χώματα ἢ ξεθωριάζουν, σὰν τὰ στεφάνια, στὸν ἥλιο καὶ στὴ βροχὴ καὶ τέλος πετιοῦνται ὅπου καὶ τὰ σκουπίδια. Αὐτὴν τὴν ἀσθένεια τοῦ καιροῦ του ἐπικρίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος χωρὶς καὶ αὐτὸς νὰ ἀρνῆται τὴν μετρημένη φροντίδα πρὸς τοὺς νεκρούς μας.
Λέγει. «Ἐσὺ λοιπὸν ὅταν ἀκούσης, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη γυμνὸς, πρέπει νὰ σταματήσης τὴν μανία σχετικὰ μὲ τὴν κηδεία. Τὶ θέλει νὰ πῆ αὐτὴ ἡ περιττὴ καὶ ἀνώφελη δαπάνη; Σαὐτοὺς ποὺ τελοῦν τὴν κηδεία φέρει ζημία καὶ στὸν ἀπελθόντα καμμιὰ ὠφέλεια. Ἂν θέλουμε, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι προξενεῖ βλάβη. Διότι ἡ πολυτελὴς ταφὴ ἔγινε πολλὲς φορὲς αἰτία τυμβωρυχίας. Αὐτὸν δὲ ποὺ ἔθαψαν μὲ τόσην ἐπιμέλεια τὸν πέταξαν γυμνὸ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο του. Ὢ αὐτὴ ἡ κενοδοξία! Πόση τυραννία καὶ πόση ἀνοησία δείχνει κατὰ τὸ πένθος! Πολλοὶ λοιπόν, γιὰ νὰ μὴ γίνη αὐτό, κόβουν σὲ λεπτὲς ταινίες τὰ σεντόνια καὶ τὰ ἐμποτίζουν μὲ πολλὰ ἀρώματα καὶ ἔτσι θάβουν τοὺς νεκρούς των, ὥστε νὰ γίνουν διπλᾶ ἄχρηστα στοὺς ἐκσκαφεῖς-τυμβωρύχους τῶν τάφων…
Γιὰ νὰ δῆς, ὅτι τὸν Χριστὸ δὲν τοῦ ἔμελλε σχετικὰ μὲ τὴν κηδεία, εἶπε, «πεινῶντά με ἐθρέψατε καὶ διψῶντα, ἐποτίσατε, καὶ γυμνόν, περιεβάλλετε» καὶ πουθενὰ δὲν εἶπε, «καὶ τεθνεῶτα καὶ ἐθάψατε». Ἐνῶ δὲ λέγω αὐτὰ δὲν ἀναιρῶ τὴν ταφή, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ θέλω νὰ κόψω τὴν ἀσωτεία καὶ τὴν ἄχρηστη ματαιοδοξία. Διότι λέγει, ὅτι αὐτὰ τὰ παρακινοῦν ὁ πόνος, ἡ ὀδύνη καὶ ἡ συμπάθεια πρὸς τὸν νεκρό μας. Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι δείγματα συμπαθείας πρὸς τὸν ἀπελθόντα, ἀλλὰ κενοδοξίας. Ἂν θέλης νὰ συμπονέσης μὲ τὸν τεθνεῶτα, θὰ σοῦ δείξω ἄλλον τρόπο κηδείας. Νὰ τὸν ἐνδύσης μὲ ροῦχα, τὰ ὁποῖα ἀνασταίνονται μαζί του καὶ τὸν ἐμφανίζουν λαμπρόν. Διότι αὐτὰ τὰ ἱμάτια δὲν τὰ τρώει ὁ σκόρος, οὔτε ὁ χρόνος τὰ λυώνει, κι οὔτε ἀπὸ τοὺς τυμβωρύχους κλέπτονται.
Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ περιβολὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Αὐτὴ ἡ στολὴ ἀνασταίνεται μαζί του. Ἀφοῦ ἡ σφραγίδα τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι μαζί του. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἱμάτια θὰ λάμψουν, ὅσοι ἀκούσουν τότε, «πεινῶντά με ἐθρέψατε». Αὐτὰ μᾶς κάμνουν ἐπίσημους, αὐτὰ μᾶς ἀσφαλίζουν. Τὰ παραπανίσια δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τροφὴ τοῦ σκόρου καὶ γεῦμα τῶν σκουληκιῶν. Λέγοντας αὐτὰ δὲν ἐμποδίζω τὴν φροντίδα τῆς κηδείας, ἀλλὰ λέγω νὰ τὴν κάνουμε μὲ σεμνότητα…
Ἂς παύσουμε πλέον αὐτὴν τὴν μάταια σπουδή. Ἂς κηδεύουμε τοὺς ἀπελθόντες, ὅπως συμφέρει καὶ σἐκείνους καὶ σὲ μᾶς, πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἂς κάνουμε πολλὴ ἐλεημοσύνη στὴ μνήμη τους.
Ὅταν κάποιος εἶναι ἑτοιμοθάνατος, ὁ οἰκεῖος του ἂς ἑτοιμάζη τὰ σάβανά του. Ἂς τὸν πείθη δὲ νὰ ἀφήση καὶ κάτι γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἂς τὸν ξεπροβοδάη μὲ τέτοια σάβανα. Ἂς τὸν πείση νὰ ἀφήση κληρονόμο τὸν Χριστό. Ἂν οἱ βασιλιάδες γράφοντας τὴν κληρονομιά τους ἀφήνουν μεγάλη ἀσφάλεια στοὺς δικούς τους, σκέψου πόση ἀσφάλεια ἀφήνει αὐτὸς ποὺ κληρονομεῖ μαζὶ μὲ τὰ παιδιά του καὶ τὸν Χριστό. Σκέψου πόση εὔνοια παίρνει καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του.
Αὐτὰ εἶναι τὰ ἀκριβὰ σάβανα. Αὐτὰ ὠφελοῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ μένουν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπέρχονται. Ἂν ἐνταφιασθοῦμε ἔτσι, θὰ εἴμαστε λαμπροὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἀναστάσεως. Ἂν ὅμως περιποιούμαστε τὸ σῶμα καὶ ἀμελοῦμε γιὰ τὴν ψυχή, ἐκεῖ ἐπάνω θὰ πάθουμε πολλὰ καὶ θὰ μᾶς περιγελάσουν πολύ. Δὲν εἶναι μικρὴ ἀσχημοσύνη τὸ νὰ ἀπέλθουμε γυμνοὶ ἀπὸ ἀρετή. Δὲν εἶναι τόση ντροπὴ νὰ μείνη τὸ σῶμα πεταγμένο καὶ ἄταφο, ὅση ντροπὴ εἶναι νὰ φανῆ ἡ ψυχή μας ἐκεῖ χωρὶς ἀρετή! Αὐτὴν ἂς ἐνδύσουμε. Αὐτὴν ἂς στολίσουμε. Αὐτὸ νὰ κάνουμε σὲ ὅλην τὴ ζωή μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσαμε, ἂς ἀνανήψουμε ἔστω καὶ λίγο πρὶν τὸ τέλος…».
Ἰω Χρυσ εἰς Ἰωάννη ὁμιλ 85η ΕΠΕ 14,686-694
ἀρ.νι.μα 18.7.2019