ΑΝΑΜΝΗΣΙ δυνατὴ τῶν παιδικῶν μου χρόνων συνδέεται μὲ τὸ ἐπικὸ ποίημα Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη. Ἤμασταν στὸ ἀξέχαστο Δημοτικὸ τοῦ Μικροβάλτου ἀκόμη, καὶ ἡ μάννα μᾶς τὸ ἀπήγγελνε ὅλο ἀπ’ ἔξω! Στὸν ἀργαλειό, στὸ τσικρίκι, στὸ πλέξιμο, στὸ γνέσιμο, στὸ ἴδιασμα, ὅταν περνούσαμε τὸ στημόνι ἀπ’ τὸ ὀγκῶδες πισάντι στὰ μιτάργια καὶ στὸ χτένι, ὅταν κρατούσαμε τὰ ἁλτσίδγια γιὰ τὸ κουβάργιασμα…
Θυμᾶται ὅμως ἀκόμη καὶ σήμερα ἀρκετοὺς στίχους του, ποὺ Θεοῦ θέλοντος, περπατάει τὰ ἐνενῆντα ἀκμαῖα της χρόνια! Ὑπέροχη Μάννα! Καὶ τὶ λεβέντικη ποίησι διδασκόταν τότε σὲ κεῖνο τὸ φτωχὸ παρελθὸν! Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα τὸ λέγαμε κι ἐμεῖς μαζί της. Καθὼς τὸ ξεκινοῦσε ἦταν φορὲς ποὺ δάκρυζε κιόλας! Μαζί της κι ἐμεῖς. Εἴχαμε μπῆ στὸν πόνο καὶ στὸ δάκρυ ποὺ ἐξέφραζε τὸ Κῦμα γιὰ τὴ μάχη αἰώνων ἀπέναντι στὸν «ἠρδαλωμένο λίθο» (=γεμᾶτο μὲ ἀκαθαρσίες λέει ὁ προφήτης Ζαχαρίας).
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ προσωποποιεῖ τὸ Βράχο καὶ τὸ Κῦμα. Μάλιστα τὰ βάζει σὲ σκληρὸ ἀνταγωνισμό. Ὁ Βράχος-Κατακτητὴς ἐκφράζει τὴν ἀγέρωχη στάσι καὶ περιφρόνησί του πρὸς ὅλους τοὺς ραγιάδες του. Δὲν δίνει τὴν παραμικρὴ ἀξία σὲ κανέναν. «Ὑπάρχουν μόνο γιὰ νὰ δροσίζουν τὴν φτέρνα του». Ἀφοῦ μὲ ἕνα νεῦμα του ἔπεφταν στὴ στιγμὴ κεφάλια σπουδαῖα, χωρὶς νὰ δίνη λογαριασμό. Οὔτε καὶ στὶς «λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις», ποὺ ξερόγλυφαν τὶς βρωμερὲς πατοῦσες του. Οὔτε κἂν κατάλαβε ὁ Βράχος, πότε τὰ σταγονίδια συνάχτηκαν, ἔγιναν θάλασσα, πέλαγος, ὠκεανὸς καὶ ἦλθε ἡ ὥρα ἡ καλὴ νὰ τὰ βάλουν μαζί του. Τὰ Σουλτανικὰ παλάτια θὰ ἀποροῦσαν, ἀφοῦ ὅλοι καλοπερνοῦσαν ὅπως καὶ σήμερα(!) μαζὶ μὲ τὸ φρύαγμά τους, ὅταν μάθαιναν τὸν ξεσηκωμὸ ραγιάδων. Γιαὐτὸ καὶ ἡ πρώτη κίνησι ἦταν νὰ σβύσουν τὶς ἐξεγέρσεις μὲ τὸ αἷμα τῶν περιοχῶν τῶν κινηματιῶν, μέχρι καὶ τὸν ἐξολοθρεμό τους ἀπὸ προσώπου γῆς. Ἂν δὲν πεινοῦσε ἡ ἀδηφάγος κρατικὴ μηχανή τους τὴν ποικίλη ἁρπαχτικὴ φορολογία σὲ χρῆμα, τρόφιμα καὶ παιδιά, σίγουρα θὰ τοὺς ἔσφαζαν ἢ θὰ τοὺς ἐξισλάμιζαν ὅλους.
ΟΜΩΣ μετὰ ἀπὸ 400 καὶ 500 χρόνια, ἔλαμψε ὁ ΗΛΙΟΣ τῆς ἐλευθερίας. Γιαὐτὸ τὸ ἀκριβὸ ποθούμενο χρειάσθηκε χείμαρρος αἵματος, γιὰ νὰ γίνη πραγματικότητα. Κανενὸς ἡ θυσία δὲν χάθηκε στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ προσετίθετο σὲ κάθε προηγούμενη καὶ δυνάμωνε τὸ ΚΥΜΑ. Οἱ θυσίες δὲν ἔπαψαν ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα ποὺ ἔπεσε ἡ Πόλι. Ἔτσι τὸ ΚΥΜΑ ἔγινε ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟ!
«Μέριασε, ΒΡΑΧΕ, νὰ διαβῶ! Τὸ ΚΥΜΑ ἀνδρειωμένο
Λέγει στὴν πέτρα τοῦ γιαλοῦ θολό, μελανιασμένο,
Μέριασε, μές στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
Μαῦρος βορειᾶς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι’ ἄρματα, κούφια βοὴ γι’ ἀντάρα
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου ποὖπε ΤΩΡΑ,
Βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὤγλυφα καὶ σὤπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ ἰδῆ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφά, κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ’ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ’ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σἄνοιγα, τὸ λάκκο ποὖθε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὴν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
Τὰ θέμελά σου τἄφαγα, σ’ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, Βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
Θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι…».
«Ὁ Βράχος ἐκοιμώτουνε. Στὴν καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρὸς σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβυσταις ἀχτίδαις.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάραις ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ Κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα
χίλιαις φοραῖς τὴν ἄκουσεν ὁ Βράχος στὸν αἰθέρα
ν’ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κἂν νὰ ξυπνήση
καὶ σήμερ’ ἀνατρίχιασε, λὲς νὰ λιγοψυχήση».
-Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κ’ ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζης,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνης,
καὶ μὲ τὰ κρῦα σου νερὰ τὴν φτέρνα μου νὰ πλένης,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν ἦσαι, μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω.
-Βράχε, μὲ λέν’ Ἐκδίκηση. Μ’ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ’ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορά, καὶ τώρα, κύτταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχαῖς, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἅδη μου τ’ ἀχνάρια…
Μ’ ἔκαμες ξυλοκρέββατο… Μὲ φόρτωσες Κουφάρια…
Σὲ ξένους μ’ ἔρριξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου
Τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
Τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη
Μέριασε, Βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη
Καταποτήρας εἶμ’ ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου
Γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!».
Ὁ Βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ Κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντισε μὲ μιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μέσ’ στὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβυέται, λυώνει,
Σὰν νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριωμένη
ἡ θάλασσα κ’ ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειὸ κανεὶς παρὰ τὸ ΚΥΜΑ.
Ποὺ παίζει ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΟ ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα!
Ἀφιερώνεται καὶ τὸ παρὸν στὸ λεβέντικο ΚΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΦΑΝΟΥ ΛΑΟΥ, ποὺ ἀντιδρᾶ στὰ σχέδια τῶν σύγχρονων Σουλτάνων, ἔπειτα ἀπὸ τὶς τόσες ληστρικὲς φορολογίες τους, γιὰ νὰ λυγίση καὶ νὰ ἁρπάξουν εὐκολώτερα τὸ ὄνομα τῆς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ καὶ τὰ ἅγια τοῦ Ἕλληνα. Ὅμως ὁ ΛΑΟΣ ἔγινε ΚΥΜΑ τέτοιο, ποὺ μπορεῖ νὰ σαρώση τὰ ἄνομα σχέδια τῶν ΒΡΑΧΩΝ καὶ νὰ τὰ ἀποδείξη κούφια κουφολίθια. Θεοῦ θέλοντος τὸ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟ ΚΥΜΑ θὰ νικήση.
Πέτρου καὶ Παύλου
ἁγίων ἀποστόλων2018
ἀρ.νι.μα.
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.