nikiforos 2ΣΤΟ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο 16,19-31 ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ τὸν Πλούσιο. Ὁ μὲν Πλούσιος τὰ ἀπολάμβανε ὅλα πλούσια. Ὁ δὲ Λάζαρος προσπαθοῦσε νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Πλουσίου καὶ τὶς πληγές του τὶς περιποιοῦνταν τὰ σκυλιά.

Τελικὰ πεθαίνει ὁ Λάζαρος καὶ τὴν ψυχή του τὴν ἀνεβάζουν Ἄγγελοι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Πεθαίνει καὶ ὁ Πλούσιος καὶ ἀναφέρει μόνο ὅτι θάφτηκε. Σίγουρα βέβαια θὰ τὸν ἔθαψαν μὲ πολυτελέστατη κηδεία, ἀλλὰ δὲν γίνεται λόγος γιαὐτὸ τὸ τελευταῖο σκηνικὸ τῆς βλακώδους ἀλαζονείας πρὸ τοῦ τάφου.

Τὰ μετὰ θάνατον εἶναι ἀλλαγὴ χώρου καὶ καταστάσεως. Ὁ τροχὸς κύλισε καὶ ὅλα ἦλθαν ἐντελῶς ἀντίθετα. Παρατίθεται μικρὸ στιγμιότυπο ζωῆς στὸν παράδεισο καὶ ζωῆς στὴν κόλασι. Πῶς εἶναι τὰ ἐκεῖ! Ὁ Πλούσιος ἐκεῖ ἐπὶ τέλους, «ὑπάρχων ἐν βασάνοις», εἶδε ἀμέσως καὶ τὸν Λάζαρο, ποὺ δὲν τὸν εἶχε ἰδῆ ἐπὶ τόσα χρόνια στὸν πυλῶνα τοῦ παλατιοῦ του. Τὸν εἶδε στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ σημαίνει παράδεισο. Ὁ ἴδιος ὅμως γιὰ τὸν ἑαυτό του ἐξομολογεῖται, ὅτι «ὠδυνᾶτο ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ». Ἀκριβῶς καὶ γιαὐτὴν τὴν σκληρὴ πραγματικότητα γίνεται ἡ στιχομυθία. «Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον. Νὰ φέρη μιὰ σταγόνα νεροῦ, γιὰ νὰ δροσισθῆ ἡ γλῶσσα μου. Διότι ὑποφέρω σαὐτὴν τὴ φλόγα». «Λίγο νερὸ στὴν Κόλασι», ποὺ τραγουδάει καὶ τὸ λαϊκὸ ἀσμάτιο.

ΚΑΙΡΟΣ εἶναι νὰ παραθέσουμε καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ἱεροῦ ἑρμηνευτοῦ μας Ἰωάννου Χρυσοστόμου. «Θυμήσου, λέει, τὸν Πλούσιο καὶ τὸν Λάζαρο. Ποιὸς πόνεσε στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ποιὸς ἀπολάμβανε; Σὲ τὶ ἔβλαψε τὸν Λάζαρο ἡ φτώχεια; Δὲν ὁδηγήθηκε στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραὰμ σὰν ἀθλητὴς καὶ νικητής; Καὶ σὲ τὶ ὠφέλησε ὁ πλοῦτος ἐκεῖνον ποὺ ἀναπαύονταν στὰ πορφυρένια καὶ στὰ λινά; Ποῦ εἶναι οἱ σωματοφύλακες; Ποῦ εἶναι οἱ ὑπασπιστές του; Ποῦ εἶναι τὰ ἄλογα μὲ τὰ χρυσᾶ χαλινάρια; Ποῦ εἶναι οἱ ὑπηρέτες καὶ ἡ βασιλικὴ τράπεζα; Δὲν τὸν ὁδήγησαν δεμένο σὰν ληστὴ ἔχοντας γυμνὴ τὴν ψυχή του ἀπὸ στολίδια; Μάλιστα δέ, φώναζε κιόλας μὲ τὴν κούφια τὴ φωνή του, «πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο, νὰ βρέξη τὸ ἄκρο τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίση τὴν γλῶσσα μου, διότι τηγανίζομαι φοβερά».

Γιατὶ ἀποκαλεῖς τὸν Ἀβραὰμ πατέρα, ἀφοῦ δὲν τὸν μιμήθηκες στὴ ζωή σου; Διότι ἐκεῖνος φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι του κάθε περαστικὸ ἄνθρωπο. Ἐσὺ ὅμως δὲν φρόντισες οὔτε ἕναν φτωχό. Πραγματικά, δὲν εἶναι γιὰ κλάματα καὶ γιὰ πένθος ἕνας ποὺ εἶχε τόσον πλοῦτο καὶ δὲν ἀξιώθηκε νὰ λάβη οὔτε μιὰ σταγόνα νεροῦ; Ἐπειδὴ δὲν ἔδωσε στὸν φτωχὸ οὔτε ψίχουλο, γιαὐτὸ καὶ δὲν παίρνει οὔτε σταγόνα νεροῦ. Ἔγινε αὐτό, ἐπειδὴ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ χειμῶνα δὲν ἔσπειρε ἔλεος. Ἦλθε ὅμως τὸ καλοκαίρι καὶ δὲν θέρισε τίποτε. Καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς πάλι εἶναι οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ τὸ ὅτι ἔβαλε τὴν Κόλασι τῶν ἀσεβῶν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἀνάπαυσι τῶν δικαίων. Γιὰ νὰ βλέπωνται μεταξύ τους καὶ νὰ γνωρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Διότι τότε ὁ κάθε μάρτυρας θὰ γνωρίση τὸν δικό του τύραννο καὶ κάθε τύραννος θὰ βλέπη τὸν δικό του μάρτυρα, τὸν ὁποῖο βασάνισε!!!

Τὶς μέρες αὐτὲς εἶδα μιὰ σειρὰ ντοκυμαντὲρ μὲ τὴν ζωὴ ὡς καὶ τὴν κηδεία τοῦ Στάλιν καὶ τῶν ἐπαγγελματιῶν ἐγκληματιῶν συνεργατῶν του (Μπέρια, Μολότωφ…). Ἐξανάγκασαν τὸν χειμῶνα τοῦ 1932-1933 νὰ πεθάνουν ἀπὸ πεῖνα ἑφτὰ ἑκατομμύρια Οὐκρανοί ἁρπάζοντας ὅλα τὰ τρόφιμά τους. Ὁ Κεμαλάκoς μᾶλλον εἶναι λίγο ὠχρὸς μπροστά τους! Σὲ ὅλην δὲ τὴν δαιμονικὴ κυβέρνησί τους μὲ τὴν «ποσόστωσι δολοφονιῶν», ποὺ ἐπέβαλαν ἐφαρμόζοντας τὸ κήρυγμα τοῦ Βρεττανοῦ θεατρικοῦ Μπέρναρντ Σῶ, δολοφόνησαν ἐν ψυχρῷ ἑκατομμύρια Ρώσων! Ὁ Τζόρτζ Μπέρναντ Σῶ παρακαλοῦσε στὶς 7.2.1934 τοὺς ἐπιστήμονες νὰ βροῦν ἕνα «ἀνθρωπιστικὸ» δηλητηριῶδες ἀέριο, γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ «ἔπρεπε» νὰ δολοφονηθοῦν! Ἦταν τὰ «φυλετικὰ σκουπίδια-Voelkerabfall», ποὺ ἔγραφαν ΜΑΡΞ-ΕΓΚΕΛΣ! Εἰς πολλὰ εὖγε τους!!! Καὶ οἱ χημικοὶ τελικὰ βρῆκαν τὸ πολυπόθητο ΤΣΙΚΛΟΜΠΕΡ. Αὐτὸ χρησιμοποίησε ὁ στυγερὸς δολοφόνος Ἄϊχμαν στοὺς θαλάμους ἀερίων.

Γράφοντας τὰ ἀνωτέρω δὲν ἐξαιροῦνται τὰ ποικίλα θηρία, οἱ δολοφόνοι τῶν συγχρόνων πολέμων, τῆς ἐκμεταλλεύσεως, τῆς ἀδικίας, τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ τοῦ κεφαλαίου. Ἔλεος! Μακελλάρηδες καὶ δολοφόνοι τῶν ἀδυνάτων λαῶν!

Συγχωρᾶτε με γιὰ τὴν θλιβερὴ παρέκβασι.

Συνεχίζουμε τὸ σχόλιο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.

-Δὲν εἶναι δικά μου λόγια αὐτά. Ἄκου τὶ λέει ἡ Σοφία Σολομῶντος 5,1 «τότε θὰ σταθῆ ὁ δίκαιος μὲ πολλὴν παρρησία, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, μπροστὰ σαὐτοὺς ποὺ τὸν βασάνισαν»… Ἔτσι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως οἱ ἀσεβεῖς θὰ βλέπουν τοὺς ἁγίους νὰ εὐφραίνωνται, ἐνῶ αὐτοὶ δὲν θὰ μποροῦν νὰ ἀπολαύσουν τὴν βασιλικὴ τράπεζα. Διότι καὶ τὸν Ἀδάμ, θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ τὸν τιμωρήση, τὸν ἔβαλε νὰ ἐργάζεται τὴν γῆ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὥστε βλέποντας κάθε μέρα ἐκεῖνον τὸν ποθητὸ τόπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξορίσθηκε, νὰ ἔχη συνεχῶς ὀδύνη στὴν ψυχή του» (Ἐπιστολὴ 125η ΕΠΕ 38,236-238).

«Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεᾶ μας». Ἔλεγε ἡ ἁγία Σοφία τῆς Κλεισούρας.

Σάββατο 17.3.2018

ἁγίου Ἀλεξίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ

ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2