Παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸν παρακάτω λόγο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε στὴν συγκλονιστικὴ ἀρχιερατικὴ προσευχή του. «Ὅσους μοῦ ἔδωσες, θέλω, ὅπου εἶμαι ἐγώ, νὰ εἶναι καὶ αὐτοί, γιὰ νὰ βλέπουν τὴν δόξα μου, τὴν ὁποία μοῦ ἔδωσες» (17,24).
Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τὸν παρόντα λόγο καὶ ἀναφέρεται πάλι στὶς δύο αἰώνιες καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου.
«Γιαὐτὸ ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, ὄχι μόνο νὰ ἰδοῦμε τὴν ἐδῶ δόξα του, ἀλλὰ καὶ τὴν μέλλουσα. Ἂν δὲ ἡ ἐπὶ γῆς δόξα του ἦταν λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη, τὶ θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κάποιος γιὰ τὴν ἄλλη; Αὐτὴ δὲν θὰ φανῆ πλέον σὲ φθαρτὴ γῆ, οὔτε κι ἐμεῖς ἐνῶ θὰ βρισκώμαστε σὲ θνητὰ σώματα, ἀλλὰ σὲ ἄφθαρτη καὶ ἀγέραστη κτίσι. Ἐκεῖ θὰ ἔχη καὶ ἄφθαστη λαμπρότητα, τόσην δὲ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν παραστήση οὔτε ὁ λόγος.
Ὦ μακάριοι καὶ τρισμακάριοι καὶ τοῦτο πολλὲς φορές, ὅσοι θὰ ἀξιωθῆτε νὰ ἰδῆτε αὐτὴν τὴν λαμπρότητα! Ὁ προφήτης γι’ αὐτὴν εἶπε, «ἂς ἐκδιωχθῆ ὁ ἀσεβής, γιὰ νὰ μὴν ἰδῆ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου» (Ἡσαΐας 26,10). Ἀπὸ μᾶς ὅμως μακάρι ποτὲ νὰ μὴν ἐκδιωχθῆ κανένας. Οὔτε καὶ κανείς μας ποτὲ μὴν ἀπολέση τὸ θέαμα αὐτῆς τῆς δόξας. Διότι ἂν ἐπρόκειτο νὰ μὴν τὴν ἀπολαύσουμε, τότε εἶναι εὐκαιρία νὰ εἰπωθῆ καὶ γιὰ μᾶς, «θὰ ἦταν καλλίτερο γιὰ μᾶς, νὰ μὴν εἴχαμε γεννηθῆ» (Ματθαίου 26,24). Τότε γιατὶ ζοῦμε; Γιατὶ ἀναπνέουμε; Γιατὶ νὰ ὑπάρχουμε, ἂν ἀποτύχουμε νὰ ἀπολαύσουμε ἐκείνην τὴν θέα; Ἂν δηλαδὴ δὲν μᾶς ἐπιτρέψη κάποιος νὰ ἰδοῦμε τότε τὸν δικό μας Κύριο. Διότι ἂν ὅσοι δὲν βλέπουν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ὑπομένουν στὴ ζωή τους κάτι πικρότερο ἀπὸ τὸν ὅποιο θάνατο, τὶ εἶναι φυσικὸ νὰ παθαίνουν ὅσοι θὰ στερηθοῦν ἐκεῖνο τὸ Φῶς;
Ὅποιος δὲν βλέπει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου στὴν παροῦσα ζωή, μόνο μέχρις ἐκεῖ εἶναι ἡ ζημία του. Στὴν ἄλλη ζωὴ ὅμως ἡ ζημία δὲν εἶναι μέχρι τὴν στέρησι τοῦ Φωτός, ἂν καί, καὶ μόνο αὐτὸ νὰ ἦταν, θὰ ἦταν πολὺ φοβερό, ἀλλὰ εἶναι τόσο χειρότερο, ὅσο ὁ Ἥλιος Χριστὸς εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερος ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο. Μετὰ θάνατον ὅμως μᾶς περιμένη καὶ ἄλλη τιμωρία. Αὐτὸς ποὺ δὲν βλέπει τὴν λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο ὁδηγεῖται στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ καίεται αἰωνίως, θὰ λυώνη, θὰ χτυπᾶ τὰ δόντια του καὶ θὰ ὑποφέρη πάμπολλα τέτοια βαριά.
Ἂς μὴν ἀμελήσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ πέσουμε στὴν αἰώνια κόλασι μὲ μιὰ ἐλάχιστη ἀδιαφορία καὶ ἄνεσι. Ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ νηφάλιοι. Ἂς πράξουμε τὰ πάντα καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νὰ πετύχουμε ἐκείνη τὴν ἀπόλαυσι. Ἂς εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸ ποτάμι τῆς φωτιᾶς ποὺ θὰ τρέχη μὲ πολὺ θόρυβο μπροστὰ ἀπὸ τὸ φρικτὸ βῆμα. Διότι ὅποιος πέσει μιὰ φορὰ μέσα στὴν κόλασι, θὰ μείνη γιὰ πάντα ἐκεῖ. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ σὲ γλυτώση ἀπὸ τὴν κόλασι, οὔτε πατέρας, οὔτε μάννα, οὔτε ἀδελφός… Λέει ὁ προφήτης, «ἂν σταθῆ ὁ Νῶε, ὁ Ἰὼβ κι ὁ Δανιήλ, δὲν μποροῦν νὰ γλυτώσουν τὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τους» (Ἰεζεκιὴλ 14,14 καὶ 16). Ἐκεῖ μόνο μία προστασία ὑπάρχει. Αὐτὴ ἀπὸ τὰ ἔργα μας. Ὅποιος στερεῖται αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ μὲ ἄλλον τρόπο».
Εἰς κατὰ Ἰωάννη ὁμιλ 12η ΕΠΕ 12,658-662
26.2.2018 ἀρ.νι.μα.