Το χωράφι πούχαμε στην θέση “ΑΛΩΝΙΑ” του χωριού σίγουρα δεν ξεπερνούσε το ενάμιση στρέμμα. Ήταν κανονικότατο πετροχώραφο, να πούμε. Οι πέτρες ήταν τόσο πολλές, που σχεδόν κάλυπταν το λιγοστό φτωχό χώμα του χωραφιού. Τέτοιο χωράφι ήταν για να σπείρει κανείς μόνο βρίζα (σίκαλη) και πολύ του άξιζε.
Έτσι έκανε πολύ καλά ο πατέρας μου ο Γιάννης και το έσπερε, απ’ το προηγούμενο φθινόπωρο, βρίζα. Βρίζα, για το ψωμί της οικογένειας. Βρίζα για βρίζινο ψωμί. Μαύρο στην όψη και ξινό, πολλές φορές, στην γεύση.Η νοστιμιά του ανύπαρκτη μα η θρεπτικότητά του πολύ χρήσιμη.
Ένα πρωί του Αλωνάρη (Ιούλη) οι γονείς μόλις που ξημέρωσε με ξύπνησαν. Με το ζόρι φυσικά, γιατί κοιμόμουν του καλού καιρού. Είχαν ετοιμάσει το μουλάρι και το γαϊδούρι, τα δυο ζώα που είχαμε και ξεκινήσαμε για τ’ “ΑΛΩΝΙΑ” Να θερίσουμε αυτό το χωράφι, που είπαμε παραπάνω. Τα δρεπάνια και τα λιλέκια και όλα τα πράγματα για αλώνισμα ήταν φορτωμένα στο μουλάρι. Τα τρόφιμα, ψωμί, τυρί, ντομάτες και μια φτσέλα (ξύλινο δοχείο νερού) στο γαϊδούρι. Σε κάνα μισάωρο έπιασε η ζέστη. Πολύ ζέστη όμως, όπως καλή ώρα αυτές τις μέρες. Σαν φτάσαμε οι γονείς μπήκαν στον όργο (χωράφι) κι άρχισαν να θερίζουν. Ο ήλιος έκαιγε πολύ κι εκείνοι θερίζανε. Η μάνα μου μ’ ένα φακιόλι μαύρο στο κεφάλι κι ένα χειρομάντηλο άσπρο ο πατέρας μου. Το μεσημέρι έκατσαν στη σκιά να ξαποστάσουν και να φάμε. Το πρώτο πιάτο ήταν δροσερή σκορδαλιά, που ξεκουράζει και το κυρίως πιάτο ψωμί, τυρί και δυο ντομάτες. Και επιδόρπιο μισοώριμα γκόρτσα απ’ την γκορτσιά.
Κοντά στο δειλινό η μάνα είχε αλείψει τ’αλώνι με γελαδοβουνιά (κόπρανα αγελάδας) για νά’χουμε καθαρή σοδειά και ο πατέρας μου είχε δέσει σχεδόν όλα τα δεμάτια. Όταν ο ήλιος άρχισε να “κατεβαίνει” κατά Γρεβενά μεριά είχαμε τελειώσει το στούμπιζμα της βρίζας και καρτερούσαμε να φυσίξει λίγο για να λιχνίσουμε. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα μαζέβαμε τη βρίζα στα μάλλινα σακιά. “Μεγάλη σοδειά”! Άντε και νά’ταν βαριά βαριά καμμιά ενενηνταριά κιλά. Αρχίζουμε να φορτώνουμε. Την βρίζα στο μουλάρι και στο γαιδούρι τις σφάλτσες (δεμάτια άχυρο). Τα ζώα τα τρώνε οι αλογόμυγες κι εκείνα κλωτσάνε. Προσπαθούμε να φορτώσουμε και τα κουνούπια μας τσιμπούν. Με τα πολλά καταϊδρωμένοι φορτώνουμε και ξεκινούμε για το χωριό. Φτάνουμε αργά το βράδυ. Τα πρόσωπά μας είναι αγνώριστα. Τουμπανιασμένα από τα κουνούπια. Ξεφορτώνουμε και αδειάσουμε την βρίζα στ’ αμπάρι, που τόχαμε στο μανζτάτο μας (καθιστικό).
Έτσι περίπου έβγαινε τότε (το 1960) το ψωμί, έστω και μαύρο, της κάθε οικογένειας.