Είχε το πιο συνηθισμένο χρώμα ως γαϊδούρι. Γκρί. Γι αυτό το λόγο του είχαμε δώσει το όνομα Κανούτς ή αν το πούμε πιο εξευγενισμένα Κανούτης.Φυσικά ούτε στο χρώμα αλλά ούτε και στο όνομα είχαμε πρωτοτυπήσει.
Κι αυτό γιατί τα περισσότερα γαϊδούρια, αν όχι όλα, στο χωριό και γκρί χρώμα είχαν και Κανούτη τα έλεγαν.
Μα ο δικός μας Κανούτης ήταν το κάτι άλλο. Τον γνώρισα σαμαρωμένο και με αρκετή προϋπηρεσία και ΄΄ένσημα στις μεταφορές΄΄. Ήταν το μοναδικό μεταφορικό μέσο που είχαμε τότε .Δεν χρειάζονταν βενζίνη.Μοναχά χορτάρι,άχυρο και ΄΄στις γιορτές του΄΄ λίγο κριθάρι,αν βρίσκονταν κι αυτό. Αργότερα ένα δυνατό μουλάρι ,ο Καράς, ήρθε στην δούλεψή μας για να βοηθήσει και να ξεκουράσει τον Κανούτη, που είχε αποκάμει με τις πολλές δουλειές.
Τα γεμάτα γκιούμια με νερό απ’ το Λιβάδι ,η μάνα μου με τον Κανούτη τα κουβάλαγε πάντα. Και μ’ αυτόν καβάλα πήγαινε στο αμπέλι στην Αγιανάληψη. Τα ξύλα για το τζάκι του σπιτιού ο Κανούτης τα έφερνε.Τα γκιούμια με το γάλα για τον έμπορο καθήκον του Κανούτη ήταν.Αλλά και τα τσάκνα( ξερά κλαδιά) για τον φούρνο και το χορτάρι απ΄τον κάμπο ο Κανούτης τα κουβαλούσε.
Ήταν σκληρός ,εργατικός, ριψοκίνδυνος και πολύ ανθεκτικός στις κακουχίες΄΄ των μεταφορών΄΄.Ένα χειμώνα με χιόνια φορτωμένος με άχυρο είχε προορισμό τον Κόκκινο Νόχτο. Πάτησε στην άκρη του μονοπατιού. Το χώμα υποχώρησε κι ο Κανούτης κατρακύλησε φορτωμένος στο λάκκο. Ο πατέρας μου κατέβηκε στο ρέμα. Τούδωσε το πρόσταγμα να σηκωθεί και λίγο ανασήκωσε το φορτίο του ζώου για βοήθεια. Ο Κανούτης σηκώθηκε, μπήκε ξανά στο μονοπάτι και συνέχισε την αποστολή του. Τα πρόβατα περίμεναν το πολύ σε 2 ώρες να φάνε.
Ήταν ο πρώτος φωνακλάς στο χωριό. Όταν γκάριζε ,όπου και να ήταν καταλαβαίναμε ότι αυτός είναι ο δικός μας Κανούτης. Ήταν και πολύ εφευρετικός. Είτε τον πεδικλώναμε (δέσιμο των μπροστινών ποδιών) είτε τον μακρυσκοινίζαμε (δέσιμο με μακρύ σχοινί) ο Κανούτης πάντα είχε τον τρόπο να ελευθερωθεί.
Ήταν ντερμπεντέρης και πολύ ΄΄γυναικάς΄΄.Σ’ ένα χωριό, που γαϊδούρα δεν υπήρχε. Εκείνος όμως όλους τους όμοιούς του για γαϊδούρες τους έβλεπε και έτρεχε ξωπίσω τους. Κι κείνοι με το δίκιο τους τον κλωτσούσαν.
Εκτός απ’ τα μεγάλα βάρη που σήκωνε , ο Κανούτης παρότι γάιδαρος είχε ΄΄μνήμη΄΄ καμήλας. Εκτός από το δρόμο για τα μαντριά (στάνη) ,που την ήξερα απέξω κι ανακατωτά κάθε χρόνο μάθαινε με την πρώτη το μονοπάτι για την καινούργια στρούγκα. Η μάνα μας μας έβαζε μικρά παιδιά καβάλα στο σαμάρι κι εκείνος μόνος του μας πήγαινε στην στρούγκα χωρίς να λαθέψει.Είχε το δικό του αλάνθαστο GPS.
Όταν ΄΄φορούσε΄΄ το σαμάρι εμείς σαν αγόρια τον καβαλούσαμε καθισμένοι πάντα ΄΄καβάλα΄΄(ένα πόδι σε κάθε μεριά), ενώ οι μάνα μας και η αδελφή μας ως γυναίκες, τον καβαλούσαν ΄΄στην μεριά΄΄(και τα δυο πόδια σε μια μεριά).
Ήταν κάποιες φορές που τον αμολούσαμε για λίγες μέρες στα τσαΐρια για βοσκή. Ήταν οι ΄΄γαϊδουρινές΄΄ διακοπές του. Για να τον ξαναπιάσουμε και να τον βάλουμε στα καθήκοντα πάλι μας έβγαζε πάντα την ψυχή.Η ανεξαρτησία του ήταν το παν για εκείνον.
Ο Κανούτης, που κατ’ όνομα ήταν όντως γομάρι, στην ουσία ήταν ΄΄κύριος΄΄,φιλότιμος και πάντα μ’ ένα βαρύ ΄΄φουρτιό ΄΄(φορτίο) στην πλάτη του κυκλοφορούσε.