Η μάνα του χωριού ήταν αυτή που:
- Έκανε τα πολλά παιδιά.
- Την ξεγεννούσε πάντα η πρακτική μαμή του χωριού.
- Φάσκιωνε το παιδί της για να κάνει ίσιο κορμί.
- Όλη νύχτα κουνούσε το μπισίκι(κούνια) για να αποκοιμηθεί το καμάρι της.
- Έπλεκε το μάλλινο κατασάρι (φανελάκι).
- Μας ετοίμαζε την φέτα με το μαύρο βρίζινο ψωμί με λάδι και ζάχαρη.
- Έλουζε τα παιδιά της στην κουπάνα (σκάφη).
-Έβαζε πιπέρι στο κεφάλι μας, για να σταματήσει το αίμα.
- Μας έραβε φακά(στρόγγυλα μπαλώματα) στον κώλο όταν τρυπούσε το μάλλινο παντελόνι μας.
-Μας έβαζε να την πατάμε στην πλάτη κάθε βράδυ για να ξεκουρασθεί.
- Με την κοιλιά της ως πέρα θέριζε ολημερίς στον όργο(χωράφι).
-Κάθε μέρα΄΄έψαχνε΄΄ τις κότες μία μία για αυγά,για να μας αγοράσει μολύβια και τετράδια.
-Μας ξυπνούσε, όταν το παρακάναμε, με την φράση: Άϊντε ξύπνα καμμιά φορά ,ο ήλιος τρεις «αξιάλις(βουκέντρες) ανέβκει»
- Όταν πια μεγαλώναμε, τσιτσιά (χοντρομπαλού) την ανεβάζαμε ,τσιτσιά την κατεβάζαμε.
Σημ.: Ο φίλος Κώστας Φαρμάκης παρέθεσε στο κείμενό του φωτογραφία από το αρχείο μας και βέβαια η μάνα με τα παιδιά της είναι από το Μικρόβαλτο (Παλιαν. Καλλ.)