Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους πρώτη του επιστολή έγραψε μεταξύ άλλων: «Οι Ιουδαίοι σημείο ζητούν, και οι Έλληνες σοφία ζητούν· εμείς, όμως, κηρύττουμε Χριστό σταυρωμένο, για μεν τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για δε τους Έλληνες μωρία·
στους ίδιους, όμως, τους προσκαλεσμένους, και τους Ιουδαίους και τους Έλληνες, τον Χριστό, Θεού δύναμη και Θεού σοφία». Άξιο παρατήρησης είναι ότι γράφει για Χριστό σταυρωμένο και όχι αναστημένο. Ίσως η σταύρωση του Χριστού (Θεού) να προβληματίζει διαχρονικά τους ανθρώπους περισσότερο από την ανάστασή Του.
Οι Ιουδαίοι Εβραίοι ήταν ο μόνος λαός του πλανήτη, που λάτρευε ένα Θεό, δημιουργό ουρανού και γης. Όχι βέβαια σταθερά και με σεβασμό προς τον νόμο Του, τον οποίο πίστευαν ότι είχε παραδώσει ο ίδιος ο Θεός στον προφήτη Μωυσή. Κατά περιόδους παρέβησαν την πρώτη και πλέον σημαντική εντολή: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι πλην εμού». Επιπόλαια εξετάζοντας κάποιοι τα ιστορικά συμβάντα, κατά τη νεωτερικότητα, στα πλαίσια της υλιστικής φιλοσοφίας, παρέρχονται το μοναδικό στην προ Χριστού ιστορία φαινόμενο μονοθεϊσμού χαρακτηρίζοντας την Παλαιά Διαθήκη εβραϊκή μυθολογία! Αν συγκρίνουμε τη διδασκαλία αυτής με την όντως μυθολογία των αρχαίων προγόνων μας, θα διαπιστώσουμε την τρομακτική διαφορά μεταξύ τους. Η ελληνική μυθολογία, ιδίως στο περί θεών κεφάλαιο είναι παιδαριώδης. Ήταν όντως κατά πολύ ανώτερος ο εβραϊκός λαός από τον ελληνικό, ώστε να αρθεί μόνος του στο ύψος να μας προσφέρει το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης; Ασφαλώς όχι. Το κείμενο δεν πρόσφερε ο λαός αυτός στους λοιπούς, το πρόσφερε ο Θεός, δια των προφητών Του, στον εβραϊκό λαό. Παραβλέποντας τα όσα σημαντικά είναι γραμμένα στο βιβλίο αυτό, οι αρνητές και επικριτές εστιάζουν την προσοχή τους στις σκηνές βίας, που είναι εκεί καταγεγραμμένες. Κάνουν πως αγνοούν ποια ήταν η κατάσταση στις κοινωνίες των λαών που γειτνίαζαν με τον εβραϊκό. Παραβλέπουν τη διαρκή ροπή προς την ειδωλολατρεία και του εβραϊκού λαού, που χλευαστικά αποκαλούν εκλεκτό, με την έννοια του προνομιούχου. Αλλά αυτός υπέφερε τα πάνδεινα υπό πλήθος κατακτητών, μάλιστα επί έξι αιώνες, μέχρι την έλευση του Χριστού ήταν συνεχώς υποδουλωμένος σε διάφορους κατακτητές, μεταξύ των οποίων και σε Έλληνες. Και όμως δεν αφανίστηκε, όπως πλήθος άλλων λαών της Μέσης Ανατολής, γιατί ζούσε με την άσβηστη ελπίδα της έλευσης του μεσσία (χριστού). Παρερμηνεύοντας όμως τα κείμενα των προφητών, είχε διαπλάσει αυτόν κατά απόλυτα κοσμικό τρόπο. Τον ανέμενε όχι απλά ως απελευθερωτή, αλλά ως ηγεμόνα κραταιό, ο οποίος θα έθετε υπό την εξουσία Του όλα τα έθνη με τον εκλεκτό του λαό συμπαραστάτη Του. Γι’ αυτό και η όλη βιωτή του όντος Χριστού του Θεού ήταν ανυπόφορη στους άρχοντες του λαού, φιλόδοξους, φιλάργυρους και συμβιβασμένους με τους κατακτητές, παρά το μίσος που έτρεφαν προς αυτούς. Η όλη Του στάση σκανδάλιζε και απογοήτευε. Και ο σκανδαλισμός κορυφώθηκε στον σταυρό. Τον προκάλεσαν να κάνει το θαύμα, για να πιστέψουν. Αγνοούσαν ότι ο Θεός πρωτίστως σέβεται το μεγαλύτερο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία. Πριν από αυτούς είχε προκαλέσει τον Χριστό και ο διάβολος ζητώντας Του να πέσει από τη στέγη του ναού. Άραγε θα μετανοούσε, αν ο Χριστός του έκανε τη χάρη; Πόσοι μάρτυρες θαυμάτων κατά τους τρεις πρώτους μαρτυρικούς αιώνες της Εκκλησίας παρέμειναν σκληροί και συνέχισαν το έργο του δημίου!
Οι πρόγονοί μας, ζώντες στο βαθύ σκοτάδι της ειδωλολατρείας, ανέδειξαν αρκετές σημαντικές μορφές αναζητητών της αλήθειας, τους φιλοσόφους. Ο στοχασμός τους προκαλεί τον θαυμασμό όλων των διανοητών και όχι μόνο των μετεχόντων στον δυτικό λεγόμενο πολιτισμό. Βέβαια μεγάλο μέρος της ερευνητικής δια του νου προσπάθειας έχει απολεσθεί, ιδιαίτερα των προσωκρατικών φιλοσόφων. Και τα σπαράγματα όμως μας δίνουν εικόνα υψηλής διανόησης. Οι εμπαθείς εχθροί του Χριστού αποδίδουν την απώλεια στον «σκοταδισμό» των μαθητών του Χριστού, γι’ αυτό και με περισσό πάθος, που ίσως να υπερβαίνει εκείνο των ιουδαίων, τον ξανασταυρώνουν. Όμως κάποιοι πρόγονοί μας, κατά την τουρκοκρατία, δεν δίστασαν να αποτυπώσουν τις μορφές τους στους τοίχους ναρθήκων κάποιων ναών, όπου διασώζονται μέχρι σήμερα. Σε αντίθεση όμως προς τους Εβραίους, οι οποίοι είχαν δεχθεί, μέσω του γενάρχη τους Αβραάμ, την αποκάλυψη του Θεού, οι προγονοί μας αντιμετώπισαν στην διανοητική τους προσπάθεια ανυπέρβλητες δυσκολίες. Αν ο μεταπτωτικός άνθρωπος μπορούσε μόνος του να φθάσει στην αποκάλυψη του Θεού, η ενανθρώπισή Του θα ήταν περιττή. Πάντως το απόφθεγμα «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» του Κλεοβούλου του Ροδίου μαρτυρεί το θαυμαστό επίπεδο της ηθικής ανάτασης κάποιου προγόνου μας. Την αρνητική διατύπωση ο Χριστός αναδιατύπωσε με την παρότρυνση «Πάντα ουν ὅσα εὰν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείτε αυτοίς»· Και όμως οι εμπαθείς εχθροί Του τον κατηγορούν για το πλήθος των απαγορεύσεων! Σε κανένα όμως κοσμικό δικαιικό σύστημα δεν έχει ποινικοποιηθεί η αποφυγή πράξης του καλού ούτε στις «χριστιανικές» κοινωνίες! Γιατί οι Έλληνες θεωρούσαν μωρία τη σταύρωση; Επειδή δεν επέτυχαν την υπέρβαση από τη θεώρηση του ηγεμόνα, όπως ακριβώς αι σήμερα εν πολλοίς εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή ως φιλάρχου, αλαζόνα, απλήστου, χωρίς διάθεση θυσίας για τον λαό, που, υποτίθεται ότι, διακονεί! Βέβαια οδηγίες θαυμαστές για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας έχουν καταθέσει (τραγικός Αγάθων και άλλοι)! Το πλέον σημαντικό όμως εμπόδιο για τους φιλοσοφούντες προγόνους μας υπήρξε το κήρυγμα της υπέρβασης του θανάτου, σε αντίθεση με τους Ιουδαίους, για τους οποίους θεμελιώδης ήταν η πίστη σε μετά θάνατο ζωή. Βέβαια και οι πρόγονοί μας είχαν ψηλαφήσει το θέμα αυτό άλλοτε με την άκρα απαισιοδοξία της παρουσίασης του κάτω κόσμου ή του αριστοτελικού τέλους και άλλοτε με την κάπως ψευδώς αισιόδοξη παρουσίαση του κόσμου των μακάρων η την ιδεαλιστική περί ψυχής πλατωνική διδασκαλία. Η βασιλεία του Θεού, την οποία κήρυξε ο Χριστός πόρω απέχει από τις συλλήψεις της ελληνικής διανοητικής προσπάθειας. Ο Χριστός με τη διδασκαλία Του καθιστούσε μάταιη πλέον τη διανοητική προσπάθεια σε δύο τομείς: Τη διερεύνηση του θείου και την ηθική διδασκαλία. Κατά την Αναγέννηση οι διανοητές επανέφεραν στο προσκήνιο την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, απαλλαγμένη από την οχληρή περί ύβρεως (αλαζονείας) δοξασία, και πορεύθηκαν προς την άρνηση του Θεού («διαφωτιστές») και της ηθικής (Νίτσε), για να καταπέσουν οι σύγχρονοι στον άθεο υπαρξισμό, που όμως αδυνατεί να δικαιώσει την ύπαρξη, και στο βάραθρο του μηδενισμού!
Ο Απόστολος Παύλος, που διαλέχθηκε με τους Αθηναίους διανοούμενους, μικρό χρονικό διάστημα παρέμεινε στην πόλη τους και δεν έστειλε σ’ εκείνους επιστολή. Απεναντίας στην Κόρινθο των «διεφθαρμένων» και «ακολάστων» πολιτών παρέμεινε επί έτος και πλέον και είχε στη συνέχεια διαρκή επαφή. Μάλιστα δύο επιστολές του προς Κορινθίους περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Ο Χριστός δεν ενανθρώπισε, για να διαλεχθεί με τους φιλοσοφούντες, αλλά για ζητήσει και σώσει το απολωλός. Οι διανοητές του ελληνικού και εξελληνισμένου κόσμου ζητούσαν σοφία, γι’ αυτό και η σταύρωση του Θεού αποτελούσε για εκείνους μωρία. Ο Απόστολος Παύλος επισήμανε ότι η γνώσις (η κοσμική) φυσιοί (φουσκώνει τα μυαλά) και στην αλαζονεία ο άνθρωπος επιχειρεί να καταλάβει τη θέση του Θεού. Γίνεται ψευτοθεός ερήμην του Θεού, ενώ ο Χριστός μας κάλεσε να γίνουμε όλοι θεοί κατά χάριν Θεού. Σήμερα, που οι φυσικές γνώσεις έχουν τρομακτικά πολλαπλασιασθεί ο πειρασμός της θέωσης ερήμην Θεού έχει γίνει κατά πολύ εντονότερος. Η άρνηση της Ανάστασης του Χριστού είναι απόρροια της ανθρώπινης αλαζονείας. Όμως αυτή θα είναι το πλέον σημαντικό συμβάν στην ανθρώπινη ιστορία, μέχρι το τέλος αυτής. Και θα υπάρξει τέλος σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»