papadimitriou apost 2Ο Χριστός είχε γίνει ενθουσιωδώς δεκτός από πλήθος λαού κατά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα. Τον επευφήμησαν ως βασιλιά, αν και ανεβασμένο σε πουλάρι. Δεν ήταν δυνατόν να ξεγελαστεί από την ταπείνωση Του. Τον γνώριζε από τον ανεπανάληπτο λόγο Του.

Ακόμη και οι εγκάθετοι των εμπαθών αρχόντων του δεν είχαν εκτελέσει την αποστολή τους να τον συλλάβουν, δικαιολογούμενοι ότι «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος». Τον γνώριζε από τα πάμπολλα θαύματά Του, που ανακούφιζαν τον ανθρώπινο πόνο. Μόλις την προηγούμενη, εκεί κοντά στη Βηθανία, είχε κατανικήσει τον αήττητο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο! Κάποιοι πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι ακροατές του λόγου Του είχαν χορτάσει από την προσφορά του επίγειου άρτου. Μάλιστα είχαν τότε σπεύσει να τον ανακηρύξουν βασιλιά, αλλά αυτός διέφυγε, όπως και άλλες φορές είχε διαφύγει από τους εχθρούς του, καθώς δεν είχε έλθει ακόμη η ώρα Του. Και βέβαια την ώρα εκείνη δεν την καθόριζε η ειμαρμένη, η πίστη στην οποία διασώζεται αμυδρά ακόμη και σήμερα στη φράση «τόσο ήταν το λάδι στο καντηλάκι».  Κύριος της ζωής και του θανάτου αποφάσισε ο ίδιος για την ημέρα της δόξας Του.

                Δόξα του Χριστού αποκαλεί η Εκκλησία Του τον έσχατο εξευτελισμό Του, τον επονείδιστο σταυρικό θάνατο και όχι βέβαια τις επευφημίες του λαού! Ο λαός, πριν αλέκτωρ φωνήσει, είχε μεταστραφεί, εκμαυλισμένος από τους εμπαθείς εχθρούς του Χριστού, και ωρυόταν «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν»! Πώς συνέβη αυτό; Οι πολυπράγμονες ιστορικοί, κοινωνικοί αναλυτές, ψυχολόγοι, διανοούμενοι, πολιτικοί, κατέχοντές οι τελευταίοι σε ύψιστο βαθμό την τέχνη του δημαγωγού, απαξιώνουν να ασχοληθούν με τη μεταστροφή του λαού. Ο Χριστός γνώριζε ότι ο λαός ήταν καλοκάγαθος και ταπεινός, μέσα στην ανέχεια και στις θλίψεις, συνάμα όμως και ευμετάβλητος προς το κακό, δύσπιστος και συνάμα εύπιστος, ατίθασος και δουλοπρεπής συνάμα, με διάθεση θυσίας, αλλά και άκρα ιδιοτέλεια. Όταν τον είχε θρέψει με λίγα ψάρια και ψωμιά, όρμησε να τον ανακηρύξει βασιλιά. Ο λαός φαίνεται, διαχρονικά να υποτάσσεται σε εκείνον που θα του εξασφαλίσει «άρτον» και «θεάματα». Ο λαός αδυνατεί να διακρίνει εκείνον που είναι πρόθυμος να θυσιαστεί γι᾿ αυτόν από τον άλλο που δεν θα διστάσει να τον θυσιάσει για το προσωπικό του συμφέρον!

                Ο Ντοστογιέφσκι στο έργο του «Αδελφοί Καραμαζώφ» παρουσιάζει κατά τρόπο θαυμαστό τη σκηνή, κατά την οποία ο Χριστός παρίσταται ενώπιον του μεγάλου ιεροεξεταστή, κατά την εκ νέου εμφάνισή Του στη γη. Του απαγγέλλεται η κατηγορία ότι απέτυχε στο έργο Του, επειδή σεβάστηκε την ελευθερία του ανθρώπου και απέφυγε να κατακτήσει τον λαό μέσω της προσφοράς υλικών αγαθών. Ο ιεροεξεταστής αυτοθαυμάζεται, επειδή επέτυχε, μέσω της κοσμικής δύναμης και της απειλής, να εξαναγκάσει τους πάντες να αποδέχονται τις απόψεις του. Καταλήγει μάλιστα με τη διαπίστωση ότι το φορτίο της ελευθερίας είναι δυσβάστακτο και κάθε άνθρωπος σπεύδει να το εναποθέσει σε κάποιον «σωτήρα», ο οποίος εγγυάται να σκέπτεται και να αποφασίζει γι᾿ αυτόν  πριν απ’ αυτόν. Γιατί, λοιπόν, να μην είναι αυτός ο πραγματικός Σωτήρας, αλλά τόσοι και τόσοι άλλοι διαχρονικά; Βέβαια αναγκάζεται ο ιεροεξεταστής να παραδεχθεί ότι υπάρχει και κάτι άλλο, που ανατρέπει την γενικά παραδεγμένη άποψη. Κάποιοι επιτυγχάνουν την υπέρβαση του ζην και φθάνουν στην αναζήτηση του νοήματος του ζην. Αυτοί αναφωνούν μαζί με τον Χριστό «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Αλλά από τι έχει ακόμη ανάγκη αυτός; Από μια ιδέα, από ένα όραμα, που δίνει νόημα στην ύπαρξη, έγραψαν κατά καιρούς διάφοροι.  Ο Χριστός όμως συμπλήρωσε τον λόγο Του με τα ακόλουθα:  «αλλ’ επὶ παντὶ ρήματι εκπορευομένῳ δια στόματος Θεού». Ο Χριστός, ο ενανθρωπίσας Θεός,  ήλθε να αποκαλύψει το θέλημά Του στους ανθρώπους, ώστε να μη ταλανίζονται, όπως οι φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου (και δυστυχώς και του νεότερου) με τη σύνταξη ωραίων ορισμών για τα πανανθρώπινα ιδανικά και τον σκοπό της ύπαρξης τους. Ο Χριστός απλουστεύει εντωπωσιακότατα τα πράγματα καθώς στα ερωτήματα τί είναι ζωή, αλήθεια, ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία, συνύπαρξη, συναδέλφωση, ειρήνη, οι πιστοί μαθητές Του απαντούν: Ο Χριστός.  

Κατά τη νεωτερικότητα οι φιλόσοφοι και διανοητές εν γένει καταφρονήσαντες την Αποκάλυψη επανήλθαν στην αναζήτηση όχι βέβαια του λέοντα, αλλά των ιχνών, όπως έπρατταν κατά την αρχαιότητα οι αγνοούντες. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά να προσθέσουν κάτι. Ο Χριστός τα είπε όλα, τα αποκάλυψε όλα. Στην έπαρση και στην αλαζονεία τους δεν αντιλήφθηκαν ότι ως «πνευματικοί» ηγέτες (η έννοια πνευματικός υφίσταται τρομακτική κακοποίηση στις ημέρες μας) οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν τους λαούς στην καταστροφή. Ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε προφητικός, όταν έγραψε ότι δεν αρκεί στον άνθρωπο να ζει, αλλά θέλει να γνωρίζει και γιατί ζει. Σήμερα οι λαοί των δυτικών κοινωνιών, αν και έχουν σωρεύσει σχεδόν όλο τον πλούτο του πλανήτη, οδηγούνται στην αυτοκαταστροφή βυθισμένοι στο υπαρξιακό κενό!

Ο Χριστός, όταν έκρινε πως είχε έλθει η ώρα, πορεύτηκε με άκρα συνέπεια προς το μαρτύριο. Αφού έδωσε ανεπανάληπτο μάθημα άσκησης εξουσίας, πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του, πορεύτηκε προς το πάθος. Εγκαταλείφθηκε ακόμη και από τους μαθητές Του, που κομπορρημονούσαν ότι είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν, όπως εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια από πλήθος μεταγενεστέρων μαθητών (βαπτισμένων) που έδωσαν πληθώρα αφορμών, ώστε να στραφούν κατά του Χριστού οι εχθροί Του. Αντιμετώπισε ατάραχος τους εχθρούς Του, οι οποίοι είχαν αποφασίσει τη θανάτωσή Του πριν από την παρωδία δίκης. Ο αδιάφορος Πιλάτος έδειξε μεγάλη διστακτικότητα στο να λάβει την απόφαση και υπέκυψε τελικά στον εκβιασμό ότι θα τον καταγγείλουν ως εχθρό του Καίσαρα. Έχασε όμως, με την επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων, τη μοναδική ευκαιρία να διαλεχθεί με τον Ιησού στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε: «Τί εστίν αλήθεια»; Θα του επισήμαινε ο Χριστός το σφάλμα του. Το ερώτημα τίθεται ορθά με τον τύπο: «Ποίος εστίν αλήθεια;». Και η απάντηση: Ο Χριστός. Το διακήρυξε ο ίδιος ο Σωτήρας μας: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή»! Πορεύθηκε προς το μαρτύριο υπερβαίνοντας κατά πολύ τον θαυμάσιο Σωκράτη, ο οποίος αποδέχθηκε την άκρως άδικη καταδίκη του, αν και μπορούσε να την αποφύγει, αλλά με μη νόμιμο τρόπο (δωροδοκία). Στον σταυρό οι εμπαθείς αρχιερείς τον προκάλεσαν για τελευταία φορά να δείξει τη θεότητά Του. Να κατεβεί από τον σταυρό (θέαμα), για να πιστέψουν. Θέαμα, η διαχρονική πρόκληση των γητευτών, οι οποίοι βέβαια το προσφέρουν αντί του θαύματος, που αδυνατούν να πραγματώσουν, γι’ αυτό και το αρνούνται. Μάλιστα καταλήγουν στην άρνηση του πραγματώνοντος το θαύμα Θεού και προσφέρουν φθηνό θέαμα εκμαυλίζοντες τον λαό, για να τον ελέγχουν καλύτερα. Αν μάλιστα περισσεύει και άρτος προβαίνουν και σε διανομή του, για να αισθάνεται αυτός μεγαλύτερη την υποχρέωση. Ο Απόστολος Παύλος προφήτευσε: «Γόητες (γητευτές) προκόψουσιν επί τα χείρω πλανώντες και πλανώμενοι. Οι πιστοί δεν προσέξαμε το δεύτερο (πλανώμενοι), όταν με πάθος στρεφόμαστε κατά των πολεμίων του Χριστού. Για εκείνους, που τον ξανασταυρώνουν ισχύει ο λόγος του Χριστού επί του σταυρού: «Πάτερ, άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Δεν αντιλαμβάνονται ότι, με το να πολεμούν από δύο χιλιάδων ετών νεκρό, εμμέσως πλην σαφώς αποδέχονται ότι Αυτός είναι ζωντανός.

Το χειρότερο όλων είναι ότι εμείς, οι μαθητές Του, αρνούμαστε να άρουμε τον σταυρό μας και αναζητούμε παρακάμψεις του Γολγοθά, που οδηγούν ανωδύνως στην προσωπική μας ανάσταση. Ευτυχώς που ακόμη και στην εποχή μας ο Χριστός δεν μας άφησε χωρίς αγίους. Ένας από αυτούς, ο Σεραφείμ του Σάρωφ (19ος αιών), υποδεχόταν τους επισκέπτες στο ερημητήριό του με τον χαιρετισμό «Χριστός ανέστη χαρά μου»! Κορυφαίος θεωρούμενος φιλόσοφος του 20ού αιώνα, Ο Σαρτρ, έγραψε «η κόλαση είναι οι άλλοι», μαρτυρώντας περίτρανα την αφιλία και αντικοινωνικότητα που επικράτησε στις δυτικές κοινωνίες. Ελεύθεροι είμαστε να επιλέξουμε δρόμο.            

                                                                                «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»