Κατά τον μήνα Αύγουστο κυριαρχούσε κατά παλαιότερες εποχές η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ο λαός μας αποκάλεσε Πάσχα του καλοκαιριού. Γιατί όμως ο λαός μας γιόρταζε πανηγυρικά τον τερματισμό του επίγειου βίου, δηλαδή τον θάνατο;
Επειδή, πιστός στη διδασκαλία της Εκκλησίας, πίστευε ότι ο θάνατος έχει οριστικά νικηθεί από τον υιό της Παρθένου, συνεπώς η γιορτή της Κοιμήσεώς της δεν είναι γιορτή θανάτου, αλλά θριάμβου της ζωής, προς την οποία μετέστη η μητέρα της Ζωής. Σήμερα αυτά φαντάζουν παρωχημένα. Η διδασκαλία της Εκκλησίας ελάχιστους συγκινεί, ώστε να αφιερώσουν τις ημέρες πρό του Δεκαπενταυγούστου στην προετοιμασία για τον πανηγυρισμό. Ελάχιστοι οι προσερχόμενοι στις κατανυκτικές παρακλήσεις. Η επιδημία, που ακόμη ταλαιπωρεί τις κοινωνίες, συνετέλεσε στο να μειωθεί αισθητά ο αριθμός ακόμη και των κατά Κυριακή εκκλησιαζομένων. Ψυχράνθηκε ακόμη περισσότερο η διάθεση προσέλευσης στις απογευματινές παρακλήσεις υπό συνθήκες μάλιστα υψηλών θερμοκρασιών, οι οποίες αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή. Όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα απόδρασης σε παραθεριστικούς «παραδείσους» προτιμούν να παραμείνουν στις οικίες τους.
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας των πολυπόθητων διακοπών, που βοηθούν τον άνθρωπο, ιδίως των αστικών κέντρων, να δραπετεύσει από την καθημερινότητα, που τον πνίγει, και να απολαύσει λίγες ημέρες ξεγνοιασιάς, να ανακτήσει δυνάμεις για να αντέξει στη σκληρή πραγματικότητα, στην οποία θα επιστρέψει με τη λήξη του «ονείρου»! Οι διακοπές γνώρισμα των δυτικών κοινωνιών, από καιρό, και της ελληνικής από μισό αιώνα, έχουν αναχθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε πρωταρχικό μέλημα, καθώς το εισρέον συνάλλαγμα ανακουφίζει κάπως τα σε δεινή κατάσταση ευρισκόμενα δημοσιονομικά της χώρας. Γι’ αυτό και ο τουρισμός έχει αποκληθεί «βαρειά βιομηχανία μας»! Το αν μειώνεται η διάρκεια αυτών για τους γηγενείς, δεν απασχολεί τους κρατούντες.
Η Εκκλησία προβάλλει ως πρότυπο την Παναγία μητέρα του Χριστού, πρότυπο προς μίμηση για κάθε γυναίκα. Εξετάζοντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, όπως εμφανίζονται στην απεικόνισή της, διακρίνομε τη σεμνότητα της ενδυμασίας της. Αυτή πόρω απέχει από την ενδυμασία των συγχρόνων γυναικών στις δυτικές κοινωνίες. Μάλιστα ο δαίμων, αφού επέτυχε τη καθιέρωση των μεικτών λουτρών (μπάνιων στην ελληνική των συγχρόνων Ελλήνων, που αγνοούν ότι είναι αντιδάνειο η λέξη από το βαλανείον των προγόνων μας), επέτυχε τον «θρίαμβο» της «απελευθέρωσης» της γυναίκας με την προβολή αυτής ως σκεύους ηδονής. Σχεδόν γυμνή, ακόμη και ολότελα γυμνή, συνοδεύει τις διαφημίσεις παντοίων «αγαθών’ (με την εμπορική έννοια του όρου). Πλέον στις ακτές επιχειρεί να πείσει τη γυναίκα να αποβάλει ακόμη και το φύλλο συκής, που την περιβάλλει! Και αποφεύγουν τη γύμνωση γυναίκες άλλης θρησκείας υπό καθεστώς όμως πλήρους ανελευθερίας, ως δούλες του άνδρα.
Το πλέον τραγικό είναι ότι η «απελευθέρωση» της γυναίκας επιχειρείται να σχετιστεί με την αποτίναξη απαγορεύσεων (ταμπού στα ελληνικά), οι οποίες της είχαν επιβληθεί με την επικράτηση της χριστιανικής πίστης.
Δεν της δίδαξαν, επειδή δεν συμφέρει στους διαχρονικά εκμαυλιστές και προαγωγούς στη διαφθορά, ποια η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία στην προ Χριστού εποχή. Η γυναίκα, ως κατώτερο και μη κοινωνικό ον ήταν εγκλεισμένη στον γυναικωνίτη και της απαγορευόταν η ανάμειξη στα κοινά. Ο άνδρας όμως την είχε καταστήσει κοινή προβάλλοντας τη λατρεία της πάνδημης Αφροδίτης, προς τιμήν της οποίας λειτουργούσαν σχετιζόμενοι με ναούς της θεάς οίκοι ανοχής με πλήθος ιεροδούλων! Και τί άλλαξε για τη γυναίκα με την επικράτηση της νέας πίστης; Ο άνδρας δεν τη διαφέντευε μέχρι πρόσφατα; Άλλαξαν πολλά, πάρα πολλά ως θεσμοί, άσχετα, αν οι άνθρωποι παραμένουν παλιάνθρωποι και δεν τους τηρούν. Κατ’ αρχήν κηρύχθηκε η μονογαμία. Αν αυτή την αρχή καταπάτησε διαχρονικά ο άνανδρος άνδρας, που περιφρόνησε την εντολή «ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», την ευθύνη φέρει αυτός, όχι η Εκκλησία. Η γυναίκα εξήλθε από την γυναικωνίτη και κατέστη ισότιμη κοινωνικά με τον άνδρα. Δεν αναφέρομαι στην όψιμη απόκτηση εκλογικού δικαιώματος στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες, αλλά στην παρουσία τους ως ιατρών στα νοσοκομεία της Ρωμανίας (Βυζαντίου). Και όμως κάποιες σύγχρονες γυναίκες με τη μωροφιλοδοξία να ανατρέψουν τη θεσμική επιβολή του άνδρα επί της γυναίκας και τις θεσμικές σε βάρος της διακρίσεις, που όντως υπήρχαν, αγωνίστηκαν και επέτυχαν, με τη βοήθεια του άνδρα (αυτό δεν τονίζεται) την ψευδαίσθηση απελευθέρωσης. Εξήλθαν στον δημόσιο βίο υποβαθμίζοντας τον ρόλο της μητέρας ως παιδαγωγού ψυχών, χωρίς να επιτύχουν τη θεσμική εγγύηση βοήθειας στα του οίκου από τον αποκαλούμενο Ανατολίτη άνδρα. Έγινε και αυτή πολυγαμική, ανταποδίδοντας τη συζυγική απιστία με το όμοιό της, συνέβαλε στο να εκτιναχθεί ο αριθμός των διαζυγίων στα ύψη. Τώρα βαυκαλίζεται με την ψευδαίσθηση της απελευθέρωσης, ικανοποιώντας στο έπακρο τον άνδρα, που κατέστη άνανδρος, έχοντας το πλεονέκτημα των μη συνεπειών από εφήμερη σχέση. Βέβαια η γυναίκα κατάντησε να καυχάται για τον αριθμό των εκτρώσεων, ωσάν αυτές να μην έχουν ουδεμία συνέπεια σε βάρος τους σωματική και ψυχολογική.
Η Παναγία φαντάζει στη σύγχρονη γυναίκα ον εξωπραγματικό, καθώς πέρα από την περιβολή της έχει και άλλα γνωρίσματα, που ενοχλούν. Παραμένει υπόδειγμα ταπείνωσης, αν και η κατ’ εξοχήν εκλεκτή του Θεού. Και αυτό φαντάζει ως είδος ακραίας υποταγής. Παραμένει υπόδειγμα αποφυγής προβολής και δημοσιότητας, αν και Αυτήν επέλεξε ο Θεός για να γίνει άνθρωπος. Τι σχέση έχουν τα γνωρίσματα αυτά με τις σύγχρονες «αξίες» των δυτικών κοινωνιών, που θέλουν τη γυναίκα ανταγωνιστική προς τον άνδρα, αντί συναγωνιστική, να στοχεύει στην κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση, έστω και με θυσία του να καταστεί μητέρα, αυτοεπιβαλλόμενη στην ιδεολοψία ότι το μητρικό φίλτρο δεν είναι έμφυτο, αλλά επικράτησε στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες;
Άραγε θα επιτύχει η Δύση να εγκολπωθούν τις «αξίες» της και οι πιστοί του ισλάμ; Οι υπεραισιόδοξοι απαντούν καταφατικά ζώντας με την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας του «πολιτισμού» της. Μπορούν όμως να παράσχουν βοήθεια σε κάποια γυναίκα, που θα επιχειρήσει να αποτινάξει τον ζυγό του ισλάμ, οι σε βαθειά παρακμή ευρισκόμενες δυτικές κοινωνίες; Και όμως η Δύση φαίνεται άκρως ανεκτική έναντι του ισλάμ, το οποίο εξακολουθεί να προκαλεί, υποτιμώντας την ισχύ του, και εκδηλώνεται με πάθος κατά της ορθόδοξης πίστης, την οποία χαρακτηρίζει σκοταδιστική.
Περί το 1215 ο αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Λάσκαρις συνέθεσε τον μεγάλο παρακλητικό Κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο. Παραθέτουμε απόσπασμα:
Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον Παρθένε και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων, αλλ’ εύροιμί σοι βοηθόν και διώκτην και ρύστην Πανάχραντε.
Γενεές γενεών προσέφευγαν στην Παναγία παρακαλώντας να αλαφρύνει τον πόνο τους. Εμείς επαναπαυόμαστε σήμερα έχοντας βρει υποκατάστατα, τα λεγόμενα καταπραϋντικά της ψυχής, στην ύπαρξη της οποίας δεν πιστεύουμε; Μήπως η ανάγκη μας οδηγήσει στο προσεχές μέλλον στην αναθεώρηση στάσης βίου;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»