papadimitriou apost 2Οι σχέσεις των δύο λαών διαχρονικά υπήρξαν άκρως τεταμένες, καθώς οι Οθωμανοί υπήρξαν επί αιώνες κατακτητές των Ρωμηών – Ελλήνων. Επιφανειακά εξετάζοντας τα πράγματα προβάλλουμε συχνά την αντιπαράθεση ως πάλη μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού.

Η υπεροψία, που φθάνει στην ακρότητα να σχετίζει τα θαυμαστά της ελληνικής φυλής με το ξεχωριστό DNA αυτής, μας αποτρέπει από το να ερευνήσουμε σε βάθος τα ιστορικά συμβάντα από την εποχή της κατάκτησής μας μέχρι σήμερα. Γνωρίζουμε ότι τα τουρκικά φύλα υπήρξαν μογγολικής καταγωγής. Στη συντριπτική πλειοψηφία των συγχρόνων Τούρκων δεν αναγνωρίζεται ίχνος χαρακτηριστικών της φυλής καταγωγής τους. Πώς συνέβη αυτό; Είναι απλή η εξήγηση: Το πλήθος των εξισλαμισμένων κατοίκων των χωρών που κατέκτησαν, Γεωργιανών, Αρμενίων, Ελλήνων, Σλάβων και Αράβων, και οι αρπαγές γυναικών για τα χαρέμια συνετέλεσαν στην τρομακτική αλλοίωση του αρχικού λαού, ο οποίος με τη ρωμαλεότητα του βαρβάρου υπέταξε με εντυπωσιακή ευκολία πολιτισμένους μεν όμως διεφθαρμένους λαούς.

                Η διαφθορά υπήρξε η κύρια αιτία αλλαξοπιστίας, η βία των κατακτητών ακολούθησε. Για κάθε εξισλαμισμένο οι πρόγονοί μας έλεγαν ότι «τούρκεψε». Χρησιμοποιούσαν όρο εθνικού χαρακτηρισμού για θρησκευτική μεταστροφή. Δεν ήταν η άγνοια του όρου εξισλαμίστηκε πρωτίστως, αλλά η ταύτιση των εννοιών εθνικότητα και θρησκευτική πίστη. Τότε δεν υπήρχε ακόμη η πολυτέλεια του να εμφανίζεται κάποιος ως άθεος, όπως εύστοχα σημείωσε ο μεγάλος εκφραστής της χαράς και της λύπης του λαού μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Και ερωτούν σήμερα οι καυχώμενοι για την άρνηση του Θεού: Τί έκανε η Εκκλησία κατά τη μακραίωνη δουλεία; Και απαντούν με περισσή χαιρεκακία: Υποτάχθηκε στον κατακτητή, για να λάβει προνόμια! Δεν θέτουν όμως το ερώτημα: Γιατί δεν εξισλαμίστηκαν όλοι οι πρόγονοί μας, αν το οικονομικό κίνητρο είναι το πρώτιστο στις ανθρώπινες ενέργειες; Αν παρέμειναν, όσοι υπόδουλοι παρέμειναν χριστιανοί και, ως εκ τούτου, και Έλληνες, αυτό οφείλεται στην Εκκλησία. Αν όλοι εξισλαμίζονταν, οι σύγχρονοι πολέμιοι της Εκκλησίας θα τολμούσαν άραγε να εναντιωθούν στο ισλάμ της άκρας ανελευθερίας;

                Η θρησκευτική πίστη είναι αναμφισβήτητα κυρίαρχο γνώρισμα του πολιτισμού κάθε λαού. Και δεν έχω κατά νου πρωτίστως τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό, αλλά τον πνευματικό πολιτισμό, τον πολιτισμό της αρετής και του ήθους. Στο πεδίο αυτό σύγκρισης η Ορθοδοξία, η άκρως περιφρονημένη σήμερα στη χώρα μας, που κάποιοι βαυκαλίζονται, λαϊκίζοντες, να την αποκαλούν ακόμη ορθόδοξη, υπερέχει τρομακτικά του ισλάμ, ακόμη και αν ειδωθεί όχι ως αποκάλυψη του Θεού, αλλά ως ανθρώπινη σύλληψη. Δυστυχώς όμως πολλοί ιστορικοί, διανοούμενοι και άλλοι, έχοντας υποταγεί στο πνεύμα της Δύσης, αποφεύγουν να κάνουν διάκριση Ορθοδοξίας και παραχαραγμένων μορφών χριστιανισμού, που μορφώθηκαν εκεί. Έτσι με ιδιαίτερη εμπάθεια αποδίδουν τις αγριότητες κατά την ελληνική επανάσταση στην πίστη των αγωνιστών, την πίστη, που κατ’ εξοχήν διδάσκει την αγάπη και την ειρήνη. Απαξιώνουν όμως πλήρως τους νεομάρτυρες, που συνέβαλαν τα μέγιστα στην αποτροπή εξισλαμισμού των αποσταμένων από τη βαρειά δουλεία προγόνων μας!

                Το νεοελληνικό κράτος έχει όλα τα γνωρίσματα ενός δυτικού κράτους – προτεκτοράτου. Πριν από τη σύστασή του αντιμετώπισε την εχθρότητα των ισχυρών χωρών της Δύσης, που, για τα συμφέροντά τους, ήθελαν την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική τους άλλαξε μόνο όταν η τεχνολογική πρόοδος κατέστησε το πετρέλαιο αξιοποιήσιμο (κινητήρες υγρών καυσίμων). Μέχρι τότε δεν έκρυβαν τη «φιλία» τους προς τους Οθωμανούς  και για άλλο λόγο. Εδάφη της εποφθαλμιούσε και η ανταγωνιστική τους Ρωσία.

                Τα συμφέροντά τους μας οδήγησαν στη μεγαλύτερη περιπέτεια του ελληνισμού, που κατέληξε στη μικρασιατική καταστροφή, από την οποία συμπληρώνονται εφέτος εκατό έτη. Και στο μείζον για τον ελληνισμό εθνικό αυτό ζήτημα παραμένουμε διχασμένοι. Άλλοι καλλιεργούν μίσος κατά του γειτονικού λαού, που τον στολίζουν με πλήθος «κοσμητικών» επιθέτων, όπως βάρβαροι και μογγόλοι, ενώ άλλοι ζητούν να τα λησμονήσουμε όλα και να πορευθούμε προς συνάντηση και ειρηνική συνύπαρξη χωρίς να διευκρινίζουν το πώς και μάλλον υπονοώντας ότι πρέπει να υποχωρούμε διαρκώς στις αξιώσεις ενός ισχυρού γείτονα. Αυτή η πολιτική καλλιεργήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις από τον Βενιζέλο μέχρι σήμερα. Αν εξετάσουμε σε βάθος τα συμβάντα θα δούμε ότι πίσω από τις συμφορές που μας βρήκαν πρωταίτιοι δεν υπήρξαν οι Τούρκοι, αλλά οι δυτικοί «φίλοι», «σύμμαχοι» και «εταίροι» μας. Γερμανοί σχεδίασαν και υπέδειξαν στους «πολιτισμένους» και «δημοκρατικούς» Νεότουρκους τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας. Τούρκοι πιστοί στον «βάρβαρο» σουλτάνο προστάτευσαν και έσωσαν κάποιους χριστιανούς. Άγγλοι σχεδίασαν τον αφανισμό των Ρωμηών της Κωνσταντινούπολης, για να μας τιμωρήσουν, επειδή διεκδικούσαμε την Κύπρο! Άγγλοι και Αμερικανοί στήριξαν την απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο, αφού εξασφάλισαν, μέσω της άφρονος πολιτικής της δικτατορικής κυβέρνησης της χώρας μας, την αφορμή για την εισβολή. Όλοι οι ισχυροί σιωπούν μπροστά στις διαρκείς προκλήσεις της γείτονος, επειδή τα συμφέροντά τους εκεί είναι πολύ μεγάλα. Και εμείς διαρκώς επαναλαμβάνουμε ότι σεβόμαστε το διεθνές δίκαιο. Αν καταφύγουμε στο διεθνές δικαστήριο, το πιθανότερο είναι να αδικηθούμε.

                Οι δύο λαοί σε γενικές γραμμές διατηρούν φιλικές σχέσεις και έχουν τη διάθεση να τις ισχυροποιήσουν. Είναι εντυπωσιακό ότι οι επιζήσαντες της γενοκτονίας και καταφυγόντες στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή, με βάση το θρήσκευμα, δεν καλλιέργησαν μίσος κατά των φονευτών. ΟΙ ανταλλαγές επισκέψεων συμβάλλουν στη σύσφιξη των σχέσεων αυτών. Η ρητορική του Ερντογάν στοχεύει πρωτίστως στην απόσπαση της προσοχής του λαού του μακριά από τα οξέα προβλήματα της καθημερινότητας. Αν, τελικά, προκληθεί ένοπλη σύγκρουση, για την οποία διαρκώς μας προετοιμάζουν οι «ειδικοί» αναλυτές, αυτή θα οφείλεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ισχυρών. Αυτοί κανονίζουν τους πολέμους και την «ειρήνη». Ίσως όμως τελικά αποφευχθεί εμπλοκή, αφού έχουμε εθιστεί σε άκρως ενδοτική πολιτική, η οποία όμως γίνεται αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας. 

                Σε πρόσφατο φιλικό αγώνα καλαθοσφαίρισης μεταξύ των εθνικών ομάδων Ελλάδος και Τουρκίας, καθ’ όλη τη διάρκεια ανάκρουσης του εθνικού ύμνου της γείτονος, δεν έπαψαν οι έντονες αποδοκιμασίες των «φιλάθλων» μας! Αυτές όχι μόνο δίνουν τροφή στην τουρκική κυβέρνηση και στους Τούρκους εθνικιστές να εντείνουν την ανθελληνική προπαγάνδα, αλλά έδειξαν και το επίπεδο του πολιτισμού μερίδας του λαού μας, οι οποίοι ως οπαδοί ομάδων αλληλοσπαράσσονται, για να ενωθούν μόνο όταν είναι να υπερασπιστούν τα εθνικά μας σύμβολα. Αλλά τέτοιους υπερασπιστές δεν χρειάζεται η πατρίδα μας. Αυτοί πορεύονται το δρόμο εκείνων, ευτυχώς λίγων, που διέπραξαν έκτροπα κατά τη μικρασιατική εκστρατεία σε βάρος αθώων αμάχων και έδωσαν το δικαίωμα στους ισχυρούς να εξισώσουν θύτη και θύμα. Ο πολιτισμός μας καλλιεργήθηκε στη βάση της ειρηνικής συνύπαρξης και αποδοχής του άλλου με ανυποχώρητη όμως στάση στην υπεράσπιση του δικαίου και την καλλιέργεια ήθους και φρονήματος. Όταν αυτά λείπουν από ένα λαό, είναι σαφές γνώρισμα ότι βιώνει παρακμή.

                                                                                                «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»