papadimitriou apost 1Ο προφήτης Ηλίας είναι ο πιο δημοφιλής στον λαό μας, γι’ αυτό πολλά εξωκκλήσια έχουν ανεγερθεί στις κορυφές λόφων προς τιμήν του. Την ημέρα της μνήμης του άρχιζαν τον παλιό καιρό τα πανηγύρια στα χωριά μας, τα οποία κορυφώνονταν τον Δεκαπενταύγουστο με το μεγάλο πανηγύρι της Κοίμησης της Θεοτόκου.

                Γιατί άραγε τον προφήτη τιμούσε ο λαός μας στους λόγους. Ίσως επειδή, έχοντας καταληφθεί εκείνος από δειλία, είχε καταφύγει σε βουνό, για να σωθεί από τον άγριο διωγμό που είχε εξαπολύσει εναντίον του ο τότε βασιλιάς των Εβραίων, λατρευτής των ειδώλων. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει τη συνάντηση του προφήτη με τον Θεό, μετά από ειδοποίησή του. Και ο προφήτης τον περίμενε, όπως ο άνθρωπος τον είχε φανταστεί και τον εξεικόνισε στα είδωλα: Τρομακτικό και άγριο τιμωρό των μη εκτελούντων τις εντολές του. Ο Θεός προκάλεσε βίαιο άνεμο, τυφώνα, που παρέσυρε ακόμη και πέτρες, μετά, τρομακτικό σεισμό και, στη συνέχεια, πυρκαϊά. Όμως κανένα από αυτά δεν ακολούθησε η παρουσία του Θεού. Τελικά φύσησε ελαφρό αεράκι, αύρα, και μέσα απ’ αυτήν επικοινώνησε ο Θεός με τον προφήτη. Ήθελε να κατανοήσει ο εκλεκτός άνθρωπός του την εσφαλμένη περί του Δημιουργού εικόνα, που είχε ακόμη και ο λαός, στον οποίο είχε αναθέσει την εκπλήρωση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου.

                Οι κριτικά ιστάμενοι έναντι της Παλαιάς Διαθήκης επικεντρώνουν την προσοχή τους στις αγριότητες, που εκεί περιγράφονται, χωρίς όμως να κάνουν τον κόπο να συσχετίσουν αυτές με την κατάσταση των τότε κοινωνιών. Η λατρεία θεών που ζητούσαν για την εξιλέωση των ανθρώπων θυσίες αίματος όχι ζώων αλλά ανθρώπων και μάλιστα πρωτοτόκων τέκνων, τους αφήνει παγερά αδιάφορους. Η αδυναμία του εκλεκτού λαού να τηρήσει την πρώτη εντολή, τη λατρεία δηλαδή του μόνου Θεού, διαφεύγει ασχολίαστη. Με περισσή ειρωνεία επικρίνεται ο «εκλεκτός» λαός, χωρίς να εγκύψουν στο τι σημαίνει εκλεκτός για τον Θεό. Η αιχμαλωσία των Εβραίων από τον 7ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 1ο  μ.Χ, οπότε διασκορπίστηκαν, μαρτυρεί ότι το εκλεκτός έχει για τον Θεό διαφορετική σημασία από αυτή που αποδίδουν στην λέξη οι άνθρωποι. Και όταν ο Θεός αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ως αγάπη, δεν κατέπαυσε η ειρωνεία. Ο άνθρωπος αναπαύεται λατρεύοντας θεό ή υποτασσόμενος σε ηγεμόνα βίαιο, αλαζόνα, άπληστο και πρόθυμο να τον θυσιάσει για τη δόξα του.

                Ο προφήτης Ηλίας είχε εκφράσει στον Θεό το παράπονο ότι είχε απομείνει μόνος. Ο Θεός όμως τον διέψευσε τονίζοντας ότι 7.000 συμπατριώτες του δεν είχαν προσκυνήσει τα είδωλα. Όφειλε λοιπόν εκείνος να τους αναζητήσει, να τους εμψυχώσει και να συμπορευθούν στηρίζοντας τον πλανεμένο από ψευδοπροφήτες και άρχοντες λαό, ώστε να επανέλθει στην αληθινή πίστη. Το μήνυμα αυτό είναι διαχρονικό. Ο Χριστός κήρυξε ότι «οι θέλοντες ευσεβώς ζην διωχθήσονται». Είναι λοιπόν ασφαλέστατο κριτήριο ορθής πορείας για τους χριστιανούς ο διωγμός. Και αυτός δεν άργησε να ξεσπάσει. Η ρωμαϊκή εξουσία με ανεξήγητη βιαιότητα στράφηκε κατά της Εκκλησίας, ενώ ήταν άκρως ανεκτική έναντι του πανθέου των ειδωλικών θεοτήτων αλλά και του μονοθεϊστικού ιουδαϊσμού. Αλλά η νέα πίστη εθριάμβευσε, παρά τον απηνή διωγμό. Εθριάμβευσε προσφέροντας ως θυσία το αίμα εκατομμυρίων πιστών επί τρείς περίπου αιώνες. Ο τελευταίος, επί Διοκλητιανού, διωγμός, υπήρξε ο αγριότερος. Αν και ικανός αυτοκράτωρ, στράφηκε με ιδιαίτερο πάθος κατά της Εκκλησίας και με τη βεβαιότητα ότι θα την αφανίσει έκοψε και νόμισμα, μαρτυρία της ανθρώπινης αλαζονείας. Ο Χριστός είχε διαβεβαιώσει ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσι αυτής» (της Εκκλησίας). Και με αυτή τη βεβαιότητα αντιμετώπισαν τους διαχρονικά πολεμίους της πίστεως και άλλα εκατομμύρια μαρτύρων σ’ όλη την έκταση του πλανήτη μέχρι και την εποχή μας. Μεταξύ των τελευταίων μαρτύρων των πρώτων αιώνων και ο άγιος Παντελεήμων, γιατρός ελεήμων και ανάργυρος από τη Νικομήδεια. Εκεί είχε την έδρα του ο διορατικός κατά τα άλλα Διοκλητιανός, έχοντας αντιληφθεί ότι το μέλλον ανήκει στην Ανατολή. Δεν είναι λοιπόν ο μέγας Κωνσταντίνος, που διείδε πρώτος αυτό και ίδρυσε, λίγο αργότερα, την Κωνσταντινούπολη. Οι άγιοι Παντελεήμων, Γεώργιος, ο στρατηλάτης, η Αλεξάνδρα, μία από τις συζύγους του Διοκλητιανού και πλήθος άλλων, καταρρίπτουν το υλιστικό ιδεολόγημα ότι ο χριστιανισμός υπήρξε η νέα θρησκεία των σκλάβων. Ασφαλώς πολλοί αφέντες μεταστράφηκαν χάρη στη θαυμαστή συμπεριφορά των σκλάβων απέναντί τους, όμως η κοινωνική κατάπτωση είχε ως συνέπεια την αναζήτηση της αλήθειας από ευρέα στρώματα των λαών που αποτελούσαν την αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και βέβαια η νέα πίστη έθεσε σταδιακά τέρμα στη δουλεία.

                Η αναγνώριση, αρχικά, της Εκκλησίας από τον Καίσαρα και η καθιέρωση, στη συνέχεια, της χριστιανικής πίστης ως επίσημης της νέας μορφής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επέφερε την επανάπαυση πλήθους πιστών με την ψευδαίσθηση ότι πλέον ο Καίσαρ, ως χριστιανός, θα εφάρμοζε στην άσκηση της εξουσίας την ευαγγελική διδασκαλία κατά γράμμα. Αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ, απεναντίας η εκκοσμίκευση ως γάγγραινα εξαπλώθηκε στο εκκλησιαστικό σώμα, στο οποίο εισήλθαν και πλήθος τυχοδιωκτικών περί την εξουσία προσώπων. Ως αντίδραση στη διαμορφωθείσα κατάσταση εμφανίστηκε ο ορθόδοξος μοναχισμός. Κατά καιρούς ο θεσμός διεβλήθη όχι μόνο από άθεους και ετερόδοξους, αλλά και από ομόδοξους δυτικόπληκτους. Όμως ο λαός μας στις δύσκολες περιόδους της ιστορίας του έθνους στα μοναστήρια βρήκε καταφύγιο. Αυτά έδωσαν πλήθος οσίων και νεομαρτύρων ανδρών. Αυτά δίνουν και σήμερα αγίους, που τιμά ο λαός μας. Βέβαια δεν έλειψαν οι αντιρρήσεις με αφορμή κάποιους γέροντες, οι οποίοι ίσως εκτρέπονται στην απαίτηση ο πιστός να καταθέσει ενώπιόν τους την ελευθερία που του χάρισε ο Χριστός. Η διάκριση είναι, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, πολύ μεγάλη αρετή.

                Μεγάλο υπήρξε το ολίσθημα των δυτικών θρησκευτικών ηγετών να συμπορευθούν με τους φεουδάρχες, αρχικά, και με τους αστούς, κατά τη νεωτερικότητα. Τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, με τα οποία κυβερνήθηκε και κυβερνάται η ανθρωπότητα υπήρξαν και είναι αντιευαγγελικά στο έπακρο. Ο συμβιβασμός μ’ αυτά αφήνει τους χριστιανούς αναπολόγητους ενώπιον του Χριστού. Διοκλητιανοί, φανεροί ή συγκαλυμμένοι, δεν έπαψαν να εμφανίζονται στην ιστορία. Δεν υπάρχει τραγικότερη στρέβλωση από τη χρήση του όρου «χριστιανικές κοινωνίες». Ακυρώνουν οι βιώνοντες με την ψευδαίσθηση αυτή τη διαβεβαίωση του Χριστού: «Οι θέλοντες ευσεβώς ζην διωχθήσονται». Βέβαια η ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε χριστιανική κοινωνία μας συμφέρει, καθώς έχουμε απολέσει το πνεύμα θυσίας. Όσο γι’ αυτούς, που έχουν την αίσθηση του διωγμού, αυτοδικαιώνονται με την ψευδή αντίληψη ότι έχουν απομείνει μόνοι, γι’ αυτό και σπεύδουν να κρυφτούν. Όμως το μικρό ποίμνιο υπάρχει, το σκορπίζει όμως ο εγωισμός και η φιλαρχία.

                Την ημέρα του προφήτη Ηλία ο ελληνισμός θρηνεί δύο μαύρες επετείους: Την ψευδοεπανάσταση των Βουλγάρων το 1903 (τότε δεν υπήρχαν ψευτομακεδόνες), γνωστή ως Ήλιντεν (ημέρα του Ηλία), η οποία κατέληξε σε σφαγή και καταστροφή ελληνικών οικισμών, όπως το Κρούσοβο. Την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο με τις ευλογίες και τη βοήθεια «φίλων» και «συμμάχων» μας, στους οποίους ακόμη ελπίζουμε, αφού παραιτηθήκαμε από την ελπίδα στον Θεό. Τώρα οι μάρτυρες από τον Λεωνίδα μέχρι τον Παντελεήμονα φαντάζουν πρόσωπα φαιδρά. Εμείς ξέρουμε να «ζούμε», γιατί να μάθουμε να πεθάνουμε;

 «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»   

papadimitriou apost 1