Ασφαλώς και το όνομα του Γιώργου Ζαραβίγκα μας παραπέμπει και μας θυμίζει το ιστορικό καφενεδάκι στην πλατεία του χωριού, που λειτούργησε ακατάπαυστα για 40 ολόκληρα χρόνια. Από το 1960 μέχρι το 2000…
Όλη όμως η ζωή του -όπως των περισσότερων ανθρώπων του χωριού της πολυτάραχης εκείνης εποχής- παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον…
Είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω επί 2-3 ώρες μαζί του το μεσημέρι της Κυριακής 7 Ιουλίου 2014, στον ίσκιο μιας μουσμουλιάς στο σπίτι της κόρης του Κατερίνας στο Πλατανόρεμα.
Εστίασα περισσότερο την κουβέντα στο ιστορικό γεγονός της διάσωσης της εικόνας της Παναγίας Ζιδανίου, όπου ήταν αυτόπτης μάρτυρας…
Ας αφήσουμε όμως τον κ. Γιώργο Ζαραβίγκα, 91 χρονών σήμερα* -και σε πλήρη διαύγεια με βάση τις λεπτομέρειες που παραθέτει-, να μας τα αφηγηθεί με χρονολογική σειρά:
«Γεννήθηκα το 1923 στο Μικρόβαλτο. Πήγα κάποιες τάξεις στο Δημοτικό Σχολείο και είχα δάσκαλο το Δημουλά από το Βελβεντό.
Στα 17 μου το 1940 με στείλανε στο μαναστήρι (μοναστήρι) στο Ζιδάνι για γελαδάρη. Βοσκούσα 30 γελάδια και κουβαλούσα και νερό με το γαϊδούρι από τη βρύση. Ηγούμενος ήταν ο Ελισαίος Ταϊγανίδης και κουμάντο στην κτηνοτροφία έκανε ο καλόγερος Αμβρόσιος, κατά κόσμον Καραδήμος Αθανάσιος από το Φρούριο.
…Και φτάνουμε το 1943. Είχε ανοίξει για τα καλά ο καιρός και το μαναστήρι δεν είχε ηγούμενο. Ο καλόγερος ο Αμβρόσιος που ήταν μεγάλος σε ηλικία, ανησυχούσε για την εικόνα, επειδή φοβόταν πρώτα από κλέφτες, γιατί η εικόνα είχε έξι οκάδες ασήμι και μετά από τους Γερμανούς και τους αντάρτες. Την εικόνα με το ασήμι όπως και ένα δισκοπότηρο, όπως μου έλεγε ο Αμβρόσιος, τα είχε κάνει ένας τεχνίτης από τα Γιάννενα, με τα ασήμια που μάζεψαν από τη Βουλγαρία, όπου είχαν πάρει την εικόνα να τους σώσει από μια μεγάλη αρρώστια.
Και μου λέει μια μέρα ο καλόγερος να πάω να φωνάξω το Τζινουζιώγα (Γιώργο Τζιώνα) και τον αδερφό του το Τζινουβάγγελο, που είχαν τα μαντριά εκεί κοντά, να δούμε τι θα κάνουμε με την εικόνα. Ήρθαν τα παιδιά, το συζήτησαν, είπε ο καθένας τη γνώμη του, άλλος στα μαντριά, άλλος εδώ, άλλος εκεί. Κουβέντα στην κουβέντα πήραν την απόφαση να κρύψουν την εικόνα στην Τρανή την Πατλιά. Ήταν ένα μέρος ανοιχτό που είχε στη μέση μια μεγάλη πουρναριά, αλλά γύρω-γύρω είχε πυκνώσει το δάσος και δεν μπορούσε να περάσει τίποτα προς τα εκεί. Αυτό το μέρος ήταν δυτικά από το μαναστήρι όπως κοιτάμε προς το Φρούριο.
Την άλλη μέρα νωρίς, όπως είχε κανονιστεί, ήρθαν στο μαναστήρι ο Ζιώγας με το Βαγέλη. Στα γίδια είχαν αφήσει τον ανιψιό τους το Μήτσιο. Εκεί πήραν την εικόνα μαζί ο Ζιώγας κι ο Βαγγέλης, ο Αμβρόσιος το φανάρι με το καντήλι αναμμένο, εγώ δυο τσεκούρια για να ανοίγουμε το μονοπάτι και ξεκινήσαμε. Μέχρι τη βρύση φτάσαμε καλά. Από εκεί και πάνω όμως ήταν στενό το μονοπάτι και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν δυο άτομα με την εικόνα. «Όπως έταξε ο Θεός» είπε ο Ζιώγας που ήταν και πιο νέος, έβαλε την εικόνα στον ώμο και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι. Εγώ με το Βαγγέλη ανοίγαμε με τα τσεκούρια το μονοπάτι. Φτάσαμε σε ένα ξέφωτο και καθίσαμε να ξεκουραστούμε λίγο και περισσότερο ο Ζιώγας που είχε καταϊδρώσει. Άντε να πάρω τώρα εγώ την εικόνα, είπε ο Βαγγέλης. Όχι, λέει ο Ζιώγας, αφού την έφερα ως εδώ θα την πάω ως το τέρμα. Και συνεχίσαμε, με την εικόνα να την έχει στον ώμο και πάλι ο Ζιώγας, μέχρι τη Τρανή την Πατλιά, που μας δυσκόλεψε να ανοίξουμε το μονοπάτι και να μπούμε μέσα. Εκεί βάλαμε την εικόνα μέσα στην πουρναριά και τη σκεπάσαμε με ένα κιλίμι. Ο καλόγερος κρέμασε δίπλα στην εικόνα και το φανάρι με το καντήλι και μου είπε να πάω κάθε πρωί να την ανάβω. Τόσο όσο να κρατάει και να σβήνει το απόγευμα, για να μην προδώσουμε τη νύχτα το μέρος της εικόνας. Τις περισσότερες φορές όμως πήγαιναν και άναβαν το καντήλι η Γιώργινα και η Βαγγέλινα, οι γυναίκες του Ζιώγα και του Βαγγέλη, όταν έμαθαν μετά από δυο-τρεις μέρες που είχαμε κρυμμένη την εικόνα.
Αφού πέρασε κάμποσος καιρός, περισσότερο από 20 μέρες, ήρθε στο μαναστήρι ο Γκουγκουϊώτας από την Καισαρειά, που έρχονταν τακτικά αφού είχε εκεί και δέκα κεφάλια γελάδια και ρώτησε που είναι η εικόνα. Με τα πολλά ο καλόγερος του είπε και με έστειλε να τον πάω μέχρι την κρυψώνα. Και όταν φτάσαμε, δώσ’ του μετάνοιες και ξανά μετάνοιες ο Γκουγκουϊώτας. Ο Αμβρόσιος ο καλόγηρος όμως το μετάνιωσε που το είπε στον Γκουγκουϊώτα-που ήταν και πολυλογάς- και άρχισε να ανησυχεί. Χείλη με χείλη, μου λέει, θα το μάθουν χίλιοι… Και έστειλε τον Γκουγκουϊώτα που έβγαινε συχνά στην Κοζάνη, να πάει μαζί με ένα γνωστό του Κοζανίτη το Μίκα -Κωτούλας λεγόταν στο επίθετο- στο δεσπότη, να του πούνε τι θα κάνουν με την εικόνα. Εκεί ο δεσπότης τους είπε ότι η μόνη λύση είναι να τη φέρουνε στην Κοζάνη. Και θα την πάτε στον Άγιο Κωνσταντίνο, τους λέει.
Έτσι κι έγινε. Φορτώσαμε την εικόνα σε ένα μουλάρι και ξεκινήσαμε για την Κοζάνη. Είχε διαδοθεί όμως το γεγονός και σε όλα τα χωριά που περνούσαμε, χτυπούσαν οι καμπάνες και ερχόταν ο κόσμος να προσκυνήσει την εικόνα. Μετά από πολλές ώρες φτάσαμε στην Κοζάνη και στον Άγιο Κωνσταντίνο, μια παλιά εκκλησία, όχι όπως είναι σήμερα, όπου ήρθε και ο δεσπότης και διάβασε ευχή. Γι αυτό, όπως μαθαίνω, και τώρα που παίρνουν την εικόνα στην Κοζάνη, την πάνε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Από τότε, μέχρι που έφυγα από το μαναστήρι, η εικόνα δεν ήρθε…
…Έφυγα από το μαναστήρι το 1944, όταν στις 10 Φεβρουαρίου οι γερμανοπαοτζήδες σκότωσαν τον πατέρα μου Βασίλη στην Κρυάβρυση και ανέλαβα εγώ τις ευθύνες της οικογένειας, μιας και ήμουνα το μεγαλύτερο παιδί από τα έξι αδέρφια μου. 4 παιδιά (αγόρια) και δυο κορίτσια, εν ζωή εγώ και η μεγάλη αδερφή μου η Μαρία Τσακνοπούλου, ο Αχιλλέας, ο Θανάσης, που τον πήραν στο παιδομάζωμα οι αντάρτες και βρέθηκε στην Ανατολική Γερμανία και μετά από χρόνια γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου και πέθανε, ο Λευτέρης και η Βαγγελή. Πρώτη υποχρέωση να ξαναφτιάξω την καλύβα, μιας και το χωριό το είχαν κάψει οι γερμανοί τον Αύγουστο του 1943…
…Παντρεύτηκα από προξενιά τη Θυμία (Ευθυμία) του Σκαριμπουζιώγα. Ο γάμος ήταν να γίνει την Κυριακή 26 Οκτωβρίου του 1947. Και ενώ είχαμε κάνει όλες τις ετοιμασίες, ήρθε το Σάββατο ο στρατός και μας είπαν ότι μέχρι το πρωί θα πρέπει να αδειάσει το χωριό, γιατί θα ερχόταν οι αντάρτες. Το γλεντήσαμε πάντως το βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί κινήσαμε με τη μάνα μου και τη νύφη και πήγαμε στο Τριγωνικό. Πρώτα στο σχολείο και μετά στο σπίτι μιας θείας μου. Εκεί, στο σπίτι, έγινε και ο γάμος, παρουσία δυο παπάδων. Του Παπακώστα από το Τριγωνικό και του Παπαντώνη από το Μικρόβαλτο, που είχε έρθει και αυτός από το χωριό. Νούνα είχαμε τη Χρυσούλα του Σταθοβασίλη και αρχιμπράτιμο το Μιχάλη το Μανάδη. Με τη Θυμία αποκτήσαμε τρία κορίτσια, τη Ρίνα, την Αθανασία και τη Φρόσω και ένα παιδί (αγόρι) το Βασίλη.
… Φαντάρος δεν πήγα γιατί ήμουνα προστάτης πολύτεκνης οικογένειας. Με πήραν όμως οι αντάρτες στις 20 Αυγούστου του 1948 μαζί με άλλα 20 παιδιά από το χωριό και μας πήγαν πρώτα στο Σαμάρι στα Πιέρια, όπου φέρανε και 30 παιδιά από τη Λαβανίτσα. Μετά μας πήγαν στο βόρειο Όλυμπο και από στα Άγραφα, όπου με έβαλαν στους πυροβολητές σαν ημιονηγό (μουλαρά). Πήρα μέρος στη μάχη του Καρπενησίου. Αργότερα το ‘σκασα από τους αντάρτες και παραδόθηκα στο στρατό ‘αυθορμήτως παρουσιασθείς’, όπως έγραψαν στην καρτέλα μου. Μετά με πήγαν στη Λάρισα όπου συμπλήρωσα εννιά μήνες από την αρχή που με είχαν πάρει οι αντάρτες. Από εκεί με στείλανε στην Κοζάνη, όπου έμεινα κάμποσο καιρό και στις 25 Νοεμβρίου 1949, της Αγίας Αικατερίνης, έφτασα στο χωριό…
… Το 1953, κατόπιν μεσολάβησης του ηγούμενου του μαναστηριού και μέσω του δεσπότη, επειδή γινότανε ξύλευση του δάσους στο Ζιδάνι και η δασική υπηρεσία δεν είχε να στείλει υπάλληλο -να εισπράττει το κράτος το 10%-, με διορίσανε δασοφύλακα ‘επί ημερομισθίω’. Ο διορισμός έγινε από το δασάρχη Σερβίων Καραρίζο. Την ξύλευση την είχε αναλάβει ο Συνεταιρισμός Καταφυγίου και μετά ήρθαν ο Αληχανίδης και ένας ξυλέμπορας από την Κοζάνη. Έμεινα εκεί ως το 1958. Το μέρος αυτό του μοναστηριού που ξυλεύτηκε, παραχωρήθηκε τελικά στο ΣΑΑΚ Μικροβάλτου, όπου ήμουνα πρόεδρος για μια δεκαετία.
…Μετά δυο χρόνια, το 1960, άνοιξα το καφενείο. Πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Βουλευτάδες και στρατιωτικοί. Φόρεσα και άσπρη ποδιά για να προσφέρω καφέ στον ταξίαρχο της Κοζάνης επί επταετίας… Αξέχαστα χρόνια. Με τις φασαρίες, που γινότανε στο μαγαζί με το παραμικρό, και την πολύ κούραση. Ό,τι ώρα και να καθόμουνα το βράδυ, το πρωί άνοιγα το καφενείο από τις πέντε, να εξυπηρετήσω τους εργάτες που φεύγανε για τη δουλειά. Είμαι ευχαριστημένος από το καφενείο. Κι ας μου έμεινε ένα μεγάλο ντεφτέρι με βερεσέδια που το κρατάω ακόμη για ενθύμιο… Το καφενείο το έκλεισα το 2000. Μετά 40 ολόκληρα χρόνια λειτουργίας!».
…Ποια ήταν τα καλύτερα του χρόνια;
Θέλει και ρώτημα; Τα νιάτα, παρά τις τόσες δυσκολίες…
Για την καταγραφή: Γ. Μαστρ.
* Ο Ζαραβίγκας Γεώργιος "έφυγε " από τη ζωή στις 13 Μαρτίου 2015, σε ηλικία 92 ετών
ΦΩΤΟ από τη συλλογή του Βασίλη Γ. Ζαραβίγκα