Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013
Το χρονικό θανάτου του Ιωάννου Σωτ. Κεχαγιά
αγωνιστή του Αλβανικού μετώπου, από τους Γερμανούς κατακτητές
του Ευθυμίου Σ. Κεχαγιά
Ο σύνδεσμος του Ρυμνίου αποτελούμενος από δύο άνδρες, τον Κωστόπουλο Χαράλαμπο και τον Μπούρα Φώτη, αφού πληροφορήθηκε ότι θα έρθουν οι Γερμανοί από το ποτάμι στο Ρύμνιο, ειδοποίησαν όλους τους χωριανούς να φύγουν για να προστατευθούν. Έτσι ένα μεγάλο σύνολο από χωριανούς (μαζί και η προγιαγιά μου η Βασιλική Κεχαγιά με τα εγγόνια της Αστέριο, Σωτήριο -πατέρας μου- και τη Φωτεινή), πήραν τα απαραίτητα και έφυγαν προς τη θέση Καλύβια των Αναβρυκών.
Δεν σταμάτησαν όμως εκεί αλλά έφτασαν μέχρι το Μικρόβαλτο όπου και διανυκτέρευσαν. Η γιαγιά μου η Ελισάβετ σύζυγος του παππού μου έμεινε πίσω, πήρε την ανηφόρα προς τον Νουφανό και από εκεί στα αμπέλια για να ειδοποιήσει τον άντρα της να αφήσει τα ζώα (γίδια) που έβοσκε και να φύγουν μαζί. Αφού φώναξε κάποιες φορές και δεν την άκουσε γύρισε στο χωριό και μαζί με τον Τσιμόπουλο Αστέριο και τη γυναίκα του την Αγαθή που είχαν μείνει λίγο πίσω έφυγαν προς τις Γούλες.
Με δεδομένο ότι ο παππούς μου Κεχαγιάς Ιωάννης θα ερχόταν κάποια στιγμή της ημέρας στο χωριό, για να πλύνουν το καμένο σιτάρι στο σπίτι, από φωτιά που είχε πάρει το χωριό από προηγούμενο πέρασμα των Γερμανών, επιστρέφοντας σε αυτό, έπεσε πάνω στους Γερμανούς που βρισκόταν είδη εκεί.
Οι Γερμανοί έμειναν στο Χωριό όλη την ημέρα, και την επόμενη ακολούθησαν τη διαδρομή για το Μικρόβαλτο και τον πήραν μαζί τους αιχμάλωτο. Τα χαράματα όμως ο Κεραυνός που έλεγχε από το ύψωμα (Μπατά) του Μικροβάλτου, ειδοποίησε ότι οι Γερμανοί έρχονται προς το Μικρόβαλτο και ο κόσμος έπρεπε να φύγει και πάλι για να προστατευθεί. Οι Ρυμνιώτες έφυγαν μαζί με άλλους προς την Πάδη. Εκεί πέθανε η γυναίκα του Μπασδέκη Αθανάσιου και γεννήθηκε η Μαρία Κοεμτσίδου σύζυγος σήμερα του Σωκράτη Γκανάτσα. Από εκεί έφυγαν προς την Ελάτη. Οι δε Γερμανοί συνέχισαν προς το Τρανόβαλτο μέχρι και τους Λαζαράδες και αφού έκαψαν και αυτό το χωριό επέστρεψαν προς το Ζιδάνι όπου και έκαψαν τις αποθήκες του μοναστηριού και από εκεί επέστρεψαν στην Αιανή μαζί και με τον παπού μου όπου είχαν τη βάση τους, στο Φρουραρχείο. Ο φρούραρχος της Αιανής αφού τον ανέκρινε τον άφησε να φύγει. Αν και είχε προτάσεις να τον κρύψουν στην Αιανή, ο παππούς μου αποφάσισε να επιστρέψει στο Ρύμνιο γιατί ανησυχούσε για τα ζώα. Φεύγοντας προς τα νεκροταφεία της Αιανής για να κατέβει προς Ρύμνιο μια άλλη διμοιρία Γερμανών τον εντόπισε και τον πυροβόλησε με ένα οπλοπολυβόλο BRAUNIC με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει στο πόδι βαριά. Αφού το συνέλαβαν, μαζί με άλλους τους ανέβασαν σε ένα ένα στρατιωτικό όχημα "Τζέιμς" και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο της Κοζάνης. Στη διαδρομή, από την αιμορραγία και τον πόνο, ο παππούς μου φώναζε, με αποτέλεσμα λίγο πριν την Κερασιά στη θέση όπου έχει το εξωκλήσι με τη μεγάλη πουρναριά, τον κατέβασαν κάτω από το όχημα και τον πυροβόλησαν εν ψυχρώ!...
Ένας μικρός τότε ο Καρακούλας Χαρίσιος που έβοσκε τα αγελάδια στην Κερασιά ειδοποίησε στο χωριό ότι άκουσε έναν πυροβολισμό στη θέση αυτή. Τότε οι γονείς του μαζί με άλλους χωριανούς κατέβηκαν στη θέση αυτή και αφού τον βρήκαν τον έθαψαν στην Κερασιά.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από την περιοχή και στο μεταξύ είχαν επιστρέψει και οι χωριανοί που ακολούθησαν τη διαδρομή προς τις Γούλες -μαζί τους και Αρχοντής Κεχαγιάς (αδερφός του παππού μου) και η γυναίκα του Ξανθή-, έφτασε η είδηση από την Κερασιά στο Ρύμνιο, από τα στοιχεία που βρήκαν επάνω του, ότι τον Κεχαγιά τον Γιάννη τον σκότωσαν οι Γερμανοί και τον θάψανε στην Κερασιά. Τότε ο αδερφός του Κεχαγιάς Αρχοντής μαζί με την γιαγιά μου την Ελισάβετ πήγαν στην Κερασιά τον ξέθαψαν και τον έφεραν στο νεκροταφείο της Αγίας Κυριακής Ρυμνίου, όπου και τον έθαψαν.
Κυριακλίδης Κυριάκος, Μαργαρίτης Ευάγγελος και Μιχαλακάκης Ιωάννης.
(Η αφήγηση έγινε απο τον πατέρα μου Σωτήριο Ι. Κεχαγιά, γιο του φονευθέντος)