Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013/mikrovalto.gr
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΥΜΝΙΟΥ
ΤΟ ΡΥΜΝΙΟ ΣΕΡΒΙΩΝ
Η ίδρυση και οι μετεγκαταστάσεις του
Είναι έξω από κάθε αμφισβήτηση ότι η αρχική θέση του Ρυμνίου ήταν στην Παλιόχωρα, σ' έναν απότομο κι απόκρημνο μαστό που προβάλλει σε κάποιο από τα αντερείσματα που κατεβαίνουν από την ράχη του Μικροβάλτου. Το όνομα της τοποθεσίας, οι αρχαίοι τάφοι, τα όστρακα κι άλλα αρχαία αντικείμενα που κατά καιρούς βρέθηκαν εκεί και οι δυο αχρονολόγητοι ναοί, της αγίας Παρασκευής και του αγίου Αθανασίου, είναι αψευδείς μάρτυρες της παρουσίας εκεί οικισμού από πολύ παλιά. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε και μέχρι πότε έζησε δεν είναι γνωστό. Αν λάβουμε υπόψη μας τις αρχαιότητες που βρέθηκαν εκεί κι αντιπροσωπεύουν όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους, από τους προϊστορικούς μέχρι τους μεταβυζαντινούς χρόνους, θα πρέπει να δεχθούμε ότι το χωριό υπήρχε από πολύ νωρίς κι ότι η θέση του ήταν εκεί μέχρι τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας.
Από την εποχή αυτή μεταφέρθηκε κάτω στο ίσιωμα κι εγκαταστάθηκε μέσα στα πλατάνια, στη δεξιά όχθη του λάκκου της Κατερίνας, στη θέση Αυλή. Είναι ανεξήγητοι οι λόγοι για τους οποίους έγινε αυτή η μεταφορά. Περισσότερο, μάλιστα, αφού η πρώτη θέση ήταν σαφώς πλεονεκτικότερη της δεύτερης. Η λαϊκή παράδοση, ωστόσο, αποδίδει τη μετεγκατάσταση σε "θανατικό" που μέσα σε μια νύχτα αφάνισε εβδομήντα ψυχές. Εν πάση περιπτώσει, μάρτυρες της παρουσίας του χωριού στην Αυλή είναι μέχρι σήμερα διάφοροι λιθοσωροί, καθώς και δυο ναοί, της κοίμησης της Θεοτόκου, αχρονολόγητος, κι ο κοιμητηριακός της αγίας Κυριακής, με χρονολογία ανέγερσης 1670 κι ανιστόρησης 1748.
Αλλά και στην Αυλή οι άνθρωποι δεν ένιωθαν ασφαλείς γιατί κινδύνευαν από πλημμύρες από τα νερά του λάκκου της Κατερίνας. Για το λόγο αυτό μεταφέρθηκαν ανατολικότερα, στη σημερινή θέση, όπου κι εγκαταστάθηκαν οριστικά πλέον. Η οικιστική αυτή μεταβολή σημειώθηκε κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, αφού ο ναός του νέου χωριού, ο ναός του Προδρόμου,-χτίστηκε για πρώτη φορά στα 1820.
Τον πυρήνα του χωριού αποτέλεσαν οι αυτόχθονες οικογένειες (φάρες) του Βασδέκη, του Γκανάτσα, του Γκούγκουρα, του Κασνάκη, του Μαργαρίτη και του Τσιάρα. Στα 1916 ήρθε από το Ζιδάνι η οικογένεια του Μπουμπουρέκα. Στη συνέχεια και με τον καιρό εγκαταστάθηκαν στο χωριό οι οικογένειες του Γιαννίδη από το Λιβαδερό, του Γιαννόπουλου από το Μικρόβαλτο, του Κωστόπουλου και του Τσιμόπουλου από τη Μοσχούλα, του Σγουρόπουλου και του Σταμκόπουλου από το Τριγωνικό.
Ο πληθυσμός του χωριού τριπλασιάστηκε με την εγκατάσταση σ' αυτό ξεριζωμένων οικογενειών από τον Καύκασο και την ανατολική Θράκη. Από τον Καύκασο ήρθαν οι οικογένειες του Γυλτίδη, του Ευθυμιάδη, του Θεοδωρίδη, του Ιγνατίδη, του Κοεμτζίδη, του Κυριακλίδη, του Μπαγλαρίδη, του Στεφανίδη, του Ταϊγανίδη και του Χαραλαμπίδη. Από την ανατολική Θράκη οι οικογένειες του Αρβανίτη, του Κεχαγιά, του Κισκίνη, του Κουτσιανάκη, του Μιχαλακάκη, του Μπούρα και του Τσιαμουρτζή. Τέλος, στα μεταπολεμικά χρόνια ήρθαν στο χωριό κάποιοι "σώγαμπροι" που νυμφεύτηκαν ρυμνιώτισσες και πολιτογραφήθηκαν ως μόνιμοι κάτοικοι του Ρυμνίου. Αυτοί είναι ο Κωνσταντόπουλος, ο Λάιος, ο ΙΙαπαδημητρίου, ο Παρασκευόπουλος, ο Τρίγγας και ο Τρουμπούκης.
Γραπτές μαρτυρίες
Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για το Ρύμνιο προέρχεται από τον κώδικα του μοναστηριού της Ζάβορδας. Στη στήλη των προσκυνητών κι αφιερωτών το χωριό σημειώνεται ως Ρίμνος κι ακολουθούν τριάντα έξι βαφτιστικά ονόματα της πρώτης γραφής που έγινε στα 1692 και δεκαοχτώ βαφτιστικά μεταγενέστερων γραφών. Αυτό σημαίνει πως το χωριό υπήρχε πριν από τα 1692 και αναγνωριζόταν με το όνομα Ρύμνος.
Σε ιταλόγλωσσο χάρτη της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, πριν από τα 1882, το χωριό φέρεται να ανήκει στον καζά των Σερβίων και στο σαντζάκι του Μοναστηρίου και το όνομα του ήταν Ρίμνος.
Στα 1886 ο γνωστός περιηγητής του περασμένου αιώνα Νικόλαος Σχοινάς στις ταξιδιωτικές του σημειώσεις γράφει, "Ρίμνον: Απέχει 2 ώρ. δυτικώς του ανωτέρω (σ.σ. του χωριού Γούλες), έχει σαράντα οικογενείας χριστιανικάς, εκκλησίαν και οίκημα του ιδιοκτήτου".
Το όνομα τον χωριού
Το όνομα Ρύμνιο οφείλεται στη μορφή του εδάφους της αρχικής θέσης του χωριού στην Παλιόχωρα. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το επίθετο ερυμνός (-ή, -όν), σημαίνει οχυρωμένος ή απόκρημνος κι απότομος. Ο τόπος στην Παλιόχωρα και φυσική οχύρωση διαθέτει κι απόκρημνος κι απότομος είναι. Είναι τόπος ερυμνός. Από το επίθετο αυτό προήλθε το ουσιαστικό "Ρίμνος", όπως αναγράφεται στον κώδικα της Ζάβορδας, ή "Ρίμνον", όπως το αναφέρει ο Σχοινάς. Από ένα απ' αυτά τα ουσιαστικά προέρχεται το ουδέτερο Ρύμνιο που ερμηνεύεται ως αυτό που ανήκει στο αρσενικό Ρύμνος ή στο ουδέτερο Ρύμνον.
Πότε, όμως, καθιερώθηκε το σημερινό όνομα δεν είναι γνωστό. Αυτό θα πρέπει να έγινε κατά τη δύση της τουρκοκρατίας ή αμέσως μετά την απελευθέρωση, αφού στα 1918 ήταν συνοικισμός της κοινότητας Σερβίων με το όνομα Ρύμνιον.
Αρχαιολογικοί θησαυροί
Η κατοίκηση της περιοχής του Ρυμνίου τουλάχιστον από την ύστερη εποχή του χαλκού και κατά τη διάρκεια της πρώιμης εποχής του σιδήρου (1200-7ος αι. π.Χ.) τεκμηριώνεται από την αποκάλυψη εκτεταμένου νεκροταφείου αυτής της περιόδου στ' ανατολικά του σύγχρονου οικισμού, στις θέσεις Νοφανός και Νέα αμπέλια. Αφορμή για τη σημαντική αυτή ανακάλυψη στάθηκε η παράδοση σε υπαλλήλους της αρχαιολογικής υπηρεσίας δυο μυκηναϊκών αγγείων από τους Κων. Κωνσταντόπουλο και Φώτ. Σγουρόπουλο.
Η ανασκαφή που διενεργήθηκε έφερε στο φως κιβωτιόσχημους τάφους, χτισμένους με πλάκες, ορισμένοι από τους οποίους ήταν καλυμμένοι κατά συστάδες από τεχνητούς τύμβους. Πολλοί τάφοι είχαν συληθεί, αυτοί, όμως, που βρέθηκαν αδιατάρακτοι παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τα έθιμα ταφής των νεκρών κατά την πρώιμη αυτή περίοδο. Τα κτερίσματα είναι, ως επί το πλείστον, χάλκινα κοσμήματα (πόρπες, ενώτια, περιδέραια, περίαπτα, βραχιόλια) αλλά και πήλινα σκεύη, απαραίτητα για τη μεταθανάτια ζωή του νεκρού.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία στους τάφους μυκηναϊκών κτερισμάτων, μια επί πλέον απόδειξη της πολυδιάστατης δραστηριότητας των φορέων του μυκηναϊκού πολιτισμού στο μακεδονικό χώρο.
Από τάφο της πρώιμης εποχής του σιδήρου προέρχονται και δυο χειροποίητα αγγεία, μία πρόχους κι ένας αμφορίσκος, που στα 1967 βρέθηκαν στην Παλιόχωρα και φυλάγονται στην αρχαιολογική συλλογή της Αιανής. Πρόκειται για θέση όπου τα αρχαία οικοδομικά λείψανα είναι εμφανή και η έρευνα στο χώρο θα οδηγούσε σ' ενδιαφέροντα για την ιστορία της περιοχής συμπεράσματα.
Κοντά στο Μετόχι ανασκάφτηκαν δυο τάφοι κιβωτιόσχημοι, επενδυμένοι εσωτερικά με μαρμάρινες πλάκες. Και στην περίπτωση αυτή οι νεκροί συνοδεύονταν από πήλινα αγγεία και χάλκινα κοσμήματα που χρονολογούν τις ταφές στην πρώιμη εποχή του σιδήρου.
Χάρη στο ενδιαφέρον των ρυμνιωτών για τις αρχαιότητες και την ιστορία του τόπου τους επισημάνθηκαν κι εντοπίστηκαν στον άμεσο περίγυρο του χωριού σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις. Σαφείς ενδείξεις εγκατάστασης κατά την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή αποτελούν τα διάσπαρτα οικοδομικά λείψανα στα υψώματα ανατολικά του Ρυμνίου, το επιφανειακό υλικό στον άγιο Αθανάσιο, στις Μπάρες κι αλλού.
Τουρκοκρατία
Σ' αντίθεση με τα γειτονικά παραποτάμια χωριά στο Ρύμνιο δεν εγκαταστάθηκαν οθωμανοί. Το ορεινό, απόκρημνο και δυσπρόσιτο του εδάφους στην Παλιόχωρα δεν ευνοούσε τέτοια εγκατάσταση. Αλλά ούτε κι αργότερα, στις νέες θέσεις τον χωριού, ο κατακτητής προτίμησε το Ρύμνιο για μόνιμη εγκατάσταση του. Ο Σχοινάς στις οδοιπορικές του σημειώσεις αναφέρει πως το χωριό κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα είχε σαράντα χριστιανικές οικογένειες και μονάχα ένα μουσουλμανικό σπίτι που ήταν η κατοικία του ιδιοκτήτη, δηλαδή του τιμαριούχου, του τσιφλικά μπέη.
Πραγματικά, το χωριό ήταν τιμάριο μπέηδων των Σερβίων. Τελευταίοι απ' αυτούς αναφέρονται οι Ρασήτ μπέης και Σαλήμ μπέης. Οι τσιφλικάδες μπέηδες είχαν την "κούλια" τους, δηλαδή την οχυρωμένη κατοικία τους, στη μεσημβρινή πλευρά του χωρίου, μπροστά από το σπίτι του Μαργαρίτη. Σπάνια, όμως, οι ίδιοι διέμεναν εκεί. Συνήθως διέμενε ο εκπρόσωπος τους που ήταν επιστάτης και εισπράκτορας συγχρόνως.
Απόπειρα για εξαγορά της κτηματικής περιουσίας του χωριού φαίνεται πως καμιά φορά δεν έγινε γιατί οι κάτοικοι δεν είχαν την ανάλογη οικονομική δυνατότητα. Έτσι, μετά την απελευθέρωση όλοι οι κάτοικοι, αυτόχθονες και πρόσφυγες, θεωρήθηκαν ακτήμονες και η αποκατάσταση τους έγινε προοδευτικά με την παραχώρηση από την Υπηρεσία εποικισμού οικοπέδων και γεωργικών κλήρων.
Κατά τα άλλα η ζωή στο Ρυμνιο κατά τους ανήλιους κι ασέληνους χρόνους της οθωμανικής τυραννίας περνούσε, όπως παντού, με αγωνίες και αγώνες των υποδούλων. Οι άνθρωποι υπέμεναν τη σκλαβιά με καρτερία και κρατούσαν ακμαίο το φρόνημα τους κι άσβεστη την ελπίδα για το λυτρωμό τους. Τους πόθους τους και τους οραματισμούς τους ενσάρκωναν οι κλεφταρματολοί της περιοχής με τη διαρκή δυναμική τους παρουσία.
Στα 1854 οι ρυμνιώτες έλαβαν μέρος στην επανάσταση του Θεόδωρου Ζιάκα,καθώς και στον ξεσηκωμό των μακεδόνων τα 1878. Σύμφωνα με όσα η ανθρώπινη μνήμη διέσωσε, η συμμετοχή των ρυμνιωτών στον ξεσηκωμό εκείνο για τη διάσωση της Μακεδονίας από την πανσλαβιστική βουλιμία και την ένωση της με την ελεύθερη Ελλάδα υποκινήθηκε κι οργανώθηκε από το φλογερό ιερέα Παπαδήμο. Πρόκειται για το θρυλικό οπλαρχηγό από το γειτονικό χωριό Αυλές που από τα 1878 και μέχρι τα 1896 έδρασε στους καζάδες Σερβίων και Ελασσόνας. Ένα από τα λημέρια του το είχε στο βουνό πάνω από το Ρύμνιο, σε κωνικό ύψωμα, γνωστό από τότε ως "Λημέρι του Παπαδήμου".
Κατά το Μακεδονικό αγώνα η συμβολή του Ρυμνίου περιορίστηκε στη φιλοξενία διερχόμενων από τη νότια Ελλάδα ανταρτικών σωμάτων και στη διευκόλυνση της προώθησης στη ζώνη των συγκρούσεων όπλων και φυσιγγίων, κάτω από τις οδηγίες του δυναμικού και τολμηρού ηγούμενου του μοναστηριού της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας Ιλαρίωνα Ρολόγη.
Και φτάνουμε στο φθινόπωρο του 1912 που με τη μεγαλειώδη εξόρμηση του ελληνικού στρατού εκπορθήθηκε το Σαραντάπορο και η λευτεριά αγκάλιασε και φίλησε τη Μακεδονία. Από τις πρωινές ώρες της 11 Οκτωβρίου τμήματα της IV μεραρχίας του Μοσχόπουλου πέρασαν κι από το Ρύμνιο, προελαύνοντας για την απελευθέρωση της Κοζάνης. Η λευτεριά η πολυπόθητη και πολυτραγουδημένη, στα λαμπρά της ντυμένη, θρονιαζόταν και πάλι στη γη του Μεγαλέξανδρου, ενώ ο μέχρι τη μέρα εκείνη αλαζόνας τύραννος ταπεινωμένος έφευγε για την... Κόκκινη μηλιά, κατά το πώς λέει και το παραμύθι!
Μετά την απελευθέρωση
Κατά τη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου κι αργότερα με τη συνθήκη της Λωζάνης για την ανταλλαγή πληθυσμών κατέληξαν στο Ρύμνιο δυο θλιβερές κουστωδίες προσφύγων.
Πρώτα ήρθαν οι καυκάσιοι στα 1920. Ξεκίνησαν από την Τυφλίδα κι ατμοπλοϊκούς από το Βατούμ έφτασαν στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης. Φιλοξενήθηκαν για ένα διάστημα στους στρατώνες του Χαρμάνκιοϊ κι απ' εκεί μεταφέρθηκαν στα Σέρβια, όπου τους ορίστηκε ως τόπος μόνιμης πια διαμονής τους το Ρύμνιο.
Ακολούθησαν οι Θρακιώτες στα 1923. Αυτοί ξεκίνησαν από τη Χαριούπολη της Ραιδεστού κι οδικώς με αραμπάδες ήρθαν στην Κομοτηνή, σε χωριά της οποίας παρέμειναν για ένα χρόνο. Από την Κομοτηνή μεταφέρθηκαν στα Καϊλάρια (σημ. Πτολεμαΐδα), με τελικό προορισμό τα Ίμερα. Φτάνοντας στα Ίμερα γνώρισαν μια πικρή εμπειρία, πνίγηκε στον Αλιάκμονα ένα από τα παιδιά τους. Θεώρησαν το συμβάν ως δυσοίωνο κι έστειλαν τους άνδρες στην γύρω περιοχή για αναζήτηση άλλου τόπου εγκατάστασης. Όταν οι άνδρες επέστρεψαν ανακοίνωσαν πως βρήκαν ένα χωριό που έχει πολλά ξύλα και πολλά νερά. Ήταν το Ρύμνιο και ήταν ό,τι έπρεπε για τις πρώτες τους ανάγκες είχε ξύλα και νερό. Έτσι, κατέληξαν κι αυτοί στο Ρύμνιο.
Οι πρόσφυγες στεγάστηκαν προσωρινά στους οντάδες και στα χαγιάτια της "κούλιας" του μπέη, στο βακούφικο σπίτι -εκεί που σήμερα είναι το σχολείο-, στα κελιά της εκκλησίας και σε πρόχειρα στέγαστρα. Η συντήρηση τους τον πρώτο καιρό γινόταν από την Υπηρεσία εποικισμού με τη χρήση του προσφυγικού βιβλιαρίου που είχε δοθεί σε κάθε οικογένεια, ώσπου τους παραχωρήθηκαν οικόπεδα και γεωργική γη από τριάντα ένα στρέμματα και η ζωή στη νέα πατρίδα μπήκε στον κανονικό της ρυθμό.
*
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 κυρίαρχο γεγονός για την ευρύτερη περιοχή των Χασίων ήταν η δράση του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα που καταγόταν από το χωριό Μεταξάς. Δεν είναι του παρόντος ν' αναφερθούμε στο ληστρικό έργο του Γιαγκούλα που η φήμη του είχε απλωθεί και είχε συνταράξει το πανελλήνιο. Τούτο μονάχα αξίζει εδώ να σημειώσουμε, ότι η μορφή του περιώνυμου ληστή ήταν για τους απλοϊκούς ανθρώπους των Χασίων ένας θρύλος και για κάποιους απ' αυτούς αποτελούσε πρότυπο ήρωα. Τόσο που αρκετά χρόνια αργότερα, για να τον θυμούνται, έδιναν το όνομα του σε ζώα τους αγαπημένα, "Φωτάκη" ονόμαζαν το βόδι τους και "Γιαγκούλα" το ποιμενόσκυλό τους.
Ο Γιαγκούλας επισκεπτόταν συχνά το Ρύμνιο. Και πάντοτε με φιλικές διαθέσεις μια και την εποχή εκείνη στο σχολείο του χωριού ήταν δάσκαλος ο Παπαθεοδώρου, φίλος του στενός και συνεργάτης. Ο Παπαθεοδώρου αγαπούσε την Κατερίνα Μαργαρίτη αλλά οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους. Εκμυστηρεύθηκε το μεράκι του στο Γιαγκούλα κι εκείνος έβαλε σ' ενέργεια τα γνωστά δραστικά του μέσα, συνέλαβε και πήρε όμηρο το θείο του κοριτσιού Κωνσταντίνο Μαργαρίτη, με την απειλή πως θα τον "καθαρίσει" αν οι γονείς της Κατερίνας δε συναινέσουν στο γάμο της με το δάσκαλο. Εκείνοι, όμως, αρνιούνταν κι ο Γιαγκούλας πραγματοποίησε την απειλή του, κάπου κοντά στο Μικρόβαλτο έσφαξε το δυστυχή Μαργαρίτη. Κι ύστερ' απ' αυτό, μην μπορώντας ο Παπαθεοδώρου να παραμείνει στο χωριό έφυγε κι ακολούθησε το φίλο του στο ληστρικό του έργο.
Ένα χρόνο αργότερο στους πρόποδες του Ολύμπου, από τη μεριά της Ελασσόνας, ο Γιαγκούλας έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες καταδιωκτικού αποσπάσματος στο οποίο μετείχε κι ο ρυμνιώτης Αναστάσιος Χαραλαμπίδης.
*
Στον πόλεμο εναντίον της φασιστικής ιταλικής πρόκλησης, στα 1940, οι ρυμνιώτες, όπως όλοι οι Έλληνες, έπραξαν το χρέος τους. Πολέμησαν στα βορειοηπειρωτικά βουνά όσοι μπορούσαν και οι άλλοι στα μετόπισθεν με τον τρόπο που μπορούσαν. Κι έδωσαν θύμα εκλεκτό τον Αναστάσιο Βογιατζή- Τσιαμουρτζή που, σώμα με σώμα μαχόμενος εναντίον του μουσουλινικού στρατού, έπεσε στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Ακολούθησε η περίοδος της κατοχής 1941-1944. Κι από νωρίς οι ρυμνιώτες μπήκαν στην αντίσταση. Ο κατακτητής οργίστηκε και με μανία στράφηκε εναντίον τους. Δυο φορές, τον Ιούλιο του 1943, έκαψε το χωριό, ενώ τρεις κάτοικοι του έχασαν τη ζωή τους, ο Ευάγγελος Μαργαρίτης κι ο Ιωάννης Κεχαγιάς εκτελέστηκαν στην Αιανή και στην Κερασιά αντίστοιχα, κι ο Ιωάννης Μιχαλακάκης σκοτώθηκε από γερμανική οβίδα κοντά στην αγία Κυριακή.
*
Ο ερχομός του 1945 βρήκε τη χώρα ελεύθερη από τη γερμανική τυραννία αλλά όχι και ειρηνεύουσα, άνοιγε η αυλαία της νέας εθνικής τραγωδίας με τον εμφύλιο πόλεμο που κράτησε μέχρι τα 1949. Και είναι αλήθεια πως σ' έναν εμφύλιο πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, υπάρχουν θύματα και καταστροφές, υπάρχει εθνικό αιμορράγημα.
Ο απολογισμός για το Ρύμνιο αυτής της περιόδου είναι φρικτός. Χάθηκαν οι Αθαν. Βασδέκης, Κων. Βασδέκης, Δημ. Γιαννόπουλος, Ανδρ. Γυλτίδης, Χαρ. Γυλτίδης, Δημ. Θεοδωρίδης, Παύλ. Θεοδωρίδης, Χαρ. Γγνατίδης, Δημ. Κοεμτζίδης, Κυρ. Κυριακλίδης, Αριστ. Στεφανίδης. Ηλ. Στεφανίδης, Δημ. Ταΐγανίδης, Δημ. Τρίγγας, Δημ. Τσιάρας, Δημ. Χαραλαμπίδης, Ανδρ. Χαραλαμπίδης, Ηλ. Χαραλαμπίδης, Χαρ. Χαραλαμπίδης, Αικ. Γιαννόπουλου, Μαρ. Γκούγκουρα, Αννούλα Ευθυμιάδου, Ευανθ. Κυριακλίδου και Κούλα Παρασκευοπούλου. Kι ακόμα, το χωριό βομβαρδίστηκε, περιουσίες λεηλατήθηκαν, μίση και έχθρες σπάρθηκαν και καλλιεργήθηκαν.
Κάποτε, όμως, το αλληλοφάγωμα σταμάτησε, τα κακά έσβησαν, τα πάθη παραμερίστηκαν, ειρήνευσαν οι άνθρωποι, ξαναβρέθηκαν ψυχικά και ξαναγαπήθηκαν κι ο καθένας χωριστά κι όλοι μαζί ρίχτηκαν στον αγώνα για την ανασυγκρότηση των νοικοκυριών τους και του χωριού τους, για την πρόοδο και την προκοπή.
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Η διοίκηση κατά την τουρκοκρατία
Το σύστημα της διοίκησης του χωριού κατά την τουρκοκρατία ήταν η δημογεροντία. Όργανα της ήταν οι δημογέροντες, δηλαδή ο μουχτάρης (πρόεδρος) και οι αζάδες (σύμβουλοι).
Το έργο των δημογερόντων ήταν δύσκολο και λεπτό. Αντιπροσώπευαν το χωριό στις οθωμανικές αρχές κι επιμέριζαν, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας, τους φόρους που, στη συνέχεια, εισέπρατταν κι απέδιδαν στο δυνάστη. Αποστολή τους ήταν, επίσης, να φροντίζουν και ν' αντιμετωπίζουν τα εσωτερικά ζητήματα του χωριού και να επιλύουν τις αστικές μικροδιαφορές των κατοίκων.
Δυστυχώς, κανένα γραπτό στοιχείο δεν έχει διασωθεί ώστε να μπορούμε να πληροφορηθούμε για συγκεκριμένες υπηρεσίες και συγκεκριμένα έργα της δημογεροντίας στο Ρύμνιο.
Η διοίκηση μέχρι το 1995
Μετά την απελευθέρωση και την εγκατάσταση του ελληνικού κράτους στην ελεύθερη, πλέον, Μακεδονία έγινε και η πρώτη χωροταξική κατανομή των δήμων και κοινοτήτων. Έτσι, με το Β.Δ. της 19ης Δεκεμβρίου 1918 το Ρύμνιο αποτέλεσε έναν από τους συνοικισμούς της κοινότητας Σερβίων. Δυο χρόνια αργότερα, με το Β.Δ. της 30 Ιουνίου 1920, οι συνοικισμοί Γούλες και Ρύμνιο αποσπάστηκαν από την κοινότητα Σερβίων κι αποτέλεσαν ιδιαίτερη κοινότητα με έδρα τις Γούλες. Τέλος, με το Δ. της 9 Φεβρουαρίου 1931 το Ρύμνιο αποσπάστηκε από την κοινότητα Γουλών κι αποτέλεσε ξεχωριστή, δική του κοινότητα που ως τέτοια αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα.
Στην κοινότητα Σερβίων εκπροσώπησε το χωριό ως σύμβουλος (πάρεδρος) ο Δημ. Μαργαρίτης, ενώ στην κοινότητα Γουλών οι Παύλος Θεοδωρίδης και Γεώργιος Γυλτίδης. Στην κοινότητα Ρυμνίου πρόεδροι διατέλεσαν οι: Στέργιος Τσιμόπουλος, Παν. Τσιάρας, Παύλος Κοεμτζίδης, Χρίστος Αρβανίτης, Κων. Μπαγλαρίδης, Κων. Κεχαγιάς, Στ. Παρασκευόπουλος, Πέτρος Γυλτίδης, Γεώργ. Τσιαμουρτζής, Στυλ. Κοεμτζίδης, Θεόδ. Χαραλαμπίδης, με συνολική θητεία δεκαπέντε ετών, Στ. Κεχαγιάς, Κων. Κωνσταντόπουλος, Γεώργ. Χαραλαμπίδης και Γεώργ. Μαργαρίτης.
Από 1.1.1998 (ν. 2539 "ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ") η Τοπική κοινότητα Ρυμνίου υπάγονταν διοικητικά στο Δήμο Αιανής και από 1.1.2011 (ν.3852 "ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ") υπάγεται στο Δήμο Κοζάνης.
Η κίνηση τον πληθυσμού
Η κίνηση του πληθυσμού, σύμφωνα με τ' αποτελέσματα των απογραφών από το 1928 μέχρι το 1991, έχει ως εξής:
Απογραφή έτους 1928: κάτοικοι 194
Απογραφή έτους 1940: κάτοικοι 294
Απογραφή έτους 1951: κάτοικοι 285
Απογραφή έτους 1961: κάτοικοι 362
Απογραφή έτους 1971: κάτοικοι 297
Απογραφή έτους 1981: κάτοικοι 257
Απογραφή έτους 1991: κάτοικοι 279
Οι κάτοικοι της τελευταίας απογραφής είναι κι ο μόνιμος πληθυσμός του χωριού, ενώ κάποιες οικογένειες έχουν μετοικήσει σε πόλεις του εσωτερικού και κάποιες βρίσκονται στο εξωτερικό.
(Επιμέλεια: Γ. Μαστρ.)