Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

βρισκόμαστε στην εισαγωγική συζήτηση μίας ακόμα νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στην οποία θα μας απασχολήσει η προτεινόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Πράγματι, το προηγούμενο διάστημα, ο κύριος υπουργός είχε επανειλημμένα αναφερθεί στη διαδικασία επεξεργασίας των κωδίκων της ποινικής και της πολιτικής δίκης, στη βάση των αλλαγών που έφερε σε αυτούς η προηγούμενη κυβέρνηση και των συμπερασμάτων που έχουν αντληθεί κατά το χρόνο της εφαρμογής τους.

Πιο συγκεκριμένα, σε ότι αφορά στην πολιτική δικονομία, αναφερόμαστε  στο εφαρμοστικό στάδιο και πεδίο του ν  4335/2015, που εισήγαγε σημαντικές διαφοροποιήσεις στην εκδίκαση των αστικών υποθέσεων.

Και από τον τίτλο ακόμα του συζητούμενου σχεδίου νόμου, ο νομοθέτης φαίνεται ότι επιμένει στον στόχο και στην ανάγκη της επιτάχυνσης!

Και καλώς επιμένει, γιατί η ταχεία εκδίκαση δεν αποτελεί μόνον όρο ενός υγιούς δικαστικού συστήματος και μίας εύτακτης και ευνομούμενης κοινωνίας και πολιτείας, αλλά και αναπτυξιακή προϋπόθεση.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ελπίζω, ότι η αναπτυξιακή διάσταση δεν βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την ορθή απονομή του δικαίου, αλλά αποτελούν και οι δύο παράλληλους στόχους για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής των πολιτών.

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι στις πιο ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει και υψηλότερο αίσθημα εμπιστοσύνης στα δικαιικά τους συστήματα, ενώ και οι χρόνοι εκδίκασης των υποθέσεων σε αυτά είναι κατά κανόνα συντομότεροι.

Εξάλλου, το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας εντός ευλόγου χρόνου αποτελεί πτυχή της Δίκαιης Δίκης, η οποία διατρέχει την εκδίκαση όλων των διαφορών, κατ΄ επιταγή συνταγματικού κανόνα και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Συνεπώς, σε όλα τα στάδια της απονομής της δικαιοσύνης, μπορεί και πρέπει η διαδικαστική επιτάχυνση να συνηχεί αρμονικά με τις εγγυήσεις και τα δικαιώματα των πολιτών και διαδίκων.

Ο διττός αυτός στόχος υπηρετείται από τη μία με θεσμικές βελτιώσεις και από την άλλη με καινοτόμες εφαρμογές και σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία, που καθιστούν ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη την εργασία των υπαλλήλων και των λειτουργών της δικαιοσύνης.

Είναι γεγονός ότι η προσπάθεια ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης, η οποία επίσης δεν είναι καινούργια υπόθεση στη χώρα μας, είχε συναντήσει πολλά εμπόδια στο παρελθόν, τόσο σε σχέση με την προμήθεια των μέσων, όσο και με την έλλειψη δεξιοτήτων αλλά και την απροθυμία, κάποιες φορές, του στελεχικού δυναμικού να επιμορφωθεί και να κάνει χρήση των νέων μέσων.

Οφείλω, όμως να πω, ότι δε θυμάμαι, στην υπερεικοσαετή εμπειρία μου στα δικαστήρια, μία αλλαγή, από αυτές που συζητούσαμε και ζητούσαμε έξω από τις δικαστικές αίθουσες, η οποία να μην συνάντησε δισταγμούς και αντιδράσεις όταν αποφασίστηκε η εφαρμογή της.

Επιφυλάξεις, οι οποίες σε κάποιο βαθμό εξηγούνται και δικαιολογούνται από την αυστηρή τυπικότητα της διαδικασίας αλλά κυρίως οφείλονται στη δύναμη της συνηθείας.

 Όλα αυτά, βεβαίως, τα αλλάζουν ταχύτατα, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας αλλά και η κυβερνητική αποφασιστικότητα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, ενώ και η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης και επιταχυντής για την πρόοδο που συντελείται σε αυτόν τον τομέα. Ιδίως για την κατανόηση της αναγκαιότητας για την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, αφού και σε αυτό το ζήτημα δεν έλειψαν οι μειοψηφικές ευτυχώς αντιδράσεις σε διάφορους τομείς της δημόσιας λειτουργίας.

Στο τρίπτυχο, λοιπόν,

-της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης,

-της ψηφιακής αναβάθμισης των υπηρεσιών και εναρμόνισης των νέων τεχνολογιών με τους κανόνες της πολιτικής δίκης, και

-της βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου, με τη διόρθωση ρυθμίσεων, που εμφάνισαν δυσλειτουργίες κατά την εφαρμογή του ν. 4335/2015,

έρχεται να δώσει απαντήσεις το συζητούμενο Σ/Ν, και το κάνει με τρόπο νομοτεχνικά άρτιο, αποτελεσματικό, ορθολογικό και ισορροπημένο.

Και αυτό αποδεικνύεται:

- από τον ικανό χρόνο που διατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων και την αξιολόγηση των διαφόρων απόψεων,

- από τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν έγκυροι και διακεκριμένοι νομικοί και λειτουργοί της δικαιοσύνης,

- από την εξελιχθείσα διαβούλευση, η οποία ενσωμάτωσε παρατηρήσεις, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αλλαγές ακόμα και στο κείμενο που εισήχθη ενώπιον της επιτροπής μας,

Και φυσικά, από το ίδιο το περιεχόμενο του Σ/Ν, το οποίο:

Υιοθετεί καινοτόμες για την πολιτική δικονομία, αλλά δοκιμασμένες και επιτυχημένες σε άλλα πεδία διαδικασίες, όπως είναι η πιλοτική δίκη,

Δίνει τη δυνατότητα σε εκτεταμένες ηλεκτρονικές εφαρμογές,

Διατηρεί έκτακτες ρυθμίσεις, που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας στο χώρο των δικαστηρίων και αποδείχθηκαν επίσης επιτυχημένες, όπως πχ η σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων από δικηγόρους

Περιέχει ευάριθμες παρεμβάσεις, σε νομικά ζητήματα που προκάλεσαν αντιγνωμίες και αμφισβητήσεις.

Διευρύνει δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων, χωρίς να διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της οικείας διαδικασίας

Εφαρμόζει εστιασμένες αλλαγές σε διατάξεις που παρουσίασαν δυσχέρειες στην εφαρμογή τους

Και τέλος επιλύει και άλλα ειδικότερα ζητήματα της δικαιοσύνης

Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι, παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για περιορισμένες αλλαγές, δεν ανατρέπουν  αυτές τη δομή της πολιτικής δίκης και γι΄ αυτό αναμένεται ομαλή η εφαρμογή τους από τους παράγοντες της δικαιοσύνης.

Πρέπει, ωστόσο, να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την παρατήρηση ότι οι επανειλημμένες αλλαγές σε βασικά νομοθετήματα δημιουργούν κόπωση, δυσκολία αφομοίωσης από τους εφαρμοστές και ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες και γι΄ αυτό θα πρέπει να δίνεται ικανός χρόνος στην  έννομη τάξη, ώστε να τις χωνεύει.

Εκτιμώ, συνεπώς, ότι οι συζητούμενες αλλαγές υπηρετούν τους στόχους της νομοθετικής πρωτοβουλίας και θα αποδειχθούν λειτουργικές και αποτελεσματικές κατά την εφαρμογή τους.

Τώρα, αναφορικά με τη διάρθρωση του Σ/Ν, η ύλη του οργανώνεται σε 4 Μέρη, από τα οποία:

 Το πρώτο και μεγαλύτερο περιλαμβάνει 8 κεφάλαια, με τροποποιήσεις στα αντίστοιχα βιβλία του ΚΠολΔ, και 83 άρθρα με αλλαγές στις γενικές διατάξεις, στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, στα ένδικα μέσα και στις ανακοπές, στις ειδικές διαδικασίες, στα ασφαλιστικά, στην εκουσία, στη διαιτησία και στην αναγκαστική εκτέλεση, ουσιαστικά, δηλαδή, σε όλο το εύρος του κώδικα.

Το δεύτερο Μέρος αναπτύσσεται σε 5 κεφάλαια και μόλις 7 άρθρα, τα οποία  αναφέρονται:

α) στη συμμετοχή των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων,

β) στην εκπαίδευση και την πρακτική άσκηση δικαστικών υπαλλήλων,

γ) στο ασφαλιστικό καθεστώς δικαστικών υπαλλήλων ΙΔΑΧ

δ) στο κτηματολογικό Γραφείο της Ρόδου, μία ειδικότερη ρύθμιση λόγω των εκεί αναγκών,

ε) και στη δυνατότητα πρακτικής ασκούμενων δικηγόρων, και σε άμισθα και έμμισθα υποθηκοφυλακεία, γεγονός που εξυπηρετεί και τους ίδιους αλλά και τα υποθηκοφυλακεία.

Το τρίτο Μέρος, των δύο κεφαλαίων και των 4 άρθρων, περιλαμβάνει τις μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις.

Και το τέταρτο Μέρος, μόνο το ακροτελεύτιο άρθρο, για την έναρξη ισχύος, όπου ως τέτοια ορίζεται η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εξαιρουμένου του Μέρους Α’ και των άρθρων 91 και 94 του Μέρους Γ’, δηλαδή της μεγάλης πλειονότητας των διατάξεων, η ισχύς των οποίων αρχίζει το νέο έτος,  1η.1.2022

Θεματικά, οι τροποποιητικές διατάξεις μπορούν να διακριθούν σε 3 κατηγορίες:

1η κατηγορία, είναι οι επιταχυντικές. Εκείνες, δηλαδή, που στοχεύουν στην καλύτερη οργάνωση και διαχείριση των υποθέσεων και κατατείνουν στην εξοικονόμηση χρόνου, χωρίς όμως να αναιρούν ή έστω να περιορίζουν δικαιώματα και εγγυήσεις των διαδίκων.

Ανάμεσά τους πρωταγωνιστεί ασφαλώς η πιλοτική δίκη, με την οποία επιδιώκεται η οριστική επίλυση ορισμένων νομικών ζητημάτων ευρύτερου ενδιαφέροντος και η ενίσχυση της  ασφάλειας δικαίου.

2η κατηγορία, οι ψηφιακές. Οι  διατάξεις δηλαδή που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών και απομακρυσμένων πράξεων.

Ούτε μία, ούτε δύο, δεκάδες τέτοιες διατάξεις, θα τις δούμε αναλυτικά τις επόμενες ημέρες, για την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης περιλαμβάνει το συζητούμενο σχέδιο νόμου, και με ενδιαφέρον φυσικά θα περιμένουμε και από τους λειτουργούς, από τους υπαλλήλους, από τους συλλειτουργούς να μας κάνουν προτάσεις που θα διευρύνουν  το πλαίσιο της εφαρμογής των μέσων αυτών.

Και 3η κατηγορία, οι βελτιωτικές. Είναι οι ρυθμίσεις  στις  οποίες έχουν διαπιστωθεί κενά ή έχουν προκαλέσει νομολογιακές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να απαιτείται νομοθετική διευθέτηση για την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων και των διαδικασιών της δικαιοσύνης.

Συνοψίζοντας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, την πρώτη τοποθέτησή μου επί του συζητούμενου σχεδίου νόμου, θα έλεγα ότι αν και δεν αποτελεί έναν νέο κώδικα πολιτικής δικονομίας ή μία ριζοσπαστική αναθεώρηση του ισχύοντος, μπορεί αυτό το σχέδιο να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα στην αστική δίκη.

 Στη διαδικασία δηλαδή που προσφεύγει η μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας για να λύσει τις διαφορές που ανακύπτουν μέσα από την οικογενειακή, την κοινωνική και επαγγελματική ζωή και γι αυτό είναι κρίσιμη για μεγάλο αριθμό ανθρώπων η βελτίωση των όρων της λειτουργίας της.

Απευθύνω, λοιπόν, πρόσκληση στα κόμματα της αντιπολίτευσης, να υπερψηφίσουν επί της αρχής το σχέδιο νόμου που υπηρετεί τον στόχο της αναβάθμισης της δικαστικής προστασίας, και ιδίως στην αξιωματική αντιπολίτευση που φέρει και την ευθύνη για την άρση των δυσχερειών που το νομοθέτημά της προκάλεσε στη διαδικασία της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης.

Σας ευχαριστώ πολύ!

 

Στάθης Κωνσταντινίδης

Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας  Π.Ε. Κοζάνης

Konstant3