Στο κάτωθι κείμενο ανιχνεύεται η διαφορά του υποκειμενογράφου από τον συγγραφέα, ο τρόπος εργασίας του πρώτου και η πρόσληψη του αναγνώστη
1o Φεστιβάλ Βιβλίου στην πλατεία Κοζάνης χτες Κυριακή 12η Ιουλίου 2020.
Καλεσμένος επισήμως ανάμεσα σε τοπικούς συγγραφείς, βιβλιοπωλεία, εκδότες και ανθρώπους των γραμμάτων… Βιβλίο και Ψηφιακή Εποχή, μια έξαφνη τιμή.
Ώρα 5 απόγευμα ήμασταν εκεί. Ζέστα, άπνοια, ήλιος με ψευδοϋετώδη νέφη, χώρος ανοικτός λόγω κορώνας, κόσμος διάφορος εντός κι εκτός. Πριν αρχίσει το συμβάν χρηματίσαμε για λίγο βιβλιοπώλεις, για την ακρίβεια βιβλιολόγοι, στην υπαίθρια τράπεζα της Παρέμβασης, μνημειώδους περιοδικού της πόλης που εκδίδει εδώ και δεκαετίες ο Βασίλειος Καραγιάννης -αναγκαία η προτομή του.
Εκδότες είχαμε χρηματίσει κι εμείς για ένα χρόνο του περιοδικού Τετράδια Ιστορίας, που έβγαινε στην Κάλιανη (Αιανή) την προηγούμενη χιλιετία χτυπημένο σε γραφομηχανή, φωτοτυπημένο και μοιρασμένο δια χειρός δωρεάν σε φιλίστορες. Άνθρωποι των γραμμάτων εν μέρει μάλλον είμαστε, αλλά αγνοώντας τον ορισμό, υπάρχει δισταγμός προς υιοθέτησίν του. Ο τίτλος τοπικός συγγραφέας κάπως ξενίζει, επειδή έχουμε γράψει και κείμενα εξωτοπικής εμβέλειας, αν ως τόπος ορίζεται η Ελίμεια όπου διαβιούμε.
Ο ορισμός συγγραφέας (συγγράφισσα μάλλον για τις θήλεις) αντανακλά κατά μιαν άποψη άνδρες που γράφουν κείμενα με σταθερή ακολουθία κατόπιν αμοιβής, λογογράφοι π.χ. κομματικοί, ή δημοσιογράφοι, επαγγελματίες δηλαδή. Οπότε στον ίδιο καμβά δεν ευρίσκονται όσοι γράφουν κείμενα με προσδοκία κατάκτησης ή διατήρησης δημοσίων αξιωμάτων και μετά σιωπούν. Αν όσοι αντιγράφουν ή συμπιλούν δεδομένα χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση, κάτι που θέλει κόπο αλλά μπορεί να το πράξει ο καθείς, ανήκουν στον ίδιο χώρο, δεν έχει διευκρινιστεί.
Εν αντιθέσει, εμείς γράφουμε δωρεάν κείμενα χωρίς χρονικό ή εκδοτικό καταναγκασμό και χωρίς όρους κι όρια (όσα μας επιτρέπει το ελληνικό δικαιικό σύστημα) στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Στα πρώτα τηλεγραφικώς, αφού αρκετοί αναγνώστες, οι περισσότεροι νεολαίοι δεν διαβάζουν μεγάλα κείμενα, βαπτίζοντάς τα σεντόνια. Δεν έχουν άδικο, αφού οι ρυθμοί σήμερα είναι βιαστικοί. Στα επόμενα, στα ΜΜΕ δηλαδή, δημοσιεύουμε μεγαλύτερα κείμενα, αλλά όχι πολλών σελίδων, για τον ήδη ειρημένο λόγο.
Συμμετείχαμε, λοιπόν, αυτοαποκαλούμενοι ψηφιακοί υποκειμενογράφοι, ίσως άλλως συντάκτες υποκειμενογραφημάτων ιστορικής μορφής. Ψηφιακοί, καθώς τα κείμενα στα ΜΚΔ και στα ΜΜΕ είναι άυλα, κι όχι έντυποι, αφού για έκδοσή τους στο χαρτί ή πρέπει να διαθέτει κανείς προσωπικά κεφάλαια σε εμπορικό τυπογραφείο ή να υπακούει σε επιταγές κρατικών ή δημοτικών χορηγών, οι οποίοι παρεμβαίνουν τόσο στο περιεχόμενο όσο και στις ερμηνείες, είδος αναπόδραστης δέσμευσης.
Υποκειμενογράφοι, λοιπόν, για δύο, τουλάχιστον, λόγους: επειδή για τη σύνταξη κειμένων, ιδιαίτερα ιστορικών, επιλέγουμε συνειδητά ή ασυνείδητα από το (ελάχιστο) υλικό που έχει διασωθεί, από αυτό που έχουμε μελετήσει οι ίδιοι, έχουν κοιτάξει άλλοι ή από όσα έχουμε ακούσει ζωντανά από μάρτυρες -όσα έχουν γράψει άλλοι ή οι προφορικές καταθέσεις θέλγονται αρκετές φορές από τη μυθοπλασία. Συνεπώς, και το πρωτογενές υλικό εμπεριέχει το στοιχείο του υποκειμενισμού, αφού πρόκειται για ένα μόνον μέρος του αχανούς παρελθόντος ή παρόντος, και γράφουμε υποκειμενικά, καθώς εξαιρετικά δύσκολα ξεφεύγει κανείς από την εποχή του. Εξάλλου η Ιστορία δεν υπόκειται σε σταθερούς φυσικούς κανόνες, γράφεται και προσλαμβάνεται ανάλογα με τον καιρό και τους αναγνώστες.
Προσπαθούμε, ωστόσο, να προσπελάσουμε τον υποκειμενισμό των πηγών (και του εαυτού μας) αναδιαρθρώνοντας στην αφήγησή μας χρονικές ή αιτιολογικές σχέσεις και δεδομένες ερμηνείες, εμπλουτίζοντας παράλληλα τα κείμενά μας με προσθέσεις, παρεκβάσεις, τονισμούς μερών, εικονιστικό υλικό κττ. Και ειλικρινέστερα: απογυμνώνοντας εξ αρχής τις προθέσεις μας.
Αν, τώρα, τα κείμενά μας χαρακτηριστούν ως έργα, ιστορικά έργα κατά μιαν οπτική τα μεγαλύτερα σε όγκο λέξεων, κάτι που όλοι οι γραφείς επιθυμούν, εναπόκειται στους αναγνώστες. Αυτοί είναι οι μοναδικοί αξιολογητές. Εδώ εισχωρεί το ερώτημα: γράφουμε προσδοκώντας την έγκριση του αναγνώστη ή από βαθύτερο ένστικτο για επικοινωνία; Το πρώτο δύσκολο να απαντηθεί, ο τωρινός αναγνώστης προφανώς θα διαφέρει από τον μελλοντικό αντίστοιχο κι έπειτα ο ψυχισμός του δεν είναι ίδιος όλες τις εποχές. Το δεύτερο, δηλαδή η επείγουσα ανάγκη του γραφέα για επικοινωνία, είναι ακόμα ζητούμενο.
Δεύτερο βασικό ερώτημα: ποιοι είναι οι αναγνώστες και κριτές μας; Ένας αδρός διαχωρισμός τους κατατάσσει σε δύο μέρη: οι απλοί, δηλαδή αυτοί που αποκωδικοποιούν τα σημεία ταυτίζοντάς τα διακειμενικώς με προσωπικές παραστάσεις κι εμπειρίες τους, και οι ειδικοί, όσοι τουτέστιν επεκτείνουν την υπάρχουσα νοηματοδότηση των κειμένων, μελετούν την πλοκή, την τεχνική γραφής και τα εντάσσουν στο συγκείμενο.
Συνήθως, οι πρώτοι, οι απλοί, αναγνώστες, όσοι δεν είναι στρατευμένοι, δεν είναι φειδωλοί σε προφορικούς επαίνους για τα κείμενά μας και στον καλό λόγο, αυτοί μας κρατούν στο πεδίο, αυτοί θεωρούν τα κείμενα έργα, αυτοί μας προσδίδουν το χαρακτηρισμό του δημιουργού. Οι ειδικοί αντίστοιχοι θα συγκατανεύσουν με εξαιρετική δυσκολία, ιδιαίτερα όταν δεν ανήκει ο γραφεύς σε ομοειδείς πνευματικές ομάδες, ή επιδιώκει την ιδεατή ελευθερία.
Εφ’ όσον λάβαμε μέρος στο συμβάν, ήρθε κόσμος και μας άκουσε, θεωρούμαστε όχι απλοί υποκειμενογράφοι, αλλά δημιουργοί. Οπότε ευχαριστούμε τον Δήμο Κοζάνης για την συμμετοχή.
Υ.Γ. στη συνέντευξη της πλατείας με την κυρία Έφη Κατσόγιαννου-Τριανταφύλλου αναφέρθηκαν ακροθιγώς όσα ήδη εδώ εκτέθηκαν, καθώς οι ερωτήσεις εστιάζονταν σε άλλα πεδία: των κινήτρων, των σπουδών, των δημοσιεύσεων και των μελλοντικών σχεδίων.
Αναμένοντας ρυθμίσεις τις εικονοληψίας για την συνέντευξη μαζί με την κυρία Έφη Κατσόγιαννου-Τριανταφύλλου, καθώς ο ήλιος πάλευε με τις σκιές. Φωτογραφία της Ε.Α. Πλατεία Κοζάνης 12/7/2020